3.11.19. Κυριακή. Είχα δυο μήνες να πάω στο παζάρι. Έχει επεκταθεί –σαν τον Ερντογάν– σε όλο το Βοτανικό. Βγήκαν οι πωλητές από τα εγκαταλειμμένα κτίρια και τις μισογκρεμισμένες αποθήκες όπου πλήρωναν κι ένα χαράτσι στους επιτήδειους κι όλοι στο πεζοδρόμιο. Όλη η Αγία Άννης ένα γυφτομάνι. Όλο το σκουπιδαριό, όλα τα κλεψιμέικα, ένα απίστευτο πράγμα. Ακόμη κι η πελατεία έχει κάπως αλλάξει. Λείπουν οι διανοούμενοι που ψάχνουν τα σπάνια βιβλία και τα τιμαλφή. Mια απίστευτη μάζα φτωχολογιάς και προσφυγίνες με μαντήλια και παιδιά, πάλι οι ζωντανές όρνιθες μέσα σε άθλια κλουβιά κι ένα γυφτάκι γυμνό από τη μέση και πάνω γλείφει ένα λεμόνι και κάνει γκριμάτσες, είναι για βίντεο και σινεμά και βγαίνει στο δρόμο, έιιιιιι θα σε πατήσουν λέω κι ακούω ένα κραχ, διαλύθηκαν οι ρόδες από το καροτσάκι μου από έναν απρόσεχτο οδηγό. Κι έχω φορτωθεί τόσο πράγματα. Τώρα τι κάνουμε;
Μια γυφτοπούλα μου δίνει μία μεγάλη σακούλα της δίνω δέκα σεντς και ένα φιλί μπουρμπουάρ κι ήταν ωραία και σέξι με το βυζί ελεύθερο και το χρυσό της δόντι.
Χωρίς καρότσι πια σέρνω τώρα μια μεγάλη σακούλα σαν είλωτας, στην ευρύτερη περιοχή. Τα παλιά χρόνια υπήρχαν εδώ τα πλινθοκεραμοποιεία για τις ανάγκες της οικοδομικής δραστηριότητας της Αθήνας, σκλάβοι πολλοί και μάστορες με εργαλεία, τώρα τρίκυκλα φορτώνουν και ξεφορτώνουν, σαμπρέλες, στρώματα και σαβούρα κι εγώ σέρνω πάντα με την κήλη μου μια τεράστια σακούλα.
–Ε κύριε σου πέφτουν τα βιβλία!
Δύσκολη επιλογή: Παναθηναϊκός μπάσκετ στην τηλεόραση στις έξι το απόγευμα ή ανοιχτή σύσκεψη των μελών του Ρουβίκωνα την ίδια ώρα στο Εμπρός. Τι κάνουμε τώρα; Τον ΠΑΟ ή τον Ρουβίκωνα; Τριφυλλάτη μοναξιά ή επαναστατική γυμναστική; Είδα το ματσάκι τελικά με τη Λάρισα και συναντηθήκαμε με το Τζορτζ για να πάμε στο στέκι Αντίπνοια όπου υπάρχει ρεμπέτικη μουσική για τη συγκέντρωση χρημάτων συντρόφου που αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας. Η πλειοψηφία γυναίκες. Όποιος δεν κινείται δεν αντιλαμβάνεται τις αλυσίδες του. Νεαρές γυναίκες. Στα μάτια κοιταζόμαστε μα μεταξύ μας ξένοι. Κοπέλες απελευθερωμένες. Ζήσε για το τίποτα πολέμα για τα πάντα. Αγόρασα κι ένα βιβλίο «Σομαλοί πειρατές στις ακτές», την ώρα που οι σύντροφοι ρεμπέτες έπαιζαν Καίγομαι ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά.
4.11.19. Δευτέρα Η ώρα τις κρίσεως. Πηγαίνω στη Μιχαλακοπούλου που είναι το Κέντρο Ιστολογίας να πάρω τις εξετάσεις από τη βιοψία με συγκρατημένη αισιοδοξία γιατί με βλέπω καλά. Πάλι βρέχει, πάλι γίνομαι μούσκεμα. Με πιτσιλάει ένα αυτοκίνητο που παρκάρει βγαίνει ένας παπάδαρος, νέος, κομψός, μυρωδάτος. Ιδέα δεν πήραν οι χριστιανοί αυτοί από την οικονομική κρίση. Παίρνω το γράμμα της βιοψίας από το ιστολογικό κέντρο, σαχλαμαρίζω γλοιωδώς με τη γραμματέα, το ανοίγω δεν υπάρχουν κακοήθειες, α τι ωραία, τέλος τα άγχη! Μόνο κάποια ελικοβακτηρίδια έχουν εγκατασταθεί εντός μου, αλλά υποθέτω ότι μπορώ να φάω αυγά τηγανιτά με μπέικον, μπορώ να δοκιμάσω πάλι φασιανό και παγώνια γεμιστά με σαμπάνια. Η ζωή είναι τόσο ωραία.
Πριν κατέβω στη στάση Κατερίνα στη Χαραυγή ρωτάω πού είναι οι περίφημες ταβέρνες με τα ψαρικά, «εδώ είναι» μου λέει ένας ηλικιωμένος, «αλλά τι τα θες; έχουν γίνει πατσαβούρες τώρα».
Στη στάση ρωτάω για την Τσιμισκή και μια κυρία ηλικίας με μάτια γεμάτα μέλι με παίρνει σχεδόν από το χέρι και μου δείχνει που ακριβώς είναι το ΙΚΑ.
Ο στομαχολόγος είναι ευχαριστημένος, μου λέει «κάναμε δύο δύσκολες εξετάσεις ήταν καλές, δεν υπάρχει πια κακοήθης αναιμία αλλά πρέπει να σου γράψω μία αγωγή για να αντιμετωπίσουμε τα ελικοβακτηρίδια πυλωρού (χρώση Giemsa) που σε αναστάτωσαν».
Ούφ αυτό το θέρος με θέρισαν οι γαστρεντερίτιδες, ούτε 100 μπάνια δεν πρόλαβα να κάνω! Πέρυσι, καλοκαίρι καιρό, υπέφερα από φοβερή γρίπη και το προπερσινό καλοκαίρι πήγε στράφι με έναν επίμονο έρπη ζωστήρα. Ε μα πια!
Δημήτρης Τζουμάκας