Μετά την απόλυτη επιτυχία το πρώτου του μυθιστορήματος «Μαρίκες», ο Φραγκάκης έρχεται να μας αιφνιδιάσει με το καινούργιο του έργο. Πρόκειται για μια πολύπλοκη και περίεργη ιστορία. Αν θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε τις «Μαρίκες» σαν ένα ταξίδι στον Χώρο, σαν επιστροφή στις ιδιαίτερες πατρίδες τις καρδιάς μας, το «Τώρα», είναι ταξίδι μέσα στον Χρόνο, μια επιστροφή προς τα πίσω, για να γίνει επαναξιολόγηση ανθρώπων, προσωπικοτήτων και έργων τέχνης, μια αποτίμηση γεγονότων, μια αναδρομή προς τα ενδόμυχα του εαυτού μας. Είναι πολύ κατατοπιστική η προσέγγιση του Άλκη Αναγνωστάκου που διαβάζουμε στο εξώφυλλο του βιβλίου.
«Με τα πρώτα λόγια του βιβλίου, καταλαβαίνουμε πως αυτό που θα ακολουθήσει είναι κάτι εκρηκτικό, ένα αντι-μυθιστόρημα θα έλεγε κανείς, το πιο αντισυμβατικό κείμενο του συγγραφέα μέχρι «Τώρα», ένα κείμενο πλημμυρισμένο από καταιγιστικό χιούμορ, ανελέητο αυτοσαρκασμό, ποιητικότητα και στοχασμό. Και φυσικά δράση και εξαιρετικούς ζωντανούς διαλόγους, κάτι που γνωρίσαμε στο προηγούμενο πεζό του, τις «Μαρίκες».
Είναι η ιστορία του Ιούλιου Βερνίκου, μια κατάδυση στην προσωπική του άβυσσο, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον προηγούμενο αιώνα και τα ναυάγιά του, φιλίες, θανάτους, έρωτες, αποχωρισμούς, οράματα, διαψεύσεις, μνήμες από το παρελθόν αλλά και από το μέλλον, με φρενήρεις κινηματογραφικούς ρυθμούς και πολλή μουσική.
Γραμμένο έτσι όπως λειτουργεί η σκέψη, αυτόματα, αυθαίρετα και άναρχα, δημιουργεί ένα χαοτικό σύμπαν όμοιο με αυτό που επικρατεί στον εγκέφαλό μας, βγαίνει από μια πόρτα του μυαλού και εισέρχεται σε μια άλλη και αυτό συνεχίζεται διαρκώς μέσα στο λαβύρινθο της μνήμης και των συνειρμών χωρίς χωροχρονική «συνέχεια».
Ο Φραγκάκης, χρησιμοποιεί τα υλικά του για να συνθέσει μια αυτομυθοπλασία, ένα οντολογικό έργο, μια σπουδή πάνω στην Ύπαρξη και το Χρόνο. (Άλκης Αναγνωστάκος, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)»
Το «Τώρα» δεν είναι εύκολο βιβλίο. Σίγουρα δεν είναι το μυθιστόρημα που θα θέλατε να πάρετε μαζί σας στην παραλία. Ακόμη στην σελ. 71 , ο ήρωας του, ο Ιούλιος Βερνίκος έμμεσα μας προειδοποιεί με μια δήθεν κριτική στην «Λιτερατούρναγια γκαζέτα», μας δηλώνει με αυτοσαρκασμό: «πως θα αλλάξει τον τρόπο ανάγνωσής μας» , μας προαναγγείλει μ άλλα λόγια αυτό που θα ακολουθήσει. Και πράγματι το βιβλίο είναι για ανάγνωση πολλαπλών ταχυτήτων. Σχεδόν απνευστί και με αγωνία διαβάζουμε τις ιστορίες με τα φλερτ του ήρωα, ή τις σκηνές δράσης. Εντελώς διαφορετικά προσεγγίζουμε τις ατελείωτες, γραμμένες πολλές φορές με αυτοσαρκασμό αναλύσεις της πολύπλοκης προσωπικότητάς του ήρωα, εμπλουτισμένες με σχολιασμούς σκέψεις στοχασμούς , όπου θα θέλαμε να έχουμε όλη την άνεση χρόνου, για να απολαύσουμε, μα και να μπούμε στο νόημα και στο πνεύμα της γραφής. Μοιάζουν με δοκίμια πάνω σε συγκεκριμένο θέμα, όπου οι εκρηκτικοί συνειρμοί, μας οδηγούν σε καινούργιους, αλυσιδωτά συνδεδεμένους κόσμους ιδεών και παραστάσεων.
Εντελώς με άλλον τρόπο διαβάζουμε τις σειρές γραμμένες με πλαγία γραφή όπου υπερισχύουν τα ποιητικά στοιχεία και οι εσωτερικοί μονόλογοι. Οι τρεις αυτοί τρόποι ανάγνωσης, μα ουσιαστικά αφήγησης, αλληλο συμπληρώνονται κι επεξηγούν ο ένας τον άλλον.
Η βασική πλοκή είναι διάφορα περιστατικά από την πλούσια και περιπετειώδη ζωή του ήρωα και των φίλων του. Κι ενώ κάποιες στιγμές θυμίζουν τα μυθιστορήματα ενηλικίωσης, όπου ο νεαρός κι άπειρος ήρωας πρόκειται να ωριμάσει, να κατανοήσει και να μυηθεί στα μεγάλα μυστικά της ζωής, εδώ οι σειρές αυτές είναι γραμμένες κι εμπλουτισμένες με την πείρα, μα και με το περιπαικτικό βλέμμα ενός πενηντάχρονου, που προαναγγέλλει τις συνέπειες των πράξεών του που δεν είναι κι εντελώς αθώες: συμμετοχή στις οδομαχίες στο Λίβανο, όπου βρίσκεται σε μυστική αποστολή ευτυχώς γι ένα μήνα μόνο, για να μην χάσει ο ήρωας και τις διακοπές του τον Αύγουστο (όπως αυτοσαρκάζεται ο ίδιος). Πηγαίνει ταξίδι στο Δουβλίνο, όπου τα πίνει με πρώην μαχητές του ΙΡΑ και τραγουδάει μαζί τους ιρλανδικές επαναστατικές μπαλάδες, πρώτα για τον Boby Sands και μετά γραμμένες από τον ίδιο τον Boby Sands (και για τους νεότερους θα εξηγήσουμε πως πρόκειται για μαχητή του ΙΡΑ, που πέθανε στις φυλακές, μετά από τρίμηνη απεργία πείνας.) Συμμετέχει σε ριψοκίνδυνες ορειβατικές αποστολές σε κορυφές με ύψος άνω των 8000 μέτρων κάνει ταξίδια – στην ουσία προσκυνήματα, στη Νέα Ορλεάνη, στη Τζαμάικα, στην Κούβα, στη Νορβηγία, παντού όπου των οδηγούν οι επαναστατικές, μα και οι καλλιτεχνικές του μνήμες. Μπροστά μας ξετυλίγονται ερωτικές ιστορίες με μοιραίες γυναίκες, κάποιες από τις οποίες με ισχυρό χαρακτήρα, κάτι που θα τις κάνει αξεπέραστες και συνεχώς θα επιστρέφει ο νους του κι οι πόθοι του σε αυτές, όπως η Γεωργία, η Τζο η Τζιλ, η Ζανέτ, όπως και πολλές άλλες γυναίκες που πότε είναι εύθυμες και δοτικές αγγλιδούλες, πότε λέγονται Λίτσα – η κόρη του χαφιέ θυρωρού που την εξιδανικεύει σε Λίζα. Πρόκειται για ιστορίες περίεργες, συχνά χωρίς αρχή και τέλος, που τελικά δεν ξέρεις αν συνέβησαν πραγματικά, ή μοναχά στην φαντασία του ήρωα, κάτι που και ο ίδιος δεν ξέρει αν έγιναν μέσα στην αλκοολική ή στην ενδοψυχοαναλυτική παραζάλη του. Επιμένω: Αυτές οι σελίδες ξετρελαίνουν τον αναγνώστη, τις διαβάζει μονορούφι και σίγουρα θα ήθελε μετά να τηλεφωνήσει στον συγγραφέα για επιβεβαίωση, για να τον ρωτήσει αν όντως είναι πραγματικές , ή πρόκειται για μυθοπλασία, κάτι που ομολογώ, έκανα κι ο ίδιος.
Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως, παρουσιάζουν οι υπόλοιπες σελίδες, εκείνες που είναι γραμμένες απ’ αφορμή των προηγούμενων, που τις φέρνουν οι συνειρμοί, που αποτελούν ανάλυση και στοχασμός, που είναι πλούσιες σε ενδιαφέρουσες, πρωτότυπες και εκκεντρικές καμιά φορά ιδέες. Όπου το κείμενο φέρνει μουσικούς συνειρμούς και τα ακούσματα προκαλούν σκέψεις. Είναι ιδιαίτερα έντονη η παρουσία της ροκ μουσικής στο βιβλίο, και συγκεκριμένα των Pink Floyd στους οποίους αναφέρεται τόσο στην μουσική τους, μα και στην ταινία «Wall» σκηνοθετημένη – κι αυτό έχει σημασία για ένα τμήμα της πλοκής, από τον Άλεν Πάρκερ. Τα σουρεαλιστικά στοιχεία του βιβλίου παραπέμπουν σε παρόμοια στοιχεία στην ταινία «Wall» ειδικά εκεί που βλέπαμε τις ερωτικές περιπτύξεις των λουλουδιών σε κινούμενα σχέδια, ή την κρεατομηχανή, προς την οποία οδεύανε οι μαθητές, τραγουδώντας το “We don’t need now education”.
Αναζητώντας τον εαυτό του, ψάχνοντας στα πιο δύσβατα μονοπάτια της αυτογνωσίας, ο ήρωας περιφέρεται σε ένα ψυχεδελικό περιβάλλον, όπου ζωή κι όνειρο είναι το ίδιο. Μόνο που, εδώ έχει εξελιχτεί σε «Όνειρο και θάνατος» είναι, το ίδιο αφού ο ίδιος ο ήρωας δεν είναι σίγουρος για τον εαυτό του, αν είναι ζωντανός ή νεκρός, αν ονειρεύεται ή ταξιδεύει στις άλλες διαστάσεις, πέρα από αυτές του Χρόνου και της Ύπαρξης. Ο ήρωας, αν και ον χωρίς σκιά, μια που μπορεί κι ίδιος να είναι σκιά, δηλαδή νεκρός, περιφέρεται με άνεση ανάμεσα στις διάφορες πραγματικότητες, πότε ζωντανός, πότε νεκρός, πότε έγκλειστος ή υπό την επήρεια ουσιών ή αλκοόλης . Ο Φραγκάκης φλερτάρει με τις πιο μοντέρνες θεωρίες της Φυσικής, που ασχολούνται με τον Χωροχρόνο. Γι αυτόν ο μη υλικός κόσμος έχει υλικές προεκτάσεις και λειτουργεί αδικαιολόγητα, αναίτια, μη τεκμηριωμένα, πότε σαν Μαύρη τρύπα που τα καταπίνει όλα, και πότε σαν μια χαραμάδα ανάμεσα στις διαστάσεις της ύλης, που τον εκβράζει είτε στο Θέατρο σκιών είτε στην Αυλή των θαυμάτων. Η μη υλική υπόστασή του επιτρέπει σαν τον Οδυσσέα στη Νέκυια να συναντάει και να συνομιλεί με άλλους μεγάλους νεκρούς – με τον Τσε, τον Τρότσκι, τον Μπελογιάννη, τον Πλουμπίδη.
Η πορεία του μπορεί να είναι κι ένα Deja vou με αναμνήσεις από το μέλλον, σαν προαίσθημα για γεγονότα που ακόμη δεν έχουν γίνει, μα τα οποία οραματίζεται, με τις πιο συναρπαστικές λεπτομέρειες.
Ο ήρωας του πότε είναι εξοργισμένος νέος αγωνιστής, πότε μας χαιρετάει χαμογελαστός με το καπελάκι του, σαν το χαριτωμένο παιδάκι στο εξώφυλλο, ένας Πίτερ Παν, που τον έχουν εγκαταλείψει πάνω στη σημαδούρα που ορίζει το σημείο μηδέν στους παγκόσμιους χάρτες εκεί που ο μηδενικός μεσημβρινός, συναντάει τον ισημερινό, που άνετα μπορεί να είναι και η απαρχή του Τίποτα, το οποίο για τον ίδιο αρχινά ο Χωροχρόνος, ή όπως ο ίδιος περιπαικτικά αναφέρεται στο χαμένο γράμμα του Έγκελς – «Στο τίποτα οφείλουμε την ύπαρξή μας αγαπητέ Ιούλιε… Σε ένα τίποτα και στην τύχη…» και συνεχίζει: «Κι αν είμαστε τυχεροί, στο τίποτα θα επιστρέψουμε μια μέρα.»
Το περίεργο είναι, πως αν και ο ήρωάς του δεν έχει σκιά, νιώθε συνεχώς κάποιον να τον ακολουθεί σαν σκιά, να τον παρακολουθεί, σαν εφιάλτης που επιστρέφει ξανά και ξανά και που δεν είναι άλλος, μα ένας συμπαθητικός στην όψη ηλικιωμένος κύριος που κουτσαίνει ελαφρά, μα είναι στην πραγματικότητα ο αφάνταστα σκληρός συνταγματάρχης της KGB. Στους εφιάλτες του ήρωα, εμφανίζεται συνεχώς, σαν αλληγορία κι ένα πειρατικό, που μάλλον ανήκει κι αυτό στον κόσμο του Neverland, μαζί με τα ψυχεδελικά ακούσματα του ρεφρέν « I ‘m the egg man, I ‘m the walrus»
Αν και ο τίτλος του βιβλίου είναι «Τώρα», το περιεχόμενο δεν παραπέμπει στο παρόν. Το τώρα είναι η στιγμή που η Ιστορία, (στην προκειμένη περίπτωση του προηγούμενου αιώνα) συναντάει το Πεπρωμένο κι ακριβώς αυτή την στιγμή αναζητάει ο Βερνίκιος, την αναπολεί στο θολωμένο του μυαλό, θέλει να την βιώσει ο ίδιος και οδηγεί τον αναγνώστη σε καταστάσεις όπου η μυθοπλασία, κι η σκληρή πραγματικότητα πάνε χέρι με χέρι, ή για να το πούμε πιο εντυπωσιακά, όπου η φαντασία συναντάει τον ιστορικό υλισμό, σε μια περίεργη συνύπαρξη, που γοητεύει και εξιτάρει. Το τώρα είναι η στιγμή της αποτίμησης και κατανόησης των γεγονότων , που γίνεται όμως όχι μέσω της λογικής, μα μέσω του συναισθήματος, που για τους τραγικούς ήρωες, στις αρχαίες τραγωδίες στους οποίους ο σκηνοθέτης Φραγκάκης αναπόφευκτα αναφέρεται, είναι οι στιγμές που ολοκληρώνεται μέσα τους η κάθαρση. Οι στιγμές αυτές μοιάζουν με κόκκινη έκρηξη μέσα στο βαθύ μαύρο της μη ύπαρξης, όπως πολύ εύστοχα απεικονίζονται στον πίνακα της Ελένης Παράβα, που στολίζει το εξώφυλλο του βιβλίου.
Μιλώντας για την λογοτεχνική φόρμα του βιβλίου, απαραίτητα θα αναφερθούμε και στις παρωδούς – το λυρικό τμήμα του αρχαίου, θεατρικού έργου που τραγουδούσε ο χορός κατά την είσοδό του, και δεν μιλάω μόνο για τα κείμενα γραμμένα με πλαγία γραφή, μα για ολόκληρα κεφάλαια, που γίνονται η αφορμή είτε για να δώσουν καινούργια κατεύθυνση στην αφήγηση, είτε για πολλαπλά σχόλια και αυτοσχεδιασμούς, όπως στην τζαζ, όταν εισάγεται καινούργιο μοτίβο και μετά αρχιζουνε οι παραλλαγές μα και οι στοχασμοί πάνω στο θέμα. Τέτοια κεφάλαια είναι το: «Black Jack του σαραντάκοπου», το «Περί μύγας» με τα δύο μέρη του: Α. Τα στερεότυπα και Β. Μικρό όργανο για τη Μύγα», το «Η μαγεία της διαπροσωπικής επικοινωνίας» όπως και το πρωτοποριακό, μια που το θέμα αυτό εμφανίστηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια και δεν γνωρίζω άλλος να έχει ασχοληθεί το: «Κορρεκτορικά»
Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά γι αυτό το περίεργο, μα σπουδαίο βιβλίο, που εισαγάγει καινούργιες απόψεις και τεχνοτροπίες για την γραφή, που είναι γραμμένο όχι για να ψυχαγωγήσει, μα για να προβληματίσει, με ψυχαγωγικό όμως τρόπο, ένα φιλοσοφικό, μα και πολιτικό βιβλίο, που αντανακλάει καινούργιες, πρωτοποριακές απόψεις για την φόρμα του μυθιστορήματος.
Χρήστος Χαρτοματσίδης
[Ηλίας Φραγκάκης «Τώρα» εκδόσεις ΟΤΑΝ αρ. σελ445]