αφιερωμένο στη Μ. Τ.
Ήταν μεσημέρι και άπνοια όταν έπεσε στη μέση του δρόμου. Ένας γιατρός, παιδί σχεδόν, βρέθηκε δίπλα της.
Την μετέφεραν σ’ ένα παλιό σπίτι, διώροφο, με μεγάλα ψηλοτάβανα δωμάτια, καθαρούς τοίχους, στενά κρεβάτια και άσπρα σεντόνια. Οροί και πάπιες.
Πού βρίσκομαι;
Τα δόντια του ήταν αραιά όπως και τα γένια. Χαμογελούσε. Τον έλεγαν Χριστόφορο και θα μπορούσε να είναι ο γιος της.
Ελάτε να ξαπλώσετε. Θα σας κάνουμε εξετάσεις και μετά, βλέπουμε.
Είχε ξαπλώσει όπως της ζήτησαν. Το κορμί της είχε ακουμπήσει στο στενό κρεβάτι με τα σιδερένια πόδια, πάνω στο στρώμα το κάπως σκληρό. Το λεπτό ύφασμα του παντελονιού της, είχε αγγίξει απαλά το σεντόνι και το δέρμα της, επιτέλους είχε αρχίσει να ηρεμεί.
Ξαφνικά, δεν είχε τίποτα να κάνει.
Το άλλο απόγευμα, όταν ο νεαρός γιατρός, είχε καθίσει στην άκρη του στενού κρεβατιού, ολόκληρος προς το μέρος της με ένα τρόπο φυσικό, όπως είχε κάνει νωρίτερα και με όλους τους άλλους αρρώστους του δωματίου, επιτέλους είχε χαμογελάσει.
Το σεντόνι κάτω από το λεπτό της παντελόνι το ένιωθε απρόσμενα δροσερό και το δωμάτιο, παρόλα τα πολλά κρεβάτια, είχε ατμόσφαιρα ευχάριστη. Το αεράκι έμπαινε από τα μεγάλα παράθυρα κι απλωνόταν ανάμεσα στους τοίχους και στα ταβάνια, σ’ αυτό το αρχοντικό σπίτι, που είχε γίνει – λόγω των περιστάσεων – κλινική για τους άπορους, τους φτωχούς τους κατατρεγμένους, για όσους δεν είχαν δικούς τους ανθρώπους να στηριχτούν ή όπως αυτή, είχαν πολλούς, αλλά ήτανε σα να μην έχουν κανένα.
Ο γιατρός της είχε πιάσει το χέρι και είχε βάλει το δάχτυλο πάνω στο σφυγμό της.
Εγώ γιατρέ! είχε ξεκινήσει με φόρα, όμως ξαφνικά είχε κοπεί. Δεν έβγαινε η φωνή της. Κλάμα, λυγμός· δάκρυα, ανάσες και μύξες, όλα ανακατωμένα.
Το χέρι, η ενέργεια, τα μάτια, η τρυφερότητα. Μπορεί και μια δύναμη μυστική, η καρδιά της μαγικής κότας που όποιος τη φάει γίνεται καρδιαναγνώστης.
Το άλλο πρωί, είχε ζητήσει απ’ τις νοσοκόμες να της φέρουν ένα νυχτικό κι είχε αφήσει τα βρώμικα ρούχα της να τα πλύνουν. Είχε θυμηθεί ποια ήταν, ποιος άντρας έζησε δίπλα της πολλά χρόνια και ποιοι ήταν οι φίλοι της. Όλα τα είχε θυμηθεί αλλά σε κανέναν δεν είχε τηλεφωνήσει, με κανένα δε θέλησε να μιλήσει. Είχε καθίσει ξαπλωμένη στο στενό κρεβάτι, είχε χαζέψει το ψηλό ταβάνι, είχε μετρήσει τα ραγίσματα του σοβά, είχε αφουγκραστεί τις κουβέντες των ασθενών και των ελάχιστων επισκεπτών, είχε παρακολουθήσει τα αβέβαια βήματα στο πάτωμα και είχε θαυμάσει για ώρα πολλή τον λίγο ουρανό, έτσι όπως έμπαινε από το μεγάλο παράθυρο.
Έχεις μόνο την ανάσα σου τώρα, είχε ακούσει τον εαυτό της να ψιθυρίζει με άρρητες λέξεις.
Και το βράδυ όταν ο νεαρός γιατρός της είχε πιάσει το χέρι κι αντί να το κρατήσει ανάμεσα στα δικά του, το είχε σύρει πάνω στο σώμα της – απ’ την κοιλιά στο στέρνο και μετά στο κεφάλι – δεν είχε ζητήσει εξηγήσεις ούτε ερμηνείες. Δεν είχε ούτε καν ερωτήσεις.
Ήταν το δικό της χέρι που ακουμπούσε στα ρούχα και στο δέρμα της. Η δική της ανάσα που φούσκωνε την κοιλιά και το στήθος, έβγαινε από το στόμα και τα ρουθούνια, έδινε τον ρυθμό στο αίμα να κυκλοφορεί, να ζωντανεύει τα μέλη να ταΐζει και να ποτίζει τα όνειρα.
Της είχε δοθεί άλλη μια ευκαιρία. Είχε ακόμη μια παράταση.
Ελένη Γ.