Γιώργος Πρέκας | Τέσσερα Ποιήματα

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras

 

 

Οι φλέβες μας γεννούν χρυσό

Όταν θα ’χουμε μονάχα μια στιγμή ακόμα

Θα βουτήξουμε στον καταρράκτη από ψαμμίτη

Και θα καταλάβουμε ότι η άλλη όψη της κλεψύδρας

Μοιάζει κάπως με την πρώτη.

 

Και τότε κάποιος θα ψιθυρίσει,

Με τη φωνή του μόλις να ακούγεται, καθώς η άμμος

Η καυτή θα τσουρουφλίζει τη γλώσσα του,

«Ω! το αίμα μας δεν ήταν μόνο για να μαρτυρά πληγές!»

 

Θα ακουμπήσουμε απαλά τα μάγουλά μας στη στέρφα γη

Kαι θα αφουγκραστούμε.

Και τότε θα έρθουν να μας πάρουν

Φορώντας στον λαιμό τους ένα χρυσό πέταλο.

 

Πήγαινέ με εκεί,

Βαθιά, κάτω απ’ τον λόφο,

Εκεί πού κελαρύζει το νερό.

Γιατί δε βλέπω καλά εδώ μέσα.

Μετά τα τελευταία, τα μάτια μου σκοτείνιασαν πολύ.

Κράτα μου, έτσι, σφιχτά το χέρι, και πήγαινέ με εκεί,

Κάτω απ’ τις κυρτές βελανιδιές

Στις πεδιάδες, και στα υψίπεδα,

Εκεί που τα ξανθά αγόρια ιππεύουν

Μαύρες φοράδες.

Εκεί θέλω να με πας,

Στα ατελείωτα λιβάδια,

Κάτω απ’ τις κληματαριές με τα κόκκινα σταφύλια

Που βάρυναν απ’ τη νοσταλγία.

Εκεί πού τα άλογα βαδίζουν προς το ηλιοβασίλεμα

Και κλαίνε με λυγμούς.

Και δίπλα τους τα ξανθά αγόρια

Περιμένουν.

 

Όνειρα στην κουνιστή πολυθρόνα

Πώς εξερευνάται το σύμπαν όταν εδράζεται μέσα στην ψυχή;

Ονειρεύομαι πως είμαι κοσμοναύτης και ατενίζω. Στέλνω φιλιά στη γη.

Μα πάνω που χαμογελάω –χάνομαι– .

Με καταπίνει μια μαύρη τρύπα. Ο χρόνος ευθυγραμμίζεται.

Η ύπαρξη μου είναι μια πληγή. Ο κόσμος όλος είναι μια πληγή.

Οι παλάμες μου έχουν τρύπες, όπως και τα πόδια μου. Το πλευρό μου αιμορραγεί.

Λίγο πριν το τέλος περιμένω το αγκάθινο στεφάνι.

Εγώ, βασιλιάς του μηδενός, και δούλος των πάντων.

Οι πλανήτες τώρα κινούνται σε τροχιά γύρω από μένα.

Μες στη θολούρα μπορώ μονάχα να ξεχωρίσω τρεις. Αφήνουν έναν βόμβο. Ξένο, ανατριχιαστικό.

Ο πρώτος με πλησιάζει, μα δε με αφορά. Ο τρίτος έρχεται και τον αγνοώ. Ο δεύτερος, όμως, Καταυγάζει μαύρη λάμψη και με μαγνητίζει.

Αφήνω, λοιπόν, το μουρμουρητό να μου μιλήσει.

«Είμαι του Χριστού ο πιο μεγάλος πειρασμός. Εάν πέσεις μπρος μου και με προσκυνήσεις, Όλα τα βασίλεια που βλέπεις και τη δόξα τους στα δίνω».

Μα χαμογέλασα με αυτά τα λόγια.

Δε βλέπω τίποτα, εκτός από μαυρίλα. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω, πως σε όλη τη ζωή μου Προσκυνούσα λάθος πόδια.

 

Σταματάω να ονειρεύομαι.

Κάπου αλλάζει η πραγματικότητα γύρω μου, ή αλλάζω εγώ.

Δεν έχει σημασία που είσαι τώρα εσύ. Χθες ήταν άλλος, και σύντομα, μάλλον, άλλος θα ’ναι.

Όλοι αντανακλάσεις του εκφυλισμένου Αδάμ, όλοι θρύψαλα καθρέφτη στην καρδιά μου.

 

Εάν πιστεύεις στον Θεό κι εκείνος σε εμπιστεύεται, ρώτησέ τον.

Εάν σου πει πως δεν προσπάθησα, είναι ψεύτης.

 

Με τόσο χάος που ’χω μέσα μου, θα μπορούσα να ρημάξω ζωές. Ίσως το λαχταράω.

Μα ο Κάιν δεν είναι πια παρά μια γλυκιά ανάμνηση που με εγκαταλείπει.

Να ρημάξω ζωές.

Ασχέτως με τι μοιάζω, κατάλαβα πως δεν έχω γενναιότητα να κάνω κάτι τέτοιο.

Εάν είναι να ρημάξω μια ζωή, είναι μόνο η δικιά μου.

 

Εσύ έχεις αστέρι. Μμμ, αυτός ο γνώριμος ψίθυρος τώρα ξετυλίγει την αλήθεια του.

Μέσα σε ένα κρυστάλλινο μάτι, βυθίζεται το βλέμμα μου, ταξιδεύει ψηλά-ψηλά.

Ω! Να το αστέρι μου.

Δε με βοηθάς, του είπα, δε με βοηθάς καθόλου.

Ύστερα γύρισα και ψιθύρισα σε εκείνον που έστεκε πλάι μου και μου κρατούσε το χέρι.

Ήδη βλέπω να τρεμοπαίζει το αστέρι απ’ το οποίο κρέμεται η ψυχή μου.

 

Σώπα, μου κάνει, μη λες τέτοια πράγματα.

Μα, δεν τα λέω εγώ…

 

Ακούς;

Ποιος είναι εκεί;

Πού είμαι;

 

Έχει αλλάξει η μορφή σου. Μα, εξακολουθείς να μην είσαι εγώ.

Και εγώ;

Σταμάτα να ρωτάς για μένα.

Αναλώθηκα.

 

 

 

Carmen Silentiae

Είν’ η σιωπή

που σου μιλά

το βράδυ απ’ τα σκοτάδια.

 

Ειν’ η σιωπή

που σ’ αγαπά

μονάχος όταν μένεις.

 

Είν’ η σιωπή

που απαλά

αγγίγματα και χάδια

σού χαρίζει.

 

Είν’ η σιωπή

που όταν τη θες

δεν είναι εκεί

δε σε γνωρίζει.

 

Σπασμένο κουκλοθέατρο

Από την ανεμόσκαλα που ρίχνει το φεγγάρι για να κατέβεις προς τη γη,

Εσύ ξεγέλασε τον ουρανό.

Και λίγο πριν πατήσεις στο χώμα τα κουρασμένα πόδια σου

Θα σε συμβούλευα να τα κάνεις να χορέψουν στον αέρα.

Πλέξε το σκοινί γύρω απ’ τον λαιμό σου, και κρεμάσου,

Γίνε της σελήνης η αγαπημένη μαριονέτα.

Πάνω απ’ τη γη, ανάλαφρος. Και άσε τα δάκρυα σου να σκορπίζουν.

Κα ας λεν πως είναι αδύναμη βροχή, ψιλόβροχο.

Είναι σταγόνες δηλητήριο, πολύτιμες όσο οι περασμένοι έρωτες.

Αιωρήσου, γίνε της σελήνης η αγαπημένη μαριονέτα.

Γίνε εκκρεμές και μέτρα τους αιώνες και σκόρπιζε στους ανέμους τα φιλιά σου.

Και αν κουραστείς, λυσ’ τη θηλιά, και πέσε κάτω, σαν ώριμος πολύ, σάπιος καρπός.

Εγώ θα είμαι εκεί, γεμάτος αγωνία για αυτή τη στιγμή που πλέον θα εκπληρώνεται.

Στο μέτωπο απαλά θα σε φιλήσω, θα σε κρατήσω αγκαλιά. Θα ’χω στη χούφτα μου

Πέταλα από τριαντάφυλλα.

Και τα μάτια σου σιγά σιγά θα σε προδίδουν. Και λίγο πριν κλείσουν εντελώς,

Θα σκύψω στο αυτί και θα σου ψιθυρίσω:

«Ακούμπα το κεφάλι σου στη χούφτα μου κι αφέσου. Τα χέρια μου

Μοσχοβολάνε θάνατο».

Γιώργος Πρέκας