Διήγημα
Ελένη Γούλα | Μακαρόνες
-Μακαρόνες…
Χαμογελούσε. Το πρόσωπό της ήτανε φωτεινό. Έσερνε μαζί της κι ένα κορίτσι, καμιά δεκαριά χρόνων. Σκεπασμένο το κεφάλι, όχι όμως και το πρόσωπο. Νεαρό καλοσταυρωμένο πρόσωπο. Μια νεαρή γυναίκα. Ίσως ινδή.
Η ουρά έφτανε ως έξω το πεζοδρόμιο. Μέσα στη στενή σκάλα συνωστίζονταν. Όσο έφτανε το μάτι κόσμος κυρίως άντρες μαυριδεροί.
Κρατούσα τις τσάντες του σουπερμάρκετ και περπατούσα με σκυφτό το κεφάλι.
Ξαφνικά όμως σταμάτησα. Ίσως η λέξη, μπορεί το φωτεινό πρόσωπο. Δεν έχουν να φάνε, περιμένουν τα συσσίτια, μακριά από τη χώρα τους και χαμογελάνε…
Θέλησα να μπω στην ουρά. Να κάνω ρεπορτάζ, να μάθω πώς και τι. Να προσφέρω ίσως τα ψώνια για ξεκάρφωμα…
Είχα διαβάσει κείμενα για τη φτώχεια και ήθελα να βγάλω τα έντερά μου.
Έφτασα δείχνοντας τις τσάντες μέχρι τον όροφο. Η ουρά στριμωγμένοι άνθρωποι που όμως σαν ανέμελοι, πιο ανέμελοι από μένα μου φανήκανε.
Τι άλλο πια θα χάσουνε; Πατρίδα χάσανε, οικογένεια σκόρπισε, και περιουσία, όσο για την περιουσία… Μόνο ο ήλιος και το νερό.
Χαμογελούσε η γυναίκα με τις μακαρόνες. Με σκέτη σάλτσα. Ούτε κιμάς. Λίγο μόνο τυρί για ξεκάρφωμα. Πόσα μακαρόνια στο καζάνι…
Μόλις είχα διορθώσει κείμενα για τη φτώχεια.
Share this Post