Κώστας Α. Κρεμμύδας, Κάπα όπως μακάβριο, Ποίηση, εκδ. Μανδραγόρας,

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras

 


Κάπα όπως μακάβριο

 Αυτά συζητούσαμε τις προάλλες με τον Θωμά και συμφωνούσαμε σε όλα –δεν ξέρω αν ήταν στου «Μπραζίλιαν» ή στου «Μανδραγόρα»- γιατί είχε κλείσει από καιρούς το στέκι των νεανικών μας χρόνων με την αντιγοτθική επιγραφή «Το στοιχειωμένο καράβι» και τα μεσογειακά βαρέλια του τρεκλίζοντας στην κόψη του γκρεμού –παρά οίνοπα πόντον έλεγε ο Θωμάς– κ’ ύστερα κρίση του ’44 και του ’52 και του ’67…

Γιάννης Δάλλας «10»

 …γεμάτη από κρίσεις η ιστορία οι άνθρωποι (θύτες και θύματα) το παρελθόν και μέλλον Ίσως γι’ αυτό έμαθα να μεγαλώνω με ανασφάλειες και αρνήσεις που όσο περνούν τα χρόνια μου φουντώνουν Βλέπετε τα πράγματα παλιώνουν ενώ εμείς παραμένουμε ίδιοι (Λέω ν’ αλλάξω/ όλους τους καθρέφτες μου/ Έχουν γεράσει, στιχοποιεί ο Χάρης Μελιτάς)

Μεγαλώνουν οι τοίχοι, οι αποστάσεις οι σκάλες τα συμφέροντα Και όσο αυτά μεγαλώνουν τόσο η πορεία μας μικραίνει και περιορίζεται ασφυχτικά στα απολύτως απαραίτητα Και ποιος θα τα ορίσει;

Στοιβάζονται όλα όσα πρέπει πίσω μας να αφήσουμε, όσοι μας άφησαν, όσους αφήσαμε να γίνονται ανάμνηση Γι’ αυτό ξεπέφτουμε στα ποιήματα μνήμες βαθιά χαρακωμένες που τρέχουν να σωθούν στ’ αζήτητα Κι ας λένε ότι θέλει δύναμη η ανάγκη του άλλου Γιατί ο άλλος είμαι εγώ είμαστε εμείς που χάνονται, μέχρι στο τέλος να ξαναβρεθούμε, πασχίζοντας –αχ αυτές οι μετοχές– να ενώσουμε τις αγωνίες μας που ήταν ασύμβατες (έτσι νομίζαμε)

Κάθε που γράφω μεγαλώνει ο φόβος για το άγνωστο που ψάχνω συνταίριασμα να δώσω γιατί βαρέθηκα τα περιττά τα λίγα και αδιάφορα να λέγονται όταν μάχες μαίνονται Βαρέθηκα σωσμούς σωτήρες λόγια, θα ’θελα μόνο ν’ αξιωθώ κείνη τη μάχη, πριν το τέλος μου, να δώσω δίπλα σας

Μα πού ο καιρός για να νοιαστεί κανείς μ’ αλλότριες λεπτομέρειες: πώς έζησα πού πόνεσα σε ποιες γωνιές του δρόμου στάθηκα πού έφτυσα τι άρπαξα και τι άφησα να φεύγει ως εικόνα (γιατί δεν τόλμησα να διεκδικήσω την αφή της) την ώρα που το τρέμουλο του πυρετού γινόταν χτύπος και καρφί χωμένο σε κροτάφους, μπηγμένο μες στα μάτια μου βαθειά πάλι και πάλι νύχτες και μέρες σκοτεινές σαν στάχτη (Βλέπεις με ρήματα παθητικά δεν χτίζεται ζωή)

Πού να πιαστώ μη γκρεμιστώ, σαν Περσεφόνη, στον κάτω κόσμο δραπετεύοντας ανά εξάμηνα απ’ τη γνωστή χαλκόποδη οδό του Κολωνού μας Εκεί μες στις χαράδρες συναντιόμασταν στο πηγαινέλα αναμασώντας Ερινύες, Ευμενίδες, φόνους κι έρωτες για να ξαναγυρίζουμε, οι άμυαλοι, ακολουθώντας την τροχιά της παρακμής, (ενίοτε διάψευσης) Δεν μας χρειάζεται ασφαλώς ο άπιστος Θωμάς (που λοιδορήθηκε κακώς) για να πειστούμε άπαντες πως περιττά και μη ευκταία τα αναπόφευκτα

Τι κι αν μαθαίναμε ότι η ιστορία γράφει μόνο τα γεγονότα, όταν εμείς δεν καταφέραμε να φτιάξουμε μια ιστορία (απλώς παρασερνόμαστε στο διάβα της) πειθήνιοι και υπάκουοι Δεν είναι ανεχτό να στήνεις την πραμάτεια σου (και ποια πραμάτεια;) με φόβο και από φόβο μπρος στο κενό ανήμπορος

Και τελικά τι μένει έξω από την ιστορία που πάει να πει έξω απ’ την ίδια τη ζωή Τίποτα και τα πάντα ματισμένα σ’ ένα τσιγκέλι κρεοπώλη Με το αίμα να στάζει κάτω στο πάτωμα να πλημυρίζει τους δρόμους και τις καρδιές βάφοντας κόκκινες ακόμα και τις πέτρινες βραχονησίδες

Τα πολλά πεθαμένα και τα λίγα δύσκολα πεταμένα όνειρά μας σε αποθήκες και κάδους βρώμικους μιας Αθήνας που ζέχνει μαζί μας

Να αντέχεις αδύνατον Αδύναμος για αλλαγές χαμένος σε δικλείδες ασφαλείας που εμποδίζουν διαφυγή Κι όμως η έκρηξη δεν αποτρέπεται Δεν αναβάλλεται

Αόριστα ανάκατα δίχως ειρμό και μέτρο και ρυθμό Μακριά από ίαμβους ανάπαιστους τροχαίους μένουν τα λόγια Μόνο οι λέξεις μας κυρίαρχα δικές μας Δεν αποσύρονται Δεν διαπομπεύονται Δεν μπαίνουν καν σε εξαργύρωση Λέξεις σημαίνουσες με σημαινόμενο και δίχως ρήμα Καμιά ενέργεια πια κανένα πάθος

Τ’ άλλα κτερίσματα του τάφου που από χρόνια τα κρατώ δίχως κανείς να αρπάζει Γιατί είναι άχρηστα σε όλους (είναι δικά μου):

Για το βαθύ ερυθρόλευκο κόκκινο, ο λόγος, για ξυλόσομπες, μια ξεχασμένη ξύλινη κολώνα της ΔΕΗ στη μέση ως κατάρτι κι άλμπουρο άχρηστο να κυματίζει μέχρι που βρήκαμε σε ξέρα

Μικτό Γυμνάσιο Κολωνού, Δέσποινα, Αντώνης, Μάρθα, Διονύσης, Νικολάκος, Άρτεμις, Έλσα, Καίτη,Ελπίδα, Τζενάρα, Τζενάκι…

Λόφος του Οιδίποδα (και των δικών μας συμφορών η επικράτεια)

Ο Φώτης, ο Αντρέας, ο Χρήστος, Το καφενείο της Λένορμαν, η πλατεία με την μπαζωμένη πισίνα για το σταυρό στα Θεοφάνεια (και να χιονίζει), ο Πέτρουλας (της χαμένης μας άνοιξης), τo αθάνατο Κελβινέιτορ, η ελληνική ΙΖΟΛΑ, οι κρεοπώλες (ο Αθάνατος, ο Κορομπίλης, ο…), το φωτο-Άλεκ, η Κλεμάνς (των παιδικών παραμυθιών), οι προβολές του Φραγκή και του πατέρα (στη λαδομπογιά της κουζίνας), το Άκρον, η Αστόρια, η Αρμονία, το θέατρο Κεντρικόν (πρώτη παράσταση με ολόασπρο κουστούμι στο κέντρο της σκηνής ευθυτενής κι υπέρβαρος)

Ο Ζαχαρίας στην αποθήκη

Οι περιπολίες του γυμνασιάρχη να μας τσακώσει θεριακλήδες –εμάς τους άκαπνους εκ γενετής– με τόσα εφτάχρονα προβλήματα να λύνουμε που ξέμειναν όλα άλυτα

Η υποστολή της σημαίας –πάντα απογευματινοί στη λειψή μαθητεία και μονίμως υποστελλόμενοι

Τα στόματα που ανοιγόκλειναν στο καθεστώς –αχρείαστα ανταμώματα στη Σοφοκλέους… (Κι αυτός ο Σοφοκλής πανταχού παρών) Από κοντά ο Πλάτωνας με την Ακαδημία και τον Μπύθουλά του.

Το Pleasure της κοινωνικής μας υπόστασης

Το κουπάκι… (ίδια Μαντείο των Δελφών η Ρουμπίνη)

Χούντα και στραβωμάρα

Ο Θεόκτιστος Λαϊνάς που χάθηκε σε μια Λαμία, ο Βαγιανός (μια οφειλή)

Ο Σιδέρης, ο Παπάζογλου ο Μποτίνος ο Τζόλε

Η Λακωνική, η Νάντια, ο Μιχάλης, η Ράνια, η κυρία Λήδα, οι γυμναστικές επιδείξεις, η μπάντα της κυρίας Νίτσας, ο Ρούπας, τα αγγλικά οι ενοχές της μάνας, ο ευθυτενής κόσμος του πατέρα

Ο Κολωνός λοιπόν, ο θρύλος, η Ελλάδα, η Ελλάδα, η Ελλάδα (που γάμησαν και διέλυσαν οι Εφιάλτες), η Πλάτωνος, η Αλαμάνας, η Διστόμου, η Ευκλείδου, τα Σεπόλια, η πλατεία Βάθη, ο Φίνος, τα ρεμπέτικα του Πειραιά, ο Σταθμός Λαρίσης, ο Σταθμός Πελοποννήσου, το Μεσολόγγι, το Αϊβαλί (ή Κυδωνίες), οι πρόσφυγες του τότε και του σήμερα, οι πολλοί νεκροί στη Ναύπακτο, οι άστεγοι, οι κατατρεγμένοι, η ντροπή μας

Όλοι εσείς εδώ σήμερα και πάντα Η Τζέλα που διαβάζει και διορθώνει τα αιωνίως αδιόρθωτα και ημιτελή

Όλοι όσοι συνεχίζουμε να πέφτουμε να σηκωνόμαστε –σε μία αέναη κίνηση στο αβέβαιο– μέχρι να ξαναπέσουμε με κρότο αφήνοντας σε άλλους ζητωκραυγές και κούφιες βεβαιότητες

Ονόματα, ονόματα, ονόματα μόνον Ποια η λειτουργία καθενός, πώς τα συνθέτουμε, κάποια υπόθεση, μια τάξη στην αφήγηση ακολουθώντας έστω φυσική σειρά από το γενικό και πέρα, (όπως το απαιτούσε ο Αριστοτέλης) τίποτα Μήτε ποίηση μήτε μίμηση Μονάχα δράσεις ασυντόνιστες και μύθοι ανάκατοι (οι αυταπάτες)

Μ’ αυτά αναμετριόμαστε δίχως να προεξοφλεί κανείς τα λογικά μας, αν θα γυρίσουμε στο σπίτι μας παρέα με τον Σάντσο Πάντσα, αν θα γνωρίσουμε κανέναν και ποιος θα θυμηθεί (αχρείαστα) την ύπαρξή μας την ανύπαρκτη

Ο Κολωνός, ο Ολυμπιακός η ζωή μας Σήμερα και πάντα

Από καρδιάς, με την καρδιά και στην καρδιά μου δίνω ένα τέλος (εξ ανάγκης) σε τούτο το μη ποίημα που ημιτελές επρόκειτο να μείνει μια για πάντα

***

Κώστας Α. Κρεμμύδας, Κάπα όπως μακάβριο, Ποίηση, φωτο εξωφύλλου: Βασίλης Πρωτοπαπάς, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, Δεκέμβριος 2019, 16Χ24, αριθμ. έκδοσης: 313, ISBN 978-960-592-095-1, σελ. 168, τιμή 12,72 ευρώ.