Όταν αρχίσανε να θαμπώνουν τα γράμματα, να γίνονται πιο μικρά και πιο θολά, συνήθισα να κλείνω τα βιβλία βαρύθυμη. Κανείς πια δεν γράφει τίποτα ενδιαφέρον! Κανένα σπουδαίο βιβλίο, να με κρατήσει ξάγρυπνη τη νύχτα, όπως τότε όταν ακόμη πήγαινα σχολείο, αλλά κι αργότερα που σερνόμουνα κομμάτια στο γραφείο, αιχμάλωτη κάποιας υπόθεσης λογοτεχνικού χαρακτήρα. Αισθηματικά, κοινωνικά, φιλοσοφικά, αστυνομικά, επιστημονικά! Άπειρα τα προβλήματα των ανθρώπων!
Μάλλον θα είναι μια φάση της ζωής μου, παραδεχόμουνα κατηφής, και καταχώνιαζα κάπου την καινούρια ιατρική συνταγή, ανάμεσα σε έγγραφα και εξετάσεις – αιματολογικές, γυναικολογικές, νευρολογικές κλπ. Θα δώσω ευκαιρία σε άλλες ευχάριστες, διασκεδαστικές δραστηριότητες της ζωής, αποφάσισα.
Ωστόσο – συνέβη εκείνο το ατύχημα, ήρθαν και αλλαγές στην οικογενειακή κατάσταση, κάποιες συνάψεις μετατοπίστηκαν ελαφρά (κώδικες μυστηριώδεις) – τα αγόρασα τελικά, μέσα στη θήκη τους τη ροζ, όπου για κάποιο λόγο τα έβαλε η πωλήτρια. Από την ίδια εκείνη στιγμή, ταχτοποίησα την καινούρια θήκη προσεκτικά μέσα στην τσάντα μου και στη συνέχεια τη μετέφερα ευσυνείδητα από τη μία τσάντα στην άλλη, μαζί με το πορτοφόλι, το σημειωματάριο, το πακέτο τα χαρτομάντιλα και το στυλό – άλλοτε με καπάκι, άλλοτε αυτόν, που κλικ!, πατάς και βγαίνει η μύτη, μαύρη, μπλε, κόκκινη, πράσινη κι άλλα ευχάριστα χρώματα.
Έχει περάσει καιρός από τότε και σήμερα το πρωί – Σάββατο, δεν πηγαίνω για δουλειά, το σπίτι είναι ήσυχο, όλοι λείπουν, φύγανε κι αφήσανε την άδεια φωλιά να βουλιάζει όλο να βουλιάζει στη σιωπή – τα έβγαλα δειλά απ’ τον ύπνο τους. (Ένας κοκκινωπός σκελετός, να γιατί διάλεξε η υπάλληλος αυτή τη ροζ, ωραία θήκη).
Είχα αγοράσει ένα πολύ σπουδαίο βιβλίο, απ’ τα σπουδαιότερα της παγκόσμιας τέχνης – φτάνει πια με τις σειρές και τα ανόητα καμώματα των ηρώων, φτάνει η οθόνη του υπολογιστή με τα άπειρα σκουπίδια, πόσο χρόνο κι ενέργεια πια για να σκάψεις, να ξεδιαλέξεις, να διακρίνεις τα φαγώσιμα. Ήθελα να διαβάσω το βιβλίο, να δω αν όντως είναι τόσο σπουδαίο όσο άκουσα να συζητούν μεταξύ τους εκστασιασμένοι εκείνοι οι πολύ αξιόλογοι συνάδελφοι, που μπροστά τους νιώθω ανεπαρκής. Όμως οι δυο πρώτες σελίδες κουραστικές, μικρά θολά γράμματα, πυκνή γραμματοσειρά, κακή ποιότητα του χαρτιού και της έκδοσης.
Αλλά είπα· το σπίτι σιωπηλό, η μέρα μεγάλη και τίποτα πουθενά διασκεδαστικό. Τα φόρεσα τελικά μπροστά απ’ τη μύτη μου.
Πώς καθαρίσανε τα γράμματα, πώς γίνανε στρογγυλά και μεγάλα, ένα μέγεθος που νόμιζα πως δεν υπήρχε πια! Τα υπέροχα κατεβατά των παιδικών μου χρόνων! Τότε που άνοιγα τα σχολικά – έχω διάβασμα μητέρα – κι αποκάτω σκεπασμένο το μυθιστόρημα. (Αλίμονό μου αν το έπαιρνε είδηση η Ταχυτέρα, όπως τη φωνάζαμε μεταξύ μας στην οικογένεια, τρομαγμένοι απ’ την ταχύτητά της).
Παραμέρισα τη θήκη τους και τα ακούμπησα δίπλα στο βιβλίο, αυτό το εξαιρετικό βιβλίο που επιτέλους μπορώ να το διαβάσω με ευχαρίστηση. Πόσα βιβλία σπουδαία έχασα στα χρόνια της άρνησης δεν θα το σκεφτώ, αφού τώρα με περιμένει μια δεύτερη, πιο ώριμη εποχή ανάγνωσης φορώντας τα γυαλιά μου.
Ελένη Γούλα