Οκλαδόν με τον χρόνο είναι ο τίτλος της πρώτης ποιητικής συλλογής της Κλεονίκης Δρούγκα. Το εξώφυλλο κοσμεί το έργο του Paul Gauguin, «Arearea» (1892). Εμπνευσμένος από τη ζωή του ζωγράφου στην Ταϊτή, ο πίνακας έχει ως κεντρικό θέμα δύο νέες γυναίκες να κάθονται σε στάση οκλαδόν. Η πρώτη μας κοιτάζει κατάματα αν και κάπως εξεταστικά −υπό γωνίαν−, ενώ η δεύτερη, πίσω δεξιά της, είναι απορροφημένη παίζοντας ένα είδος φλογέρας. Στο πρώτο επίπεδο του πίνακα υπάρχει ένας σκύλος που, μάλλον αμέριμνος, έχει εισέλθει από τα αριστερά, ενώ στο βάθος τρεις γυναικείες μορφές μοιάζουν να μετέχουν σε κάποιο είδος λατρευτικής τελετής μπροστά σε ένα τοτέμ.
Αν και είναι η πρώτη συλλογή της Δρούγκα, θεωρώ ότι η γραφή της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ώριμη καθώς τα ποιήματά της φαίνεται ότι έχουν μεθοδικά σμιλευτεί: Οι εικόνες τους είναι γρήγορες, δοσμένες με οικονομία και με έναν ρυθμό καταιγιστικό ο οποίος, κατά μία έννοια, αντικατοπτρίζει τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου καθώς και τις ανησυχίες του σε μια εποχή που μόνο πηγή ανασφαλειών και διχαστική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί: «μέσα της στάζει όνειρα/ έξω της φορά φίλτρα/ ζυγίζει βλέμματα/ τρίβει λυχνάρια/ δύο ξέχωροι δείχτες/ το μέσα και το έξω» («Δείκτες», σ. 15).
Εύστοχη και η κατανομή των 25 ποιημάτων της συλλογής στις τέσσερις ενότητές της («Θυμοσοφία», «Εποχές», «Σχέσεις», «Να ξέρεις ότι προσπαθώ ζωή»), συνδηλωτικές αφενός της ανάγκης του σύγχρονου ανθρώπου να αντιπαλέψει τις νέες προκλήσεις που το δυστοπικό κλίμα της εποχής εκτοξεύει και αφετέρου να κατανοήσει τον ρόλο του και να αφήσει το αποτύπωμά του, μια ανάγκη παγιωμένη από τις πρώτες γραμμές της ιστορίας του. Ενδεχομένως δε, θα μπορούσε κάποιος αναγνώστης εύλογα να εικάσει ότι οι τίτλοι των ενοτήτων, αποτελούν τις θεματικές των ποιημάτων που ήδη η επόμενη συλλογή της Δρούγκα κυοφορεί (ή οι επόμενες, θα ευχηθούμε).
Κάποια από τα ποιήματα της ενότητας «Θυμοσοφία» («Μην κλωτσάς τη γάτα», «Δισταγμός», «Delete»), θα μπορούσαν να ανήκουν στην ενότητα «Σχέσεις» και το αντίστροφο («Μνήμη», «Το παραπάνω»). Μήπως όμως οι σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας δεν είναι ένας από τους παράγοντες που συμβάλουν στη θυμοσοφία μας; Είναι, επιπλέον, έντονος ο προβληματισμός της Δρούγκα σχετικά με το πόσο η τεχνολογία και γενικά οι νέες τάσεις της ζωής, έχουν επηρεάσει τις σχέσεις των ανθρώπων («Delete», «Από κοντά», «Μάσκα»).
Οι εικόνες των ποιημάτων και ειδικότερα η τοπιογραφία τους αποδίδονται λιτά, με λίγες λέξεις. Είναι σαν ένας ζωγράφος να αφήνει τα χρώματα ενός τοπίου σε κάποιον πίνακά του με κινήσεις γρήγορες μα σίγουρες, αλλά κατά έναν τρόπο μαγικό, οι λεπτομέρειες εμφανίζονται αμέσως μόλις ο καμβάς απορροφήσει το κάθε χρώμα: «μισός ουρανός μπλε, μισός γκρίζος/ δείχνει βροχή/ φτάνοντας στο μονοπάτι» («Η τελευταία φορά ποτέ δεν είναι τελευταία», σ. 23).
Αν ως Αλήθεια μπορεί να νοηθεί η απουσία λήθης, τότε μπορούμε να περιηγηθούμε με πολλούς τρόπους, σε ένα από τα αρτιότερα ποιήματα της συλλογής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μνήμη»: «Πηγάδι από ψέματα η μνήμη/ σκύβεις να δεις τα αθέατα/ αγριόχορτα οι σκέψεις/ μέσα σου/ λείπει ένα μεσημέρι που σ’ εξαγόρασε/ ένα δειλινό που σ’ εγκατέλειψε/ ένα βράδυ που σε αρνήθηκε/ είναι κοντή η μνήμη […] μια πεθαμένη συντηρείς/ κάνεις πως αποσχίζεσαι/ σε θανατώνει.» (σ. 32).
Όταν το Ψέμα πρότεινε στην Αλήθεια να κολυμπήσουν μαζί σε ένα πηγάδι, εκείνη, αν και καχύποπτη, δεν φαντάστηκε ότι θα την ξεγελάσει βγαίνοντας και κλέβοντας τα ρούχα της. Τότε η Αλήθεια θυμωμένη βγήκε γυμνή απ’ το πηγάδι αναζητώντας το Ψέμα ώστε να πάρει πίσω τα ρούχα της. Ο κόσμος που την έβλεπε γυμνή, έστρεφε αλλού το βλέμμα του είτε από ντροπή είτε από θυμό. Έτσι, η Αλήθεια ντροπιασμένη, επέστρεψε στο πηγάδι και κρύφτηκε εκεί για πάντα, ενώ το Ψέμα έκτοτε γυρίζει ανενόχλητο και ντυμένο ως Αλήθεια, ικανοποιώντας τις ανάγκες και τη βολή του κόσμου που με κανένα τρόπο δεν θέλει να δει την Αλήθεια γυμνή. Το θέμα αυτό απέδωσε εύστοχα στον καμβά ο Γάλλος ζωγράφος Jean-Léon Gérôme (1896). (Ο Gérôme έφτιαξε τουλάχιστον τέσσερις πίνακες που προσωποποιούσαν την Αλήθεια ως γυμνή γυναίκα, είτε στο βάθος ενός πηγαδιού είτε τη στιγμή που βγαίνει από ένα πηγάδι. Έχει μάλιστα ειπωθεί ότι εμπνεύστηκε το θέμα του από έναν αφορισμό του φιλοσόφου Δημόκριτου: «Δεν γνωρίζουμε τίποτα στην πραγματικότητα, επειδή η αλήθεια βρίσκεται στον βυθό»).
Αναρωτώμενος κάποιος αναγνώστης για το αν το ποίημα μπορεί να ισχύσει και για τη συνολική μνήμη −ενός λαού ή μίας ομάδας ανθρώπων−, ενδεχομένως να έρθει αντιμέτωπος με δυσάρεστα συναισθήματα.
Μάλιστα, το μότο του επόμενου ποιήματος −από τον πρώτο στίχο του οποίου αντλεί και τον τίτλο της η συλλογή− μοιάζει να συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο: «Να έχεις στο μυαλό σου πως υπάρχουν πηγάδια απύθμενα·/ με αυτήν την αλήθεια/ να ξεκλειδώνεις τους ανθρώπους.» («Το παραπάνω» σ. 32).
Στα θετικά της συλλογής θα πρέπει να προσμετρηθεί και η διάθεση της Δρούγκα να σκηνοθετήσει τα ποιήματά της, ιδιαίτερα καθώς χρησιμοποιεί την αναδρομή (flashback). Έτσι, στο ποίημα «Ο απολογισμός» (σ. 19), μια βιτρίνα σε κάποια στάση λεωφορείων, γίνεται αφορμή για έναν απρόσμενο απολογισμό και για μία από τις καλύτερες καταληκτικές στροφές της συλλογής: «Στάση παλιά Σαλαμίνα/ στην ίδια βιτρίνα μπροστά/ μετρά τη ζωή της χωρίς να βγάλει λέξη/ η μνήμη τής ανήκει/ στο μεταξύ γάμος δουλειά/ καυγάδες αγκαλιές θλίψη χαρά/ μια έκρηξη μέσα της την αφήνει απανθρακωμένη». Κατά τον ίδιο τρόπο εντυπωσιάζει η σκηνοθεσία του ποιήματος «Γενέθλια» (σ. 39), στο πρώτο μέρος του οποίου, το ποιητικό υποκείμενο, διατρέχοντας ταχύτατα τις δεκαετίες, φτάνει στο παρόν όπου από τη μία καταγράφονται οι σκέψεις του ενώ ταυτόχρονα, σε δεύτερο πλάνο, η παρέα των καλεσμένων τραγουδά εν χορώ το ευχετήριο τραγούδι, λίγο πριν σβήσει τα κεράκια της τούρτας γενεθλίων· και όλα αυτά συμβαίνουν σε μισό περίπου λεπτό της ώρας.
Φτάνοντας στους τελευταίους στίχους της συλλογής, προσπάθησα να διακρίνω αν το μήνυμα που θέλει να μας αφήσει, είναι αισιόδοξο ή όχι: «μάταια βασανίζεσαι να ξεχωρίσεις τη ζημιά απ’ το κέρδος/ η επόμενη ανατολή θα φέρει πάλι φως» («Νομοτέλεια», σ. 42). Μάλλον ναι, είναι η απάντηση. Η Δρούγκα γνωρίζει ότι η ωριμότητα είναι δώρο που ούτε δεδομένο είναι, ούτε χαρίζεται, αλλά κατακτάται με αντάλλαγμα τη σκληρή προσπάθεια και τον χρόνο που αδειάζει στην κλεψύδρα μας. Άλλωστε ο τίτλος της τελευταίας ενότητας είναι «Να ξέρεις ότι προσπαθώ, ζωή».
Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου
[Κλεονίκη Δρούγκα ‘Οκλαδόν με τον χρόνο’, Ποίηση, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, Απρίλιος 2022, σελ. 48]