Δύο διηγήματα | Μάνος Στεφανίδης

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras



Η εξώπορτα


Στον Πάρι, τον Φωκίωνα και τη Μπομπό

Την φωτογράφισα χτες σ’ ένα δρόμο ανάμεσα στο Κουκάκι και τον περιφερειακό του Φιλοπάππου. Τι εξώθυρα! Ταλαιπωρημένη μεν, γδαρμένη αλλά με ακέραιη την παλαιά αρχοντιά της. Προφανώς σώθηκε από παμπάλαιο κτίσμα και αξιοποιείται συντηρημένη ως είσοδος πια ενός ανακαινισμένου, νεοκλασικού. Σε αναγνώρισα αμέσως.
Εσύ δεν είσαι; Εσύ είσαι! Με θυμάσαι; Την ρώτησα αυθόρμητα. Δεν έχεις καθόλου αλλάξει … παρατήρησα μετά από κάποια λεπτά αμηχανίας… Παρ’ ότι σε είχαμε αρκετά ταλαιπωρήσει. Και εγώ και ο αδελφός μου. Αλλά κυρίως ο πατέρας μου. Αυτή την στιγμή δεν μπορώ παρά να το ομολογήσω. Μισόν αιώνα μετά! Ο πατέρας μας σε μισούσε. Δεν σε χώνεψε πότε από την στιγμή που ήρθε σπίτι μας, στην οδό Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη 143 στα Ταμπούρια του Πειραιά από την οδό Πυθέου 35 στην αρχή της Λεωφόρου Βουλιαγμένης, από τον Νέο Κόσμο.

Αντίθετα, η μάνα μας σε λάτρευε. Σε καμάρωνε με το συμπαγές, επιθύριο χεράκι σου, το ρόπτρο, που πάντως, να τα λέμε κι αυτά, χαλούσε τον κόσμο όταν χτυπούσε, αλλά και με τις δύο στρόγγυλες λαβές σου, σαν κοριτσίστικα στήθη, μια σε κάθε φύλλο σου που σε στόλιζαν και σ’ έκαναν να ξεχωρίζεις. Η μάνα μου κάθε Σάββατο τις γυάλιζε με μαγειρική σόδα και το βράδυ έλαμπαν περίεργα. Μάς έδειχναν την οδό της επιστροφής όταν γυρίζαμε σπίτι από το παιχνίδι και τα τρεχαλητά. Με συνήθως τα γόνατα γρατζουνισμένα στον χωματόδρομο και τον λαιμό γδαρμένο από τις στριγκλιές ή τις γαϊδουροφωνάρες.

Τα καλοκαίρια ήσουν το καμάρι μας. Οφείλω τώρα να στο ομολογήσω. Ξεχώριζες από τις άλλες πόρτες της γειτονιάς με την γλυπτική σου χάρη, τις κομψές καμπύλες και τα κρυστάλλινα παραθυράκια σου. Καλλονή από ξύλο! Ομορφιά από μπρούντζο! Τους χειμώνες όμως μάς δυσκόλευες αφάνταστα τη ζωή! Μάς παίδευες κανονικά έτσι όπως φούσκωνες από την υγρασία που κολλούσες και δεν άνοιγες με τίποτα. Τότε κι εμείς σε κλωτσούσαμε, σε σπρώχναμε και σε γδέρναμε όχι από μίσος αλλά από θυμό ή και από απόγνωση. Αφού θέλαμε να μπούμε σπίτι κι εσύ μάς εμπόδιζες. Τότε όλα, βλέπεις, λειτουργούσαν σε συμβολικό επίπεδο. Μάς δημιουργούσες έτσι, δεν ξέρω πόσο το συνειδητοποιούσες εκείνες τις στιγμές, ένα είδος πανικού. Έναν φόβο παιδιάστικο μεν αλλά υπαρκτό. Η μάνα μας που σε αγαπούσε γιατί ήσουν η προίκα από τον πατέρα της και τής θύμιζες τη δική της παιδική ηλικία, είχε βρει έναν τρόπο να σε ανοίγει, όταν σε έπιανε το πείσμα σου. Σου ’δινε μια δυνατή σπρωξιά με τον γλουτό και εσύ πειθήνια υποχωρούσες. «Κωλιά» την έλεγε την βίαιη μέθοδο της και πραγματικά … σου άξιζε!

Ο πατέρας μας πάλι, που δεν σε χώνεψε πότε, επαναλαμβάνω, κάθε τόσο σε αποκαθήλωνε, τοποθετούσε τα φύλλα σου σε τάβλες και σε πλανάριζε γεμίζοντας τον τόπο ροκανίδια για να σε φέρει σε λογαριασμό. Θυμάμαι ακόμη να σε καίει με πύρινο μπεκ, να σε γυμνώνει από τις λαδομπογιές σου και να σε ξαναβάφει. Πολύ περήφανος για τις τεχνικές του επιδόσεις. Άλλοτε γκρίζα, άλλοτε σαν ελιά λαδοπράσινη, άλλοτε βαθιά βιολέ… Ήταν τότε που σε μισούσα κι εγώ. Με όλη μου την ψυχή. Επειδή ο πατέρας μου με ήθελε ως πρωτότοκο, για σταθερό βοηθό του. Κι εγώ ήμουν παντελώς ατάλαντος τεχνικά.

Έτσι μεγάλωνες κι εσύ ακριβώς όπως κι εμείς. Μέσα στις περιπέτειες και τις εντάσεις. Ώσπου πέρασαν τα χρόνια, ούτε η μάνα είχε πια την δύναμη να αντιμετωπίζει τα καπρίτσια σου ούτε ο πατέρας τα πείσματα σου και μετά από οικογενειακό συμβούλιο αποφασίσαμε να σε αντικαταστήσουμε με άλλην εξώθυρα, αλουμινένια αυτή την φορά. Θυμάμαι σαν τώρα το κονκλάβιο που έλαβε χώρα στην κουζίνα κάτω από το μεγάλο κλουβί με τα καναρίνια. Η απόφαση ήταν ομόφωνη σαν σταλινική δίκη. Θάνατος!

Πολύ γρήγορα λοιπόν, όπως είμαι βέβαιος ότι και εσύ θυμάσαι, σέ αντικατέστησε μια ελαφριά, επίχρυση μεταλλική κατασκευή, υπάκουη κι υποταγμένη, γραμμική και προβλέψιμη σαν τα τραγουδάκια που είναι σήμερα της μόδας. Εξέλιξη!
Αυτό είναι. Η μόδα σου, εκεί γύρω στα 1970, είχε περάσει. Μεσούσης της χούντας η πρόοδος σε μορφή φερ φορζέ και κόντρα πλακέ εισέβαλε από παντού στη χώρα. Η γειτονιά μας ασφαλτοστρώθηκε και οσονούπω αποκτήσαμε θερμοσίφωνα ενώ το αποχωρητήριο έγινε λουτρό με πλακάκια στους τοίχους. Ήταν προφανές. Δεν ταιριάζαμε πλέον. Ήδη κειτόσουν ξεκοιλιασμένη στην άκρη του πεζοδρομίου περιμένοντας τον παλιατζή που θα μάς απάλλασσε από το, περιττό, βάρος σου. Όπερ και εγένετο. Η μητέρα ήταν ελαφρά λυπημένη, εμείς οι υπόλοιποι ευτυχείς, η γειτονιά παρακολουθούσε με αδιόρατη ζήλια. Εξάλλου σύντομα θα έσπευδαν να μάς μιμηθούν. Δεν σε ήθελε κανείς! Ούτε σαν χάρισμα! Ούτε για καυσόξυλα!
Κι εσύ; Δεν τολμώ να φανταστώ τι απέγινες. Από που και πως πέρασες για να φτάσεις ως εδώ. Εδώ μπροστά μου λίγο πιο κάτω από την Ακρόπολη. Θαλασσοδαρμένη αλλά ζωντανή! Με τα ξύλα σου έτοιμα να ξαναγεννηθούν πιο όμορφα από πριν. Είναι φανερό όσο και αν από ευγένεια δεν μού το λες κατάμουτρα. Οι νέοι σου ιδιοκτήτες σε καταλαβαίνουν πιο πολύ και σε εκτιμούν περισσότερο. Με αποστόμωσες. Ντρέπομαι και το παραδέχομαι. Όμως εμείς τότε, μπορεί να μη σε εκτιμούσαμε με τον τρόπο που θα ήθελες και που ασφαλώς σού άξιζε, αλλά σε αγαπούσαμε! Και το, παροδικό, το εποχιακό μίσος από την αγάπη μας προερχόταν κι αυτό. Τώρα, εδώ, παραδέξου το. Και εσύ μάς αγάπησες. Η τωρινή σιωπή σου το αποδεικνύει.
Τι; Κλαις; Σταμάτα, δεν πρέπει. Η υγρασία ανέκαθεν σε πείραζε. Αυτή ήταν κι η μόνη αιτία των προστριβών μας. Τα κλάματα δεν ταιριάζουν στις ξύλινες εξώπορτες. Τις φουσκώνουν. Τις κάνουν να μην ανοίγουν. Άφησε να δακρύσω μόνο εγώ. Τα δάκρυα πάντα κάνουν τους ανθρώπους λίγο καλύτερους. Και τους ανοίγουν πιο εύκολα…





Ποιος είσαι;

Η νύχτα και το φεγγάρι που γεμίζει, το παιχνίδι
των σκιών, το μυστικό πως όλα θα γίνουν καλύτερα.
Στην ευτυχία που δικαιούμαστε. Αύριο…

Πότε γνωρίζουμε καλύτερα τον άλλον; Όταν είμαστε μαζί ή όταν έχουμε χωρίσει; Όταν τον κρατάμε στην αγκαλιά μας και αισθανόμαστε κατάβαθα τη γλύκα της ασφάλειας ή όταν πια έχει φύγει χτυπώντας με οργή την εξώπορτα πίσω του; Ειλικρινά δεν ξέρω. Αν και γνώρισα κάποιους ανθρώπους στ´ αλήθεια, όταν πια είχε μπει ανάμεσά μας σαν σύννεφο ομίχλης η απόσταση και ο χρόνος. Τους είδα όπως ήταν όταν δεν τους έβλεπα πια! Για να συνειδητοποιήσω, κάπως αργά, ότι ήμουν μαζί με κάποιον άλλον. Ίσως και για χρόνια. Κάποιον που δεν υποπτευόμουνα και που ο συναισθηματισμός μου μ’ εμπόδιζε να γνωρίσω. Απ’ την άλλη, πιστεύω πως κάθε γνωριμία, κάθε σχέση είναι ένα είδος άσκησης για τη μεγάλη σχέση που θάρθει κάποτε. Έτσι είναι. Χρησιμοποιούμε τους άλλους και μας χρησιμοποιούν ανεπίγνωστα ώσπου να εμφανιστεί ο άλλος που θα γίνει δικός. Αν έρθει ποτέ κι αν γίνει.

Έτσι είναι. Ως τότε θα ερωτευόμαστε ένα φάντασμα, το manequino εκείνο, σαν τα ανθρωποειδή του De Chirico, που έχουμε φτιάξει τόσο με τα χέρια όσο και με τη φαντασία μας. Τον πραγματικό σύντροφο όμως θα τον γνωρίσουμε, αν τον γνωρίσουμε, μόνο μετά. Μόνο με την απόσταση ανάμεσά μας. Χωρίς τα γλαρωμένα βλέμματα ή τα υγρά χείλια. Χωρίς τα λόγια, προπάντων αυτά, αλλά με τη σιωπή. Προπάντων αυτή. Ακριβώς όπως απομακρυνόμαστε για να βλέπουμε καλύτερα έναν πίνακα. Για να τον δούμε συνολικά. Και είναι τότε που η γνώση του άλλου, η ουσιαστική του γνωριμία, δεν έχει καμιά σημασία, πια.

ΥΓ. 1 Οι σονάτες για τσέλο του Μπετόβεν με τον Πάμπλο Καζάλς (τον οποίο η Σία δεν ήξερε). Δεν πειράζει Σία, ξέρεις άλλα. Απλώς ένας μικρός Παρθενώνας στη καρδιά του ευρωπαϊκού Κλασικισμού, ένα σύνολο βαθύ που λέει όλα όσα νιώθεις μεν αλλά δεν μπορείς να πεις εσύ. Εντέλει, αλίμονο σ’ όσους δεν νιώθουν. Σκεφτείτε, υπάρχουν άνθρωποι που προτιμούν ένα σουπερμάρκετ απ´ ένα μουσείο. Κυρίως γιατί σένα μουσείο περισσότερο απ’ τα έργα πρέπει να δεις τον εαυτό σου. Κι αυτό δεν το αντέχουν.

ΥΓ. 2 Ο Αριστοτέλης έγραψε στα Φυσικά πως η τέχνη, όταν δεν μιμείται τη φύση, ολοκληρώνει όσα η φύση αδυνατεί να τελειοποιήσει. Κι ο Νίτσε πως τέχνη είναι εκείνο το ψέμα που κάνει υποφερτή την πραγματικότητα (την αλήθεια).


Μάνος Στεφανίδης