ΕΙΚΟΝΑ | Τα ψάρια

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras




Ήτανε γέρος με παιδικό πρόσωπο και είχε μπροστά του ένα πιάτο ψάρια τηγανητά.

–Φάε!

Άνοιγα τον αργό υπολογιστή μου όταν άκουσα να τον μαλώνουν.

–Φάε! Θα κάτσουμε ως το βράδυ, όσο χρειαστεί, μέχρι να φας το φαγητό σου. Φάε!

Εκείνος μουρμούριζε αρνήσεις και βρισιές. Τις επανέλαβε τόσες φορές, σχεδόν όσες η γυναίκα φοβέριζε με μια φωνή που μου φάνηκε ότι ερχόταν από άλλες εποχές.

Γύρισα λίγο το κεφάλι μου να δω το πρόσωπο, τον άνθρωπο, τη γυναίκα που μπορούσε να είναι τόσο απελπισμένη. Αλλά δεν τη διέκρινα. Ήταν μπροστά αυτός ο άντρας ο ψηλός, καμπουριασμένος με το μακρουλό πρόσωπο και τα μάτια του τα θολά. Δεν κατάλαβα αν ήταν μεγάλη, αν ήτανε όμορφη ή καλοφτιαγμένη. Είδα όμως το κοριτσάκι της. Αμίλητο, με τα πεταχτά του δοντάκια χαριτωμένο. Παρακολουθούσε, άκουγε κι αισθανόταν. Καμιά δεκαριά χρόνων.

Είχε τελειώσει το φαγητό του και περίμενε παίζοντας με την κούκλα στα χέρια του. Της έστρωνε τα μαλλιά, την έβαζε να ξαπλώσει στα γόνατά της κάτω από το τραπέζι, της χάιδευε λίγο την πλάτη και της άνοιγε τα πόδια. Η γυναίκα επέμενε στο μεταξύ να απειλεί τον άντρα – δεν άκουσα να λέει ούτε πατέρα ούτε κύριε, μόνο Σπύρο μια φορά, έμοιαζε όμως σαν να είναι ο πατέρας της που τη βασάνιζε πολύ. Αργότερα την άκουσα να τηλεφωνεί (!) σε κάποια Στέλλα να στείλει ασθενοφόρο γιατί δεν τρώει – συνωμοτικά και μισόλογα, κανείς δεν ήταν στην άλλη γραμμή, κατάλαβα, κόλπο για να τον εκβιάσει, να τον φοβίσει, να τον εξαναγκάσει να αδειάσει το πιάτο του.

Ανακατεύτηκε το στομάχι μου εκεί στο ειδυλλιακό κεντράκι, μπροστά στη γαλανή θάλασσα, η μπύρα με βάρυνε μέσα στο ζεστό μεσημέρι. Ειδήσεις από το απέραντο διαδίκτυο περνούσανε αδιάφορα από τα μάτια μου, δεν καταλάβαινα το νόημά τους, εικόνες και θύματα – πάλι ισλαμιστές και επιθέσεις αυτοκτονίας.

Ωστόσο, μετά το τηλεφώνημα ο γέρος, ξαφνικά άρχισε να τρώει. Το πιάτο μπροστά του άδειαζε αργά-αργά και τότε η γυναίκα σηκώθηκε επιτέλους απ’ την ψάθινη καρέκλα της. Υψώθηκε το πρόσωπό της πάνω από το κεφάλι του γέρου, γύρισε προς το μέρος μου, είδα την έκφρασή της. Ούτε ντροπή ούτε αμηχανία. Μια σκοτούρα, ένα βάρος, κάτι τραχύ μέσα στο μεσημέρι. Καμιά πενηνταριά χρόνων και με την αρχή μιας καμπούρας στην πλάτη. Το πρόσωπό της μακρουλό όπως εκείνο του αποστεωμένου άντρα. Το ίδιο και η κυρτωμένη ράχη και η κοψιά η λιπόσαρκη.

Το κοριτσάκι, όταν η μάνα του είχε πια χαθεί πίσω από το μαγαζί – στην τουαλέτα θα πήγαινε, μπορεί και να τηλεφωνήσει σε κάποιον αληθινό άνθρωπο αυτή τη φορά, να μην την ακούνε – το είδα να χειρονομεί, «φάε», προς τον ηλικιωμένο. Φάε, λέγαν και τα χειλάκια του χωρίς φωνή. Τα μάτια του μεγάλα, τρομαγμένα.


Ελένη Γ.