Πίσω από το γραφείο της Δέσποινας η καφετιέρα έχει ζεστό φρέσκο καφέ. Γεμίζω μια κούπα και ακούω την πρωινή συζήτηση πριν ανέβω για το γραφείο μου στον πρώτο όροφο. Μιλάνε για τους μετανάστες που ήρθαν πριν λίγες μέρες και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στο κλειστό γήπεδο του μπάσκετ, λίγο πιο κάτω από το κτίριο. Ήρθαν γύρω στα δέκα λεωφορεία με Σύριους. Η Βίκυ λέει πόσο τους λυπήθηκε που τους είδε όταν τους έφερναν. Γυναίκες και μικρά παιδιά και γέροι άνθρωποι όλοι ξεσπιτωμένοι. Ο Ανδρέας επιμένει ότι έπρεπε να μείνουν στη χώρα τους και να πολεμήσουν και όχι να φύγουν μόλις ξέσπασε πόλεμος. Η Λίλη μάς προτρέπει να μαζέψουμε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης και τα υπόλοιπα κορίτσια συμφωνούν, ενώ ο Ανδρέας είναι διστακτικός. Εγώ έχω δουλειά και φεύγω πριν κρυώσει ο καφές μου.
Με την κούπα στο χέρι ανεβαίνω τη σκάλα. Οι φωνές από το γραφείο όπου είναι μαζεμένοι οι υπόλοιποι με ακολουθούν, ενώ η άκρη του ματιού μου πιάνει ένα σκούρο σημάδι επάνω στον τοίχο. Είναι το χαζό σκαθάρι, που βλέπω εδώ και μέρες, απλώς σήμερα έχει μετακινηθεί από την αρχική του θέση. Είχα σκεφτεί από την πρώτη στιγμή που το πρόσεξα να το πιάσω και να το βγάλω έξω για να βρει τροφή, αλλά θυμήθηκα μια από τις βασικές αρχές της επιβίωσης που είχα μόνη μου ανακαλύψει και που βασιζόταν σε πραγματικά περιστατικά. Η αρχή του «η Φύση έχει φροντίσει για όλα» ή αλλιώς «κοίτα τη δουλειά σου» είχε διατυπωθεί μετά από την παρέμβασή μου στον μικρόκοσμο που είχε αναπτυχθεί πίσω από μια γλάστρα σε μια γωνία στο μπαλκόνι, όταν μια αράχνη είχε πλησιάσει και είχε αρχίσει να τυλίγει στον ιστό της μια πασχαλίτσα. Ξεκόλλησα την πασχαλίτσα και την άφησα κάτω να φύγει, ενώ η αράχνη μαζεύτηκε στην άκρη του ιστού της. Μετά από ώρα που πέρασα από το ίδιο σημείο, βρήκα την πασχαλίτσα αναποδογυρισμένη και ψόφια, και την αράχνη άφαντη. Το συμπέρασμα ήταν ότι η πασχαλίτσα πέθανε ούτως ή άλλως και η αράχνη έμεινε νηστική, επειδή εξάντλησα κάθε ίχνος ευαισθησίας που είχα. Με αυτές τις σκέψεις παράτησα το ζωύφιο στη θέση του, κολλημένο στον τοίχο και συνέχισα να ανεβαίνω τα σκαλοπάτια.
Από τα παράθυρα του γραφείου μπαίνει ένα χλωμό φως σαν αντηλιά. Ανοίγω τον υπολογιστή και οι ειδοποιήσεις των e-mails χτυπάνε κατά ριπές λόγω του σαββατοκύριακου που μεσολάβησε. Αφήνω τον καφέ και παίρνω μια κόλλα χαρτί. Γυρίζω πίσω στην σκάλα.
Με τη βοήθεια του χαρτιού μαζεύω προσεκτικά το σκαθάρι που έχει γυρίσει ανάποδα και προσπαθεί να επιστρέψει στην αρχική του θέση και κρατώντας το στο ύψος των ματιών μου, ανεβαίνω τα σκαλιά, διασχίζω το διάδρομο και επιστρέφω στο γραφείο. Ανοίγω το παράθυρο, τινάζω απαλά το χαρτί και το έντομο ίπταται για λίγο προς τα πάνω και αμέσως μετά αρχίζει την καθοδική του πορεία. Λες να έχει φτερά, να τα ανοίξει και να πετάξει σαν τις πασχαλίτσες; Όμως εκείνο συνεχίζει να πέφτει. Τα μάτια μου το ακολουθούν καθώς προσγειώνεται στη σκεπή του δώματος, τρία μέτρα πιο χαμηλά από το παράθυρο. Προσγειώνεται ανάποδα, με τα πόδια προς τα πάνω, ενώ παρακολουθώ την εναγώνια προσπάθειά του να γυρίσει. Μια μαύρη κουκίδα στα κόκκινα κεραμίδια της σκεπής.
Το μυαλό μου δουλεύει γρήγορα. Πρέπει να βρω τρόπο να το γυρίσω. Φεύγω από το παράθυρο και τρέχω κάτω στην αποθήκη όπου οι καθαρίστριες έχουν τον εξοπλισμό τους. Αρπάζω μια σκούπα και επιστρέφω στο γραφείο. Με το ένα χέρι κρατιέμαι από το πλαίσιο του παραθύρου και με το άλλο κρατώντας τη σκούπα, κρεμάω το σώμα μου απ’ έξω και προσπαθώ να φτάσω το σκαθάρι. Αδύνατον. Με χωρίζει ένα μέτρο τουλάχιστον. Μπαίνω μέσα, πρέπει να βρω σκοινί. Θα το δέσω στην άκρη της σκούπας, θα το ρίξω προς τη σκεπή και θα σπρώξω το σκαθάρι να γυρίσει.
Κατεβαίνω πάλι στην αποθήκη τρέχοντας στις σκάλες. Με μια γρήγορη ματιά βλέπω πως σχοινί δεν υπάρχει. Βρίσκω ένα παλιό καλώδιο από υπολογιστή. Δεν πειράζει και αυτό θα κάνει δουλειά. Γυρνάω πίσω στο γραφείο. Περνάω το καλώδιο από την τρύπα που έχει το κοντάρι στην άκρη της σκούπας και την πετάω έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Το καλώδιο δεν έχει ευλυγισία και ο κόμπος που κάνω είναι χαλαρός. Με την ταλάντευση της σκούπας, ο κόμπος λύνεται και η σκούπα πέφτει με θόρυβο πάνω στο δώμα. Με τα μάτια ψάχνω το σκαθάρι. Βρίσκεται ακόμα εκεί, ανάσκελα στα κεραμίδια. Και τότε τους βλέπω. Περπατάνε πέρα από το πάρκινγκ του κτιρίου, πίσω από τις λεύκες, στο απέναντι πεζοδρόμιο. Αυτή φοράει ένα μακρύ πανωφόρι και μια μαντίλα στο κεφάλι, από εκείνες που φοράνε οι μουσουλμάνες, και σπρώχνει ένα παιδικό καρότσι. Από το καρότσι κρατιέται και ένα μικρό αγόρι. Καθώς απομακρύνονται το παιδί έχει γυρισμένο το κεφάλι του και με παρακολουθεί. Πρέπει να τα είδε όλα.
Ξαφνικά νιώθω ένα δυνατό ρεύμα αέρα στο πρόσωπο, που μου ρίχνει τα μαλλιά προς τα πίσω. Ο αέρας δυναμώνει, οι λεύκες απέναντί μου κουνάνε με θόρυβο τα κλαδιά τους αφήνοντας άσπρες χνουδωτές μπαλίτσες να αιωρούνται. Χοντρές σταγόνες βροχής πέφτουν με δύναμη επάνω στα κεραμίδια του δώματος, ενώ ο αέρας συνεχίζει ακόμα πιο δυνατός. Αποτραβιέμαι από το παράθυρο και κλείνω το τζάμι. Άλλη μια καλοκαιρινή μπόρα.