Εκείνη την ελπίδα που νόμιζες χαμένη
Την είδα το απόγευμα να φτερουγίζει πάλι
από κλαδί σε κλαδί
με κελαϊδίσματα
που διαπερνούσαν τα κλειστά παράθυρα
Μετά καθόταν πάνω στα χορτάρια
κι έψαχνε
να βρει μαλακά νήματα
Τα ’πιανε με το ράμφος και ’φευγε
προς το παλιό της σπίτι
να ράψει τις μικρές χαραματιές
Σου το ’χα πει
–τον χειμώνα που φοβόσουν–
πως θα ξανάρθει
πριν τελειώσουνε τα ξύλα
Ο γκρεμός κάτω απ’ τα πόδια μας
Περπατάμε πάνω στη λεπτή γραμμή
–σαν κλωστή από ιστό αράχνης–
με όλο μας το βάρος
αγωνιώδη βήματα,
με την ελπίδα
πως κάποτε θα σπάσει,
να μάθουμε επιτέλους
αν έχουμε φτερά
Ολίσθημα
Τώρα που γλίστρησα έξω
είδα
το φεγγάρι κατακόκκινο
και θυμωμένο
σαν να’ ναι κάποιο στόμα
που ξέρει την αλήθεια·
σαν να εκτίει μια ποινή
η ανθρωπότητα
ειρήνη
Πολεμήσαμε πολύ καιρό
Τα κλαδιά των δέντρων που φυτέψαμε
όταν ήμασταν παιδιά
βάρυναν από τους καρπούς·
αγγίξανε το χώμα
Κι εγώ είμαι τόσο κουρασμένη πια
Κουράστηκες κι εσύ κι ας μην το λες
Ήρθε ο καιρός
για να καθίσουμε κάτω απ’ τον ίσκιο
Έλα
να σου μιλήσω τώρα
για τη θάλασσα
Κορίνα Καλούδη