Χρονογράφημα
Δημήτρης Τζουμάκας | Ημερολόγιο: Λάθη επί λαθών και σινεμά στους τάφους
27.1.17 Με τον Μάρκες και την Έρικα στο Κολυμβητήριο για τα μαθήματα της μικρής. Καθ’ οδόν ο γαμπρός μου λέει ότι οι αμερικανικές φυλακές έχουν γίνει ιδιωτικές και φιλοξενούν δύο εκατομμύρια αφροαμερικανούς. Όλα τα διαχειρίζονται οι εταιρείες εκεί. Χαίρομαι που οι ιδιωτικοποιήσεις φέρνουν δουλειές και βοηθάνε στην ανάπτυξη. Στο Κολυμβητήριο είκοσι μωρά κι άλλοι τόσοι εκπαιδευτές, στις βρεγμένες τους φόρμες γράφει Swim well is an asset for life. Η Έρικα λατρεύει το νερό, έπεσε θαρραλέα, αλλά δεν ξέρει μπάνιο και χωρίς τα «μπρατσάκια» δεν επιπλέει. Ο εκπαιδευτής έχει στρέψει προς στιγμή την προσοχή του σε ένα παιδάκι που κλαίει, νομίζοντας ότι η Έρικα είναι πρωταθλήτρια κολυμβήσεως. Όταν η Έρικα θα αρχίσει τα κλάματα θα είναι υστερικά, είναι κακοί ψυχολόγοι την κρατάνε στο νερό, αυτή χτυπιέται, φωνάζει ντέντι, ο ντέντης της την βιντεοσκοπεί με το τηλέφωνο την ώρα που παλεύει μέσα στο νερό, μίλησέ της βρε Μάρκες του λέω, η μικρή έχει πλαντάξει στο κλάμα, δεν θα σταματήσει μέχρι να φύγουμε. Στο σπίτι αρπαχτήκαμε άγρια για άσχετο θέμα, δεν χρειαζόταν και κανένα σοβαρό θέμα για μαλλιοτράβηγμα κι έφυγα για το Campsie.
Στις 14:20 έκανα τον υπέρηχο στους όρχεις στο ιατρικό Κέντρο του Κέμσι. Η παρουσία της κοπέλας με έκανε να ντρέπομαι, αλλά ήταν πολύ επαγγελματίας, πολύ προσεκτική, και δούλευε απαλά στα ευαίσθητα σημεία. Τα αποτελέσματα θα είναι έτοιμα αύριο Σάββατο, δεν βλέπω κάτι κακό, είπε. Επειδή ήμουν ακόμη τσαντισμένος πήρα το τρένο, αλλά θύμωσα περισσότερο με τη διαδικασία αγοράς εισιτηρίου σ’ αυτό τον κεντρικό σταθμό: Δεν υπάρχουν υπάλληλοι πια και δεν υπάρχουν και μηχανές για να βγάλεις εισιτήριο! Οπότε έπρεπε να πάω στο Πρακτορείο εφημερίδων και τυχερών λαχνών για να πάρω το πανάκριβο εισιτήριο. Δεν υπάρχει μειωμένο; ρώτησα αφελώς. Είστε πένσιονερ; αντιρώτησε η Ασιάτις Ναι είμαι πάνω από 65. Δεν σας φαίνεται. Ορίστε η άδεια οδηγήσεώς μου. Αυτό έλειπε να μου φαίνεται. Πρέπει να κάνετε αίτηση μέσω Ιντερνέτ. Του χρόνου.
# Κατέβηκα στο St. Peters για να ανέβω την King Street, το δρόμο του Βασιλέως. Όλα έχουν αλλάξει: Η υποβαθμισμένη περιοχή μέχρι το σταθμό του Νιουτάουν έχει μεταμορφωθεί, έχουν κτιστεί καινούρια διαμερίσματα, έχει γίνει η καρδιά των γιάπηδων, τα εξωτικά ρεστοράν και τα νεοπαλαιοπωλεία συναγωνίζονται το ένα το άλλο. Προχώραγα, προχώραγα κι από το σταθμό και πέρα θαύμαζα τον αυστραλιανό πλούτο και πώς μια περιοχή φτωχών διαβόλων έγινε νεόπλουτη και φανταχτερή. Ξαφνικά είδα έναν άνθρωπο να τρέχει ολόγυμνος στο δρόμο. Πώς δεν τον έπιασαν οι κάμερες; Πώς δεν σηκώθηκαν τα βομβαρδιστικά; Υπάρχει φαίνεται ακόμη σεβασμός προς τους αλλόφρονες. Έστριψα από το δρόμο που παλιά ήταν το φτηνό ιταλικό εστιατόριο La mama για να πάω στο Νεκροταφείο του Νιουτάουν που με το πάρκο από πίσω είναι μία όαση μέσα στην πόλη. Μέσα βρίσκεται η αγγλικανική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, εμείς ενώσαμε τους βίους μας στον Άγιο Στεφανο Παρισίων με κουμπάρο τον Γουίλι Κνοπς. Στην είσοδο του παλαιού Κοιμητηρίου δεσπόζει ένα τεράστιο δέντρο ένα fig tree και πίσω επίσης μία τεράστια αγκαλιά από μπαμπού. Ο τόπος προσφέρεται για μια ωραία promenade κι απ’ ό,τι διαβάζω κάθε πρώτη Κυριακή του μήνα, το μεσημέρι, έχει ξενάγηση. Την περασμένη Παρασκευή προβλήθηκε και ταινία στους τάφους, gravesyard cinema με τίτλο Ιnside out. Και καθώς ετοιμάζομαι να βολτάρω στο ανενεργό εδώ και χρόνια νεκροταφείο εμφανίζεται μία μαλακισμένη με δύο σιχαμένα σκυλιά από αυτά, δεν ξέρω πως τα λένε, που σου αρπάζουν το κρέας και δεν το αφήνουν με τίποτα. Έφυγα ακροποδητί κι άρχισα να γυρίζω προς το σταθμό του Νιουτάουν. Περνάω μπροστά από το μέγαρο της Δικαιοσύνης και το αστυνομικό τμήμα. Εδώ με έφεραν όταν με συνέλαβαν γιατί δεν είχα πληρώσει πρόστιμα για τα πάρκιν του αυτοκινήτου. Γύριζα από κομματική συνεδρίαση περασμένα μεσάνυχτα όταν με σταμάτησαν για τυπικό έλεγχο. Είσαι κακός άνθρωπος, μου είπαν, αφού μίλησαν στον ασύρματο με τη βάση, χρωστάς πεντακόσια δολάρια, θάλθεις μαζί μας και με κατέβασαν από το αυτοκίνητο. Στο τμήμα μίλησα στο τηλέφωνο με την Αρετή, να φέρει χρήματα, αλλιώς θα διανυκτέρευα με τα φρικιά. Παίρνω ταξί κι έρχομαι, είπε. Εγώ δεν έχω σπίτι μου πεντακόσια δολάρια, λέει ο μπάτσος που με συνέλαβε και κάθεται πάνω σ’ ένα τραπέζι κουνώντας τα ποδαράκια του. Οι κακοί άνθρωποι έχουν, του απάντησα αυτή τη φορά, ξαναβρίσκοντας το χρώμα μου. Ένας Έλληνας μαγαζάτορας για χρέος κι αυτός πήγε στο ταμείο του Τμήματος και πλήρωνε με μάτσο διπλοδόλαρα και μονά. Υπήρχαν τότε και χαρτονομίσματα του ενός δολαρίου και πρέπει να ήταν οι εισπράξεις του μαγαζιού. «Ορίστε λεφτά θέλετε, πάρτε λεφτά. Όσα θέλετε: πενήντα, εκατό, διακόσια, πάρτε». Είχα κι εγώ χρήματα απάνω μου, χίλια δολάρια, από μία εκδήλωση της τοπικής οργάνωσης, αλλά έτσι και τους τα έδινα στο δρόμο, όταν με ρώτησαν αν έχω λεφτά, σίγουρα δεν θα σβήνανε κανένα πρόστιμο. Ήταν μία περίοδος που σε γράφανε για πάρκιν έξω από το σπίτι σου και ίσχυε η προσωποκράτηση για τα πιο μικρά χρέη, οπότε τα αρπαχτικά της αστυνομίας εκμεταλλεύονταν στο έπακρο την κατάσταση. Μια άλλη φορά παρακολουθούσα το συγγραφέα Χάρντυ που διάβαζε κείμενα στο five Dock, όταν όλα τα περιπολικά του Σύδνεϋ περικύκλωσαν το χώρο της εκδήλωσης σε μία μπυραρία και τον συνέλαβαν κάτι κτηνάκια, επειδή δεν είχε πληρώσει τα πάρκιν! Τελικά ο νόμος της προσωποκράτησης, για γελοία χρέη, καταργήθηκε μετά από τις αυτοκτονίες δύο πολιτών.
Η Αρετή ήλθε γρήγορα, έσκασε το πεντακοσάρικο που ήταν για το νοίκι, πήραμε το αυτοκινητάκι μας και γυρίσαμε σπίτι στο Βόρειο Σύδνεϋ που μέναμε τότε. Δυο ευγενέστατοι αστυνομικοί καθόντουσαν στο σαλόνι! Είχε τηλεφωνήσει στην αστυνομία ο μικρός που ξύπνησε και είδε να λείπουν και οι δύο του γονείς. Αυτό λέγεται εγκατάλειψη ανηλίκων, είπαν οι σοφοί εκπρόσωποι του νόμου.
Κάνω το γύρο του νεκροταφείου. Τέσσερις μεγάλες σημαίες αμπορίτζιναλ ζωγραφισμένες στους τοίχους, κόκκινο και μαύρο παντού. Η παρέμβαση των ιθαγενών για τη χτεσινή «επέτειο της εισβολής» είναι κραυγαλέα. Πέρασαν από δω όλες οι φυλές, οι Gadigal οι ιθαγενείς από την καρδιά του Σύδνεϋ, οι Wangal από το Κόνκορντ, αλλά και οι Burramattagal από την Παραμάτα και οι Birrabirragal λιμανίσιοι του Σύδνεϋ, οι Wallumattagal από το Ράιντ, οι Muru-ora-dial από τη Μαρούμπρα, οι Kameygal από τον κόλπο του Μπότανυ που δέχτηκε την μεγαλύτερη επίθεση των αποίκων. Έχουν γράψει και δικό τους Ύμνο. Australia ah Australia/you could stand tall and free/we weep in bitter anguish/at your hate and tyranny.
Ένας αβορίγινας έξω από το σουπερμάρκετ seven eleven φορώντας ένα λευκό καπέλο βγάζει αφρούς από το στόμα και κάνει τούμπες σαν μαϊμού. Του πετάνε κάποιο νόμισμα. Θυμάμαι ένα διήγημα του Σκαμπαρδώνη για κάποιον που υποδυόταν τον επιληπτικό βάζοντας οδοντόπαστα στο στόμα, μεγάλη απάτη, αλλά όπως λέει ο αφηγητής, σ’ αυτό το εξαιρετικό κείμενο στη συλλογή Μάτι φώσφορο κουμάντο γερό, στη ζωή είναι όπως και στη λογοτεχνία μετράει η performance και η ατμόσφαιρα. Έδωσα κι έγω στον ιθαγενή ένα διπλοδόλαρο και μ’ έβρισε.
Κάθομαι να ανασάνω στο κεντρικό σημείο του Νιουτάουν έξω από το κέντρο κοινωνικής πρόνοιας, κάτω από έναν πλάτανο. Κάτω από τον πλάτανο δεν έχουν κρεμάσει κανένα ιερέα ιθαγενή, όπως στα Χανιά και σ’ άλλα κρητικά χωριά οι οθωμανοί κατακτητές . Αλλά που ξέρεις; Προς το παρόν βλέπουμε να κάθονται δυο τρεις μπότζηδες, με μανίκια τατουάζ και να πίνουν τις μπύρες τους. Ξαφνικά σηκώνεται ένας απ’ αυτούς παίρνει ένα μεγάλο κλαδί και «κλαδίζει» κάτι στον πλάτανο. Είναι παλαβός σκέφτομαι, αλλά πετυχαίνει και φεύγουν κάτι περιστέρια που φαίνεται ότι τον κουτσουλίσανε. Έχει κι εδώ περιστέρια, αλλά ολίγα. Κι εκεί που λέω να πάρω κάποιο μέσο, ίσως το λεωφορείο 423 να γυρίσω πίσω, πέφτει ο Άθας απάνω μου, μόνιμος κάτοικος Νιουτάουν. Πάμε για μπύρες του λέω, όχι καπνίζουν, μου λέει, πάμε στο σπίτι μου ν’ αφήσω τα πράγματα να πιούμε κι ένα τσάι. Τσάι με τέτοια ζέστη; Πίνουμε ένα τσάι, μου χαρίζει ο Άθας ένα πίνακα κι ένα ρολόι τοίχου και παμε να φάμε στο lentil as anything.
Κινέζικη πρωτοχρονιά λοιπόν για το έτος του Πετεινού με κάτι φτηνά χάρτινα φαναράκια στο κοινοτικό, φιλανθρωπικό, χορτοφαγικό ρεστωράν του Νιουτάουν που όπως γράφει η λεζάντα στη φωτεινή οθόνη «λειτουργεί στη γη των Gadigal και Wangal φυλών του έθνους των Eora, που δεν θα παραδοθούν ποτέ».
Καλά τα συνθήματα και τα «πετειναρίσματα», αλλά να δούμε αν έχει και κάτι που να τρώγεται. Έχουμε λοιπόν Uppuma, γνωστό νότιο ινδικό φαγητό που περιέχει λαχανικά, αλεύρι και αλάτι. Οι θαμώνες είναι νεαρής ηλικίας, θα λέγαμε φοιτητικό κοινό που ενδιαφέρεται για την κουλτούρα, την κοινότητα, το εναλλακτικό φαγητό. Τα γκαρσόνια είναι πολύ εξυπηρετικά, κάποια δουλεύουν εθελοντικά, κάποια πληρώνονται από το ταμείο ανεργίας συμπληρώνοντας υποχρεωτικές ώρες εργασίας και συζητάνε μαζί σου. Δεν είσαι υποχρεωμένος να πληρώσεις άμα δεν μπορείς. Δίνεις ότι έχεις ευχαρίστηση, όπως στα αντιεμπορικά θεατράκια της Αθήνας. Οι φανατικοί «ιδρυματοφακιστές» πιστεύουν στην αλληλεγγύη, βοηθάνε τους μακροχρόνια άνεργους και τους περιθωριοποιημένους. Πιστεύουν στον πολυπολιστισμό, στη δικαιοσύνη και στις συλλογικές πρωτοβουλίες. Έφαγα τουφού κάτι από φασόλια λέει, εμένανε μου έμοιαζε μπριζόλα βραστή κι ένα ρύζι που έκαιγε σαν τρελό κι ήθελα ένα μπουκάλι βότκα να το σπρώξω, ήπιαμε και παγωμένο ταϋλανδέζικο τσάι. Δεν ενθουσιάστηκα όπως καταλαβαίνετε. Αλλά η συζήτηση με τη γκαρσόνα είχε ενδιαφέρον. Ο φίλος της είναι στο Νοσοκομείο άσχημα από χρήση του ναρκωτικού ice και προσπαθεί να το αντιμετωπίσει με ψυχραιμία. Πιστεύει ότι η ουσία στη ζωή είναι η κατανόηση, η φύση, η μουσική, η τέχνη, τα σπορ, όχι ο ανταγωνισμός με τον άλλο. Το έγκλημα, τα ναρκωτικά, η αστυνομία, η ψυχανάλυση είναι διαστροφή, βαρετά και άχρηστα. Νιώθει ωραία εδώ, έχει σπουδάσει νηπιαγωγός, βοήθησε στο να εκλεγεί βουλευτής μία ασιάτισσα οικολόγος στο Νιουτάουν που το θέλει ζωντανό, αλλά χωρίς αυτά τα αυτοκίνητα-κλουβιά, χαρούμενο, διαφορετικό, χρωματιστό.
Πήρα το λεωφορείο 423 που με κατεβάζει κοντά στο σπίτι. Ξεποδαριάστηκα, είκοσι χιλιόμετρα έκανα σήμερα. Ο οδηγός κατέβασε έναν πιτσιρικά που μπήκε κρατώντας κόκα και σάντουιτς. Ο μικρός έκανε νάζια στην αρχή, αλλά ο οδηγός δεν ξεκινούσε. Κατέβηκε κι ο φίλος του. Λυπήθηκα για το φίλο που ήταν χοντρούλης και θα περιμένει ώρα να τελειώσει το dinner o φίλος του, μπορεί να τον μαλώσει κι η μαμά του άμα αργήσει. Στην Ελλάδα μπαίνουμε στα λεωφορεία που είναι τίγκα με τους καφέδες στο χέρι. Το πιο χυδαίο της νεοελληνικότητας. Τουλάχιστον τρεις φορές ρίξανε τους καφέδες τους απάνω μου, το πρωί καθώς πήγαινα στη δουλειά. Χέστηκα για τα ρούχα, το κάψιμο είναι το πρόβλημα. Μια φορά πήγα έτσι, σε κακό χάλι στον Γενικό Γραμματέα που ήταν τύπος του κουτιού, μοντέλο. Σόρυ, με «καφετζώσανε», του είπα.
Ανοίγοντας το face book (ένα μέσο με το οποίο δεν έχω συμφιλιωθεί), μπας και δω τι έγινε ο Aydan, τυχαία είδα ανάρτηση του Γιώργου Παξινού, αγγλιστί φυσικά για την Ντόροθυ Μπάγκλαντ με φωτογραφία της και καπέλο μεγάλης σινιόρας 95 χρονών σήμερα. «Αυτή κι εγώ», γράφει ο Παξινός, «αποφασίσαμε πριν από 44 χρόνια να αλλάξουμε τον κόσμο ή τουλάχιστον την Αυστραλία ή έστω την Πολιτεία της Νέας Νότιας Ουαλίας και σε τελική ανάλυση το πρόσωπο του Σύδνεϋ. Ο κόσμος άλλαξε, αλλά στην πολύ αντίθετη κατεύθυνση απ’ ό,τι εμείς ελπίζαμε. Τώρα σε προχωρημένη ηλικία μιλάει (η Μπάγκλαντ) ακόμη για κοινωνική δικαιοσύνη και για την προστασία του περιβάλλοντος». Στο μεταξύ μαθαίνω ότι ο Άιντεν την ώρα του ραντεβού μας έτρωγε παγωτό τζελάτο στο διπλανό από τη Βιβλιοθήκη κατάστημα!
Μα ήθελα να του παραδώσω τα πυρηνικά προγράμματα του Ιράν!
28.1.17 Σάββατο. Πήρα τα αποτελέσματα, δεν μου φαίνονται πολύ σόι, τι πρόσφερα εγώ στις γυναίκες που αγάπησα; Τίποτα. Ούτε ένα δώρο της προκοπής, ούτε ένα κραγιόν. Στον τελικό του τέννις του γκραν σλαμ γυναικών Μελβούρνης παίζουν οι αμερικανίδες αδελφές Γουίλιαμς. Τις έχω δει στο παρελθόν, είναι δύο νταρντάνες μαύρες, μεγάλες πια σε ηλικία και η Venus 37 χρονών φωνάζει πολύ όταν χτυπάει το μπαλάκι. Αν ξυπνούσε από τη φασαρία κάποιος που είχε περιπέσει σε κώμα το 2003 θα έλεγε «α δεν είμαι για πολύ καιρό κωματιασμένος». Το φαβορί είναι η μικρότερη, η Σιρίνα, που έχει κερδίσει σε 22 τελικούς και θα τη δούμε το βράδυ με τα μακριά της νύχια σε άψογο μανικιούρ.
15ο μπάνιο στο Μπράιτον με Μαρία-Ναυσικά, Έρικα και Εμ Τζέι. Τον κατενίκησα σε δύο 200άρια απανωτά αλλά μετά φούσκωσα
«Ανορθόξο τρόπο σκέψης» για να αντιμετωπίσουμε το δυσμενές ισοζύγιο ισχύος με την Τουρκία, προτείνει ο νέος αρχηγός στόλου Παυλόπουλος. Βλέπουμε επιτέλους να αμφισβητείται κάπως «η ορθόδοξη» σκέψη.
Δεν τον αφήνουν ελεύθερο τον Μίλτο: Οι σωφρονιστικές Αρχές της Νέας Νότιας Ουαλίας απέρριψαν αίτημα του πρώην υπουργού Μίλτου Ορκόπουλου, για πρόωρη αποφυλάκιση. Το 2008 ο Ορκόπουλος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 χρόνων με την υποχρέωση να εκτίσει τουλάχιστον τα 9 χρόνια, πριν έχει το δικαίωμα πρόωρης αποφυλάκισης. Στη δίκη του είχε αναφερθεί ότι ο Ορκόπουλος έδινε πολλές φορές ενδοφλέβια ηρωίνη σε ένα ανήλικο αγόρι και στη συνέχεια έκαναν έρωτα. Το αγόρι εθίστηκε στην ηρωίνη και ο Ορκόπουλος, εκμεταλλευόμενος την εξάρτησή του αυτή, τον εφοδίαζε με ναρκωτικά και αλκοόλ και το υποχρέωνε να κάνουν έρωτα επί μια δεκαετία.
Ο Ορκόπουλος είχε κηρυχθεί ένοχος για σεξουαλικές σχέσεις με ανήλικα αγόρια, χρήση και προώθηση ναρκωτικών. Ο Ορκόπουλος, που καθαιρέθηκε από τη θέση του υπουργού Ιθαγενών, παραιτήθηκε αργότερα και από το βουλευτικό αξίωμα και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Επίσης, μέσα στη φυλακή ξυλοκοπήθηκε.
Η Σιρίνα κέρδισε κι έγραψε ιστορία. Πήρε 3,7 εκατομμύρια δολάρια και η αδερφούλα της που έχασε μόνο 1,9. Και οι δύο έδωσαν τα λεφτά στο μπαμπά τους να τα μοιράσει στα φτωχά αφροαμερικανάκια στο Χάρλεμ. Ο λευκός φίλος της τη χειροκροτούσε. Δεν είναι πολύ masculin ο φίλος της λέει η κόρη μου. Άσε μας ρε Μαρία, μόνο οι μαύροι είναι για σένα αρρενωποί.
29.1.17. Κυριακή. Δεν αντέχω τόσα λάθη, αντιφάσεις, γκάφες, δεν έχω και διορθωτή στον υπολογιστή, αλλά δεν μπορεί να είναι άλλοθι αυτό. Ποτέ δεν έχω καλό άλλοθι κι είμαι σίγουρος ότι άμα βρεθώ σε τόπο εγκλήματος ή τρομοκρατίας θα μπλέξω άσχημα. Βιάζομαι, αυτό είναι το πρόβλημα, χώρια που ώρες ώρες ό,τι θέλω γράφω. Στο προηγούμενο σημείωμα είχα γράψει «μικροί νεαροί ιθαγενείς!» Και μικροί και νεαροί! Και «ιθαγενείς». Πρέπει να τελειώνω με το ημερολόγιο. Δεν υπάρχει λόγος πια, αναμασάω τα ίδια, κάνω συνέχεια λάθη, αναδεικνύω αδυναμίες και εκτίθεμαι. Αλλά αυτός δεν ήταν ο σκοπός; Tο χειρότερο λάθος είναι που βάζω κάτω από το φακό του μικροσκόπιου γνωστούς και αγνώστους και τους κρίνω αλύπητα, τους οικείους αδυσωπήτως.
Δεν έχω καμία εκδοχή. Δεν περιμένω τίποτα, αυτό δημιουργεί την όλη δυσθυμία. Δεν μπορεί, πάντα κάτι περιμένουμε. Άλλοι περιμένουν να κερδίσουν το λαχείο. Τι να τα κάνεις τα λαχεία τώρα; Τι να τον κάνω τον ωραίο πίνακα; Σε ποιον να το δείξω; με ποια θα τον βλέπω; Αποχτούμε πράγματα όταν δεν τα θέλουμε πια. Από κεκτημένη ταχύτητα πήρα έναν Πικάσο!
Σαν τον Παπαφλέσσα είμαι, με ρακέτα και άσπρα καλτσάκια
Δεν απασχολούμαι πλέον επαγγελματικά πουθενά, κανονίστηκαν τα συνταξιοδοτικά –θα πάρω σύνταξη πριν πεθάνω, κανονίστηκαν τα θέματα υγείας, όπως κανονίστηκαν, και δεν μπορώ τις ερωτικές φαντασιώσεις να τις κάνω τέχνη. Να, τώρα είμαι ερωτευμένος εμμονικά με την ιδέα μίας γυναίκας, η εικόνα της είναι πολύ συγκεκριμένη βέβαια, είναι ωραία και μικροσκοπική, την είδα στον ύπνο μου της χάιδευα την πλάτη, όχι μ’ ένα περιστέρι όπως ο τυφλός του Μπονιουέλ στο Los Olvidados, αλλά με τα στραβά μου δάχτυλα. Τα ’χω χιλιοπεί αυτά, για τα πάθη που φοράς και πως είμαι ένας σαλταδόρος της ηδονής, ο χτικιάρης του πόθου, ένας λαγός με πρόσωπο κοριτσιού, αξεμάτιαστος, ξεβουτύρωτος, ο αναιδήμων. Κι αυτή η κοπέλα πια ποια ήταν επιτέλους μέσα στη νύχτα και στον ύπνο τον κακό; Η γυναίκα με τα αγκάθια στο λαιμό;
«Μα όλες οι γάτες φαίνονται γκρίζες μέσα το σκοτάδι της γραφής», λέει ο Ντεριντά κι ωραιότατα τον αναπαράγει Νούτσος, που δεν του λείπει το χιούμορ και η ποιητική διάθεση.
Κάνω πάλι μια βόλτα στην πόλη, με τρελαίνει η ομορφιά του Σύδνεϋ. Οδηγώ την κάντιλακ μέσα από πλατάνια, φράτζι πάνι, ευκάλυπτους στο Λούισαμ και στο Κλιμπ και ονειρεύομαι τους δαντελένιους κολπίσκους του λιμανιού και των κοριτσιών. Σχολή Καταδύσεων στη λεωφόρο Παραμάτα, Σχολή καμφού, Sabai Thai, θεραπευτικό μασάζ από την Ταϋλάνδη, Δανείζουμε Χρήμα, κάνουν όλα τα αίσχη, χαλαρώνεις, γεράνια και πελαργόνια σε γλάστρες ψηλά στις κολώνες, σκοταδιστές στη γωνιά των δρόμων ένθεν κακείθεν, γιατί έχασες την πίστη σου στον Κύριο; What if you died today? Έλα μου ντε; Παρκάρω στις παρυφές της κινέζικης συνοικίας και πνίγομαι μέσα στο πλήθος απ’ τους αχνούς της κατσαρόλας και τα καζάνια που βράζουν και η πάπια ολόσωμη στο τσιγκέλι ψημένη ζωντανή. «Στη φλεγόμενη κόλαση», λέει ο κινέζος πλασιέ ουρανών «χιλιάδες βαθμοί η φωτιά και ούτε μία σταγόνα νερό». Υπάρχει ένα πολυπολιτισμικός νεοσυντηρητισμός που δεν τον γουστάρω.
30.1.17 Αλύπητος ήλιος κι άλλο σαραντάρι, για μπάνιο στο Μπράιτον 16ο. Ο Τζωρτζ Παναγόπουλος χρηματοδοτεί ένα σχολείο στο Μπράιτον. Δεν ξέρω τι είδους σπόνσορας είναι. Εμείς ούτε ευεργέτες δεν μπορέσαμε να γίνουμε. .
Τένις με τον υιό Αντώνη. Δεν πρόλαβα να ξυριστώ, σαν τον Παπαφλέσσα είμαι, με ρακέτα και τα άσπρα μου καλτσάκια. Με δυσκολεύουν οι προβολείς. Μια χαρά τα πας μου λέει ο Αντουάν που ίδρωσε, αλλά κέρδισε και τα τρία σετ. Και τα σέρβις σου και τα χέρια σου μια χαρά είναι. Άσχετα αν δεν μπορώ να κλείσω τα δάχτυλά μου τώρα, κοκαλωμένα είναι.
Δημήτρης Τζουμάκας
Share this Post