ΑΝΤΙ-ΛΟΓΙΕΣ ✽ Μύγα στον καφέ

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

 

Οι στερημένοι γίνονται υστερικοί

 Ένα ψαθάκι φορεμένο στραβά. Πάνω στην γκρενά κορδέλα του μία κουμπότρυπα δέχεται στα σωθικά της τον μίσχο ενός λευκού κρίνου. Δείχνει θαλερός· ίσως ανανεώνεται συχνά, ίσως και είναι η πρώτη μέρα της κοπής του. Με τρία πηδήματα, ο τύπος με το ψαθάκι παίρνει κατεβασιά τις σκάλες και φωνάζει από την πόρτα της κουζίνας: «Έφτασαν! Σε μισό λεπτό θα είναι εδώ». Ο χρόνος παγώνει.

*

Μια μύγα πετάει γύρω-γύρω εκνευριστικά. Είναι λερωμένη από κάτι σκούρο. Σαν γραφίτης εκτυπωτή. Το μεταφέρει παντού στο δωμάτιο. Όπου ακουμπούν τα ποδαράκια της αφήνουν σκούρα σημάδια. Ένας τύπος κάθεται κοντά στο τραπέζι και μετράει τις στάμπες· είναι μικρές, δείχνουν σαν παιδικά σφραγιδάκια πάνω στο ανοιχτόχρωμο καπάκι του τραπεζιού. Αναρωτιέται πόσα πόδια έχει η μύγα, ξύνοντας το κεφάλι του πάνω από το καπέλο. Μετράει 4-3-8 μικρά, πολύ μικρά, βεντουζάκια. Μόνο με φακό μεγεθυντικό θα μπορούσε να δει κανείς τα δαχτυλάκια τους. Ωστόσο κατάφερνε να είναι ίδια χρωματικά όλα τ’ αποτυπώματά της. Ο τύπος ξύνει πάλι το κεφάλι του πάνω από το καπέλο. Ή μήπως η διάσταση τα έκανε ίδια; Ένας τρόπος είναι ν’ αναβαπτίζει τα παπουτσάκια της σε σκούρο υγρό και να επανέρχεται. Άλλος, να τα βάφει με κάποιο εσωτερικό υγρό. Τρίτος, να συμπυκνώνει τα χρώματα η σμίκρυνση. Στο τέλος το λευκό χαρτί πάνω στο τραπέζι γεμίζει από σκούρες βούλες. Σκέφτεται πως η μύγα έβαλε στο μάτι το χαρτί του επειδή ήταν γκοφρέ και απορροφούσε τις εκκρίσεις της.

Αν δεν έκανε εκείνο το εκνευριστικά δυνατό βουητό θα την άφηνε να βόσκει πάνω στα πιάτα του νεροχύτη. Νύσταζε χθες και πήγε να κοιμηθεί χωρίς να τα πλύνει. Άλλωστε, είχε σκοπό να τα βάλει στο πλυντήριο, για απολύμανση. Δυναμώνει τον ήχο της τηλεόρασης για να μην ακούει το βουητό της μύγας. Εκείνη αντιλαμβάνεται την αντίδρασή του και αρχίζει να κάνει κύκλους πάνω από το κεφάλι του. Αυτό τον ενοχλεί. Την διώχνει περνώντας το χέρι του ξυστά από τα μαλλιά του. Αυτή επανέρχεται. Εκείνος επαναλαμβάνει την κίνηση. Η μύγα δεν δείχνει να συμμορφώνεται. Επανέρχεται.

Αρχίζει να την κυνηγάει στην αρχή με το χέρι του. Έχει την ψευδαίσθηση πως θα τη λιώσει με την παλάμη. Η μύγα ξεφεύγει από το χαρτί και πηγαίνει στις πετσέτες. Η στάση της τον εκνευρίζει περισσότερο. Φαντάζεται τί βρωμιές μπορεί κουβαλάει και αυτό τού προκαλεί αναγούλα. Μετά από τις πετσέτες πάει στο ψωμί. Ακόμα χειρότερα, σκέφτεται, αλλά ήταν καταδικασμένο αφού βρισκόταν εκτεθειμένο από το πρωί. Είχε ήδη ξεραθεί, έτσι κι αλλιώς θα το πέταγε. Ο τύπος με το ψαθάκι σηκώνεται, αρπάζει μια πετσέτα και ανεμίζοντάς την παίρνει τη μύγα στο κατόπι. Εκείνη κάνει ακόμα δύο γύρους πάνω από το κεφάλι του και κάθεται στο φλιτζάνι με τον καφέ του. Εκεί που ακουμπούσε τα χείλη του. Τρελαίνεται. Στον καφέ του; Ευτυχώς που είχε πιεί αρκετό· ήταν ήδη κάτω από τη μέση. Θα μπορούσε να φτιάξει άλλον, δεν είναι εκεί το θέμα. Αν δεν την είχε δει; Εκεί είναι το θέμα. Φουντώνει. Το μόνο που θα τον ικανοποιούσε εκείνη τη στιγμή ήταν να την λιώσει. «Αυτό είναι το τέλος σου» σκέφτεται και κατεβάζει την πετσέτα με όλη του τη δύναμη πάνω της. Αυτή πέφτει στον καφέ και πνίγεται, ή λιποθυμάει και πνίγεται, ή κηδεύεται πνιγμένη σε υγρό τάφο. Πάντως, πνίγεται. Στον καφέ του μέσα.

*

Η βρύση στάζει το νερό της πάνω στ’ άπλυτα πιάτα. Ο κύκλος τους κόβεται στα δύο, στα τρία, στα πολλά. Κάθε σταγόνα μοιράζεται σε ίσα τμήματα, γεμίζει τον νεροχύτη και ρέει συνεχόμενα προς τον τόπο της προέλευσής της. Η υγρασία της πνίγει τις ρωγμές, καλύπτει τα ξεφτίσματα του δαπέδου. Χιλιάδες πόδια έχουν συρθεί σ’ αυτό το αφύσικο πάτωμα. Από το χώμα ως την επένδυση λαμινέιτ παρεμβάλλονται σωρός από τεχνολογικές δικαιολογίες. Η μόνωση προτάσσεται ως ανάγκη. Ο πλουτισμός από την εξυπηρέτηση των ανθρωπίνων αναγκών ως ευκαιρία. Το νερό κυλάει πάνω από τις κάθετες γραμμές του πατώματος. Το νερό, η ανάσα της ζωής, η μετάγγιση της δύναμης, η ελπίδα που γίνεται απελπισία.  

«Έφτασαν. Σε μισό λεπτό θα είναι εδώ», ακούγεται μία φωνή.

Είναι αδύνατο. Δεν μπορούν. Είναι υπερβολή. Είναι παρέκκλιση από το φυσιολογικό. Ο χρόνος παγώνει μέσα στο δωμάτιο.

Οι αγοραστές προσπερνούν την εκροή του νερού και συνεχίζουν στην κατηφόρα. Αφιλόξενη τούτη η περιοχή ακούγεται να λέει ο τελευταίος. Το νερό περνάει κάτω από την πόρτα και απλώνεται στο δρόμο. Μαζί του κυλάει ένα ψαθάκι. Η κουμπότρυπα στην γκρενά κορδέλα του συγκρατεί ένα κλαδί λευκού κρίνου. Δείχνει θαλερός. Πάνω του η ψόφια μύγα του καφέ.

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου