Φίδια
Μέσα μου φωλιάζουν δέκα μικρά φίδια
βυζαίνουν το στήθος μου το κεντρί τους καρφωμένο
τρομακτικές αθλιότητες όσα μου καταλογίζουν
ενοχή εισπνοή εκπνοή ενοχή
δεν σας σκέφτομαι σας απαρνούμαι αρχίζω μια νέα ζωή
με μέλισσα αφράτη στα δάχτυλά μου θα παίξω μουσική
αντηχώ τη θάλασσα στο βάθος τ’ ουρανού ήλιος και χρώμα
έχω τη μέλισσά μου εγώ δεν είμαι μόνη
εσένα ποιος σε τσιμπά να δεις άμα κοιμάσαι
όχι δεν έχω τη μέλισσα τα φίδια έχω
στην ποδιά της καρδιάς μου τυλιγμένα στο μπούτι
όμορφα φίδια με στρόγγυλα κεφάλια
πασπαλισμένα άχνη του κέικ στριφογυρίζουν εκεί
θα μείνουν πάνω εκεί ως το τέλος
κάποιος θα τα φιλήσει γλυκά στη ράχη
σαν τα μωρά πριν κοιμηθούν να κοιμηθούν
Εγώ να θυμάμαι
Εγώ θυμάμαι μια εποχή που τα χέρια σου
δεν ήξεραν άλλο τρόπο απ’ τα χέρια μου
Και θυμάμαι ακόμα τα μάτια σου
που κοιτούσαν τα μάτια σου, τη μυρωδιά
τις λέξεις και τα σχήματα της όψης σου και
τη μικρή καρδιά σου στεφανωμένη κόκκινα λουλούδια
την εποχή των φιλιών, των γέλιων και των αγκαλιασμένων σωμάτων
Τώρα μου λες δεν θυμάσαι τίποτα
ούτε τα φιλιά, ούτε τα γέλια, ούτε τα σώματα
Όμως εγώ θυμάμαι μια εποχή
Poeta mortuus est
Ο Ποιητής έχει πεθάνει πάνω στα ένδοξα βιβλία του
Στα μαλλιά του στήσαν χορό οι μέλισσες
Τα σκαθάρια του χαϊδεύουν τα μάγουλα
Ήξερε να τιθασεύει τη ρίμα τώρα δεν μπορεί
Στον τάφο λίγα λουλούδια αφήνουν οι προσκυνητές
Τιμή στο κουρασμένο πνεύμα
Τα δέντρα θ’ ανθίσουν στον ήλιο
Η αλεπουδίτσα στο ξέφωτο θα χορέψει
Και χωρίς τον Ποιητή όλα ερωτεύονται
Θυμάμαι ένα στίχο του και τον ξεχνάω πάλι
Μόνη στην Αθήνα
δεν αναθεώρησα τη στάση μου δεν μετανιώνω
στο ασυνεχές του χρόνου βάδισα εμπρός
παρακάμπτοντας εμπόδια την μία όψη μετά την άλλη
σκουντώντας περαστικούς σε πεζοδρόμια
ανταλλάσσοντας ματιές κακίας με όλους όσοι
κάποτε με αγριοκοίταξαν στις διαβάσεις
έτσι πορεύτηκα έρημη χωρίς την ειρήνη του εαυτού μου
με τον ξεσηκωμό της καρδιάς πάντα ανά χείρας
χωρίς συγχώρεση στον σταθμό του μετρό
περίμενα μεσάνυχτα την τελευταία αμαξοστοιχία
χωρίς καταφύγιο χωρίς αίσθηση του ανήκειν που λένε
χωρίς παραδοχή της αληθείας
ω ανθρωπότητα ήσουν εσύ η μεγάλη ασυνέχεια
στο συνεχές των προσδοκιών μας
κατώτερη πάντα των περιστάσεων
λιγότερη πάντα βρώμικη πάντα φτηνή
πάντα πέρα απ’ το ασήμαντο που μας νικά και
μόνο οι ποιητές να διασώζουν κάποτε το κύρος των φιλοσόφων
που το καθημερινό να αιτιολογήσουν δεν ξέρουν
Επιστροφή
Υπάρχει ένα βράδυ στο χωριό του πατέρα μου
που επιστρέφω στο μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι
δίπλα στο παράθυρο δίπλα στην αυλή δίπλα στα χωράφια
Υπάρχει εκεί μια κουβέρτα πικέ μια ντουλάπα κι απέναντι
ένα ακόμη κρεβάτι μονό κοιμάται ο αδερφός μου
Έπειτα είναι η πόρτα και αν κοιτάξεις δεξιά θα δεις το άλλο δωμάτιο
Εκεί κοιμάται ο παππούς μου με το μαξιλάρι
δίπλα στο παράθυρο δίπλα στο δρόμο δίπλα στον ουρανό
Ακούω τον γκιώνη να φωνάζει ψάχνει τον αδερφό του η γιαγιά μου έλεγε
Ευτυχώς εμένα κοιμάται εδώ δίπλα μου
Έχει σημασία η θέση των πραγμάτων
και η θέση των ανθρώπων έχει σημασία
Στο μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι στέκομαι ακίνητη με την πικέ
να φτάνει ίσα ίσα να καλύπτει τα πόδια μου
Ξέρεις εκείνο το μπλε μωβ χρώμα τ’ ουρανού πριν το ξημέρωμα;
Εκείνο το χρώμα έχει το σπίτι του πατέρα μου το μπλε μωβ χρώμα
Μόνο να μπορούσες να δεις πόσο το χρώμα αυτό ταιριάζει
με το πράσινο που ονειρεύομαι
Τραγουδούν όλοι μαζί (σε κύκλο)
Καναρίνι χαλί
στο κλουβί στάζει τσάι
Πολυθρόνα βουβή
η σιωπή μας κοιτάει
Στο μικρό μας σαλόνι η μέρα πάντα αρχινάει
μ’ ένα γνώριμο ήχο να σκάει
Πόσο πόσο το δήθεν μας πάει
***
H Μαρία Παπαδάκη γεννήθηκε το 1988 στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τον τίτλο Ψαρεύοντας Χρυσόψαρα θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Ενύπνιο.