Ασημίνα Ξηρογιάννη | Σε βασανιστικό διάλογο με την ψυχή

In Κριτικές, Λογοτεχνία by mandragoras


Κριτική

Ασημίνα Ξηρογιάννη | Σε βασανιστικό διάλογο με την ψυχή 

Συνήθως όταν σου έρχεται στα χέρια ένα νέο βιβλίο, φρεσκοτυπωμένο, πρώτα το μυρίζεις. Έπειτα το αγγίζεις, το ξεφυλλίζεις …παιχνιδιάρικα, αμήχανα. Είναι η πρώτη επαφή πριν αρχίσεις την ανάγνωση. Όταν λοιπόν ήρθε στα χέρια μου το βιβλίο της Καίτης Βασιλάκου, καθώς το φυλλομετρούσα, έπεσε τυχαία το μάτι μου στη σελίδα 87: Mέσα μου στέκεται ένα απέραντο τοπίο,/ ακίνητο σαν μακέτα. Σιωπηλή το ξαναδιάβασα. Και έπειτα ξανά και ξανά. Σχεδόν μοιραία έγινε μέσα μου αυτόματη επιστροφή στα χρόνια της βαριάς μου κατάθλιψης, τότε που η ψυχή μου θύμιζε πλάνο από ταινία του Αγγελόπουλου. Τότε που έχανα όλες τις καθημερινές μάχες με την ζωή και την ευτυχία. Τότε που η αγωνία που με περιέβαλε σαν άνθρωπο ήταν σε ανοιχτή και επικίνδυνη ακρόαση και ανταπόκριση με την αγωνία που με «έκαιγε» ως δημιουργό. Όταν διάβασα ολόκληρο το βιβλίο επιβεβαιώθηκα για άλλη μια φορά ,αναφορικά με το πώς η ζωή ενός δημιουργού μπορεί να αποτελέσει το ερέθισμα, το έναυσμα για την τέχνη του. Στην προκειμένη περίπτωση η μακρόχρονη εμπειρία από την ψυχοθεραπεία μετουσιώνεται με τόλμη και παρρησία σε ποιητική εμπειρία. Ρώτησα την Καίτη Βασιλάκου πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο και κείνη ,μεταξύ άλλων, μου τόνισε :»Ποίηση χωρίς προσωπική αγωνία δεν υπάρχει». Και έτσι είναι.

Ποια στοιχεία όμως συνιστούν την ποιητική της Καίτης Βασιλάκου; Θα προχωρήσω σε μερικές επισημάνσεις: H ευρεία χρήση του α’ προσώπου, ο εξομολογητικός τόνος, το κατά τόπους «ημερολογιακό» ύφος προσδίδουν αμεσότητα και ευθύτητα: Δεν έχω τίποτα, εξόν ένα μεγάλο, άδειο σπίτι φορτωμένο τρομερές αναμνήσεις Ακόμα…με κερδίζει το εξής στοιχείο: ότι επιλέγει να χρησιμοποιήσει κυρίως το ρήμα και το ουσιαστικό, ενώ το επίθετο, και σωστά, χρησιμοποιείται με φειδώ: Παγιδεύτηκα,/ κουλουριάστηκα,/ έγινα κύκλος./ Τρώγω από τα κομμάτια μου/ και αναπαράγομαι./ Έξω από μένα/ δε συμβαίνει τίποτα.

Είναι, θα έλεγα, γοητευτικό το στοχαστικό βλέμμα για οικείες καταστάσεις, η έλλειψη λυρισμού και ανούσιου μελοδραματισμού, καθώς και η λιτή χρήση των εκφραστικών μέσων που προσδίδουν καθαρότητα. Απογυμνώνει και αποφορτίζει τον λόγο από περιττά στολίδια. Αφαιρεί, συμπυκνώνει, συνοψίζει: «Οι άνδρες περνούν, μαμά»/ Μόνο εσύ μένεις τελικά/ να μας παρηγορείς με το μαστίγιο. Και σε ένα άλλο δίστιχο: Μα ποιός μπορεί/ να καταλάβει από τέτοιες ηδονές/ Αυτοί εκσπερματίζουν και κοιμούνται.

Όπως προαναφέρθηκε, προβάλλει ως επί το πλείστον το «εγώ» που έχει ισχυρά «θέλω», έντονες σκέψεις και συγκρουόμενα συναισθήματα. Το «εγώ» όμως, έχει και επίγνωση των πραγμάτων: Αγαπώ/ σε λόγο υποθετικό του απραγματοποίητου,/ αγαπώ/ στη διάσταση του Αδύνατου.

Όμως κάποιες φορές (ουκ ολίγες) απευθύνεται ποικιλοτρόπως και στο λατρεμένο «εσύ»: Πρέπει, μου λες,/ ν’ ανοίξω την ταφόπλακα/ να βγάλω έξω όλους τους λυγμούς/ που έχω θάψει ζωντανούς// Να τρελαθώ από πόνο δηλαδή,/ αυτό μου λες.
Και σε άλλο ποίημα: Κάπου είσαι,/ πού είσαι αυτήν τη νύχτα;// Θέλω να κόψω φέτες το σκοτάδι,/ να σε εντοπίσω,/ θέλω να κόψω φέτες το σκοτάδι,/ μετά αλλάζω γνώμη,/ κόβω φέτες τον εαυτό μου. Και λίγο πιο πριν σε άλλο ποίημα διαβάζουμε: Θέλω ένα τραύμα κι από σένα./ Αν όμως δεν μπορείς να μου το δώσεις/ τουλάχιστον αγάπησέ με λίγο.

Η Καίτη Βασιλάκου περιδιαβαίνει στον συναισθηματικό της κόσμο, τις τάσεις, τις εντάσεις, τις διαστάσεις, τις ρωγμές του οποίου εντοπίζει. Έπειτα φιλτράρει εντέχνως τις ενδοσκοπήσεις της και γενναιόδωρα τις μοιράζει στον αναγνώστη. Το παιχνίδι με την ψυχή που διαμελίζεται, η αναζήτηση της νέας άγνωστης εμπειρίας, η ανάγκη αναμέτρησης με το παρελθόν, ο εμποδισμένος έρωτας, η αναζήτηση της αμοιβαιότητας, η διάψευση του προσώπου, ο αυτοσαρκασμός στα σημεία, η τραγική επίγνωση μιας αδιέξοδης κατάστασης, όλα αυτά είναι στοιχεία που κρυφά ή φανερά ανιχνεύονται σε αυτήν την Ποίηση και την κατατρέχουν. Πρόκειται για ποίηση υπαρξιακή με κεντρικό θέμα και άξονα τον έρωτα (και, κυρίως, τον ανανταπόδοτο και τον εμποδισμένο) και όλες τις εμμονές που αυτός συνεπάγεται. Ο Χρόνος, το Χάος, η Ηδονή, η Απουσία, η Μοναξιά, το Πάθος εντοπίζονται μέσα στα ολιγόστιχα ποιήματα της Καίτης Βασιλάκου. Μια ποίηση σε βασανιστικό διάλογο με την ψυχή του ανθρώπου/υποκειμένου, τις διαστάσεις και την ποιότητα της οποίας ζητά επίμονα να ανιχνεύσει.

Ο άνθρωπος που πάσχει δίνει υλικό στον άνθρωπο ποιητή. Ο άνθρωπος που επεξεργάζεται τα δεδομένα της ζωής του κάνει τους θλιβερούς (συχνά και επίπονους) απολογισμούς και τις ατέρμονες ενδοσκοπήσεις του και έχει ως στόχο να μοιραστεί τις εμπειρίες και τα πολύτιμα βιώματά του με τον συνάνθρωπο/αναγνώστη μέσω της ποιητικής τέχνης, με τέτοιο τρόπο όμως, ώστε αυτές αυτά να τον αφορούν. Γιατί εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι! Αυτό είναι το στοίχημα που βάζει κάθε φορά ο δημιουργός: δηλαδή πώς να κάνει τον αναγνώστη αληθινό, γνήσιο συμμέτοχο, πώς να τον εισάγει ολοκληρωτικά σε μια εμπειρία, πώς να τον βάλει σε έναν κόσμο, πώς να τον αγγίξει, πώς να τον κάνει να αισθανθεί. Αν ανατρέξετε πίσω, στην αρχή της εισήγησής μου, αν θυμηθείτε τις αρχικές μου συνδέσεις, τότε το ξέρετε ήδη. Γιατί το’ χω πει απ’ τις πρώτες κιόλας γραμμές… Η Καίτη Βασιλάκου με έχει κάνει να αισθανθώ!

Ασημίνα Ξηρογιάννη

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία