«σιωπηλοί δρόμοι
σε γειτονιές εγκλείστων
σε άδειες λεωφόρους
με αδιέξοδες κατευθύνσεις
και κενές πλατείες»
σελ. 13
Η δυστοπία της καραντίνας προβλημάτισε ολόκληρη τη χώρα τους μήνες που πέρασαν. Ο Μάρτιος του 2020 ήταν ο πρώτος μήνας της καραντίνας που μας καθήλωσε όλους στο σπίτι και μας αγκύλωσε πρωτόγνωρα και ποικιλοτρόπως. Ο «Μη άρτιος Μάρτιος» του Κωστή Τριανταφύλλου από τις εκδόσεις Μανδραγόρα κυκλοφόρησε πρόσφατα και έχει ως σημείο αναφοράς αυτό τον μήνα καθώς χαρακτηρίζεται από τον Κωστή ως «απαγορευτικός» και «δύσκολος».
Η ώριμη καλλιτεχνική ματιά του Κωστή Τριανταφύλλου εισδύει στη συγκυρία της καραντίνας για να μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα του περιορισμού και ταυτόχρονα να μας απεγκλωβίσει στοχαστικά «ήρθε η άνοιξη/ ήρθε εκείνη με τους ωραίους τονισμούς των λέξεων/ ήρθε η πληροφορία/ ήρθε η απαγόρευση/ ήρθαν τα πρώτα κρούσματα/ οι πρώτοι νεκροί/ οι πρώτοι αριθμοί/ οι πρώτες άγνωστες λέξεις/ που όπως και να το κάνεις/ μας σφίξαν την ψυχή/ για σένα/ για το αύριο/ του κόσμου» σελ. 9 από το «σημειωματάριο πανδημίας».
Στο «γενεαλογικό δένδρο» ο ποιητής κάνει μια κατάφορη συνειδητο- ποίηση του εαυτού με το παρελθόν προμηνύοντας ως αναπόφευκτη ακολουθία ένα αβέβαιο μέλλον «δεν υπάρχει ακόμα τίποτα, όπως θα έγραφα το 1974/ κι έρχομαι ακριβώς από αυτό το τίποτα/ και μέσα του ζω». Παράλληλα θίγει το οικολογικό ζήτημα τοποθετώντας την υγειονομική «βόμβα» του ιού ως μια πιθανή έκβαση ενός ασύδοτου σύγχρονου τρόπου ζωής «…ζω στην εποχή των μεγαλουπόλεων/ αδειάζουμε το έδαφος από το περιεχόμενο του/ μολύνουμε τον αέρα και την θάλασσα/ γίναμε η αρρώστια του πολιτισμού μας/ της κατανάλωσης των πάντων» σελ. 11.
Στο ποίημα «γειτονιά» σελ. 15 ο Κωστής περιγράφει με ζοφερές εικόνες τη νέα συνθήκη ερημοποίησης που προήλθε από την καραντίνα και μετάλλαξε την έννοια της γειτονιάς και της συμβίωσης σε σημείο ποιοτικής μεταστροφής του οικείου «…γειτονιά των αβάσταχτων λέξεων/ λαχειοφόρος αγορά του κάτω κόσμου/ άνθρωποι της γειτονικής ματιάς/ της καθαρής σχέσης/ της συμπιεσμένης καθημερινότητας γειτονιά/ μες στο ντουμάνι των ονείρων/ ο ένας μετά τον άλλον/ να πεθαίνουν/ στη γειτονιά των φαντασμάτων».
Ακολούθως, στη σελίδα 19 της συλλογής ο ποιητής διερωτάται «τα σκόρπια ποιήματα δεν ανήκουν σε ένα βιβλίο/ και σε έναν συγγραφέα/ και δεν θυμάσαι καν πού τα διάβασες/ πριν από το γεγονός ή μετά; σκόρπιες σκέψεις που δεν ξέρεις πόσο θάνατο χωράνε…». Σαφώς η προβληματική της συγγραφής έρχεται να συναντήσει τη νέα προβληματική κατάσταση του εγκλεισμού και να καταδείξει ίσως έναν νοητό τρόπο διαφυγής του βιώματος του περιορισμού. Άλλωστε, ο τίτλος της συλλογής με το λογοπαίγνιο του «Μη- άρτιου» Μαρτίου μας εντυπώνει την κυρίαρχη σκέψη του ατελούς, του ανολοκλήρωτου, του ελλιπούς Μαρτίου που επιζητά στα μάτια του ποιητή μια κάποια καλλιτεχνική αντί- δραση ως την έσχατη θεραπεία.
«ο Covid- 19» γίνεται τίτλος στη σελίδα 31 αφού «γιαυτόν μιλάει όλη η γη/ γιαυτόν κλείσαν τα σύνορα/ γιαυτόν κλειστήκαμε στον εαυτό μας…/γιαυτόν γίναμε όλοι μασκοφόροι». Πιο κάτω, στο «αληθινό παραμύθι» διαβάζουμε ανέλπιστα μια θετική αντιμετώπιση του ιού καθώς ανοίγεται ένα παράθυρο στην περιβαλλοντική απαίτηση των καιρών μας «… τώρα που η φύση ηρέμησε για λίγο/ κι είδαμε εξοχή μέσα στην πόλη/ στην άκρη του κόσμου/ φτάσαν οι μυρωδιές απ’ τα λουλούδια του κήπου/ στο χέρι σου είναι να δώσεις ξανά/ στη γη/ αυτό που της στέρησες/ που κατανάλωσες/ και την κατέστρεψες».
Αξίζει να σημειωθεί πως ο ποιητής αποπειράται επιπλέον μιας βιοαισθητικής διερεύνησης της γλώσσας καταγγέλλοντας την «γλωσσική κατάληψη για να ξεχάσουμε τη γλώσσα μας/ κατάληψη της φαντασίας μας/ κατάληψη της ζωής μας/ κατάληψη…» στη σελίδα 27. Σε αυτό το πλαίσιο ο γράφων φαίνεται ιδιαιτέρως προβληματισμένος με τη λειτουργική υπόσταση των λέξεων. Εκείνες κάποτε αποκτούν σημασίες καινοφανείς, αλλότριες από την αρχική τους πρόθεση, το λεξιλόγιο της επικαιρότητας μας «ξαναμαθαίνει» έννοιες της ιατρικής και της βιολογίας χωρίς πάντα να τις κατανοούμε πλήρως. Ο Κωστής με το δικό του ταλέντο τις αλιεύει εντέχνως και μας τις ξαναπαρουσιάζει σε ένα άκρως λειτουργικό ποιητικό σύμπαν, η «πανδημία», το «νέο κύμα», η «κανονικότητα», οι «μασκοφόροι» και τόσες άλλες λέξεις επανοικειώνουν την πρόσφατη καθημερινότητα στα ποιήματα του Μαρτίου. Ενδεχομένως, ως απόρροια αυτού διαβάζουμε το στίχο στη σελίδα 19 «για να κάνεις την πραγματικότητα μέσα στις λέξεις ποίηση».
Ομολογουμένως ο Μάρτιος εκείνος ήταν ένα ιδανικό εφαλτήριο για την υπενθύμιση της διαρκούς εγρήγορσης όλων μας, τόσο για τις καλλιτεχνικές μας προτεραιότητες όσο και για τις κοινωνικές – πάγιο ζητούμενο διαχρονικά «…το μόνο που συνεχίζει να δουλεύει είναι η εγκληματική οργάνωση του κέρδους» σελ. 39. Η φτωχοποίηση, ο εμμονικός πλουτισμός , η ανυπόφορη μοναξιά της αυτοματοποιημένης ζωής εναλλάσσονται σε στίχους – καταγγελτήριο στη σελίδα 29. Ο Κωστής μας υπενθυμίζει πως «χρειάζεται εσωτερικός εχθρός/ για να λειτουργήσει το σύστημα/ να σταματήσει τις εχθροπραξίες/ να κάνει μια στιγμιαία παγκόσμια ειρήνη/ παγκόσμια εκεχειρία/ συμφωνία του 1% που δίνουν τα χέρια/ που τρίβουν τα χέρια τους/ για καινούργια φτώχεια και σιωπητήριο/ για να κλειστούμε μέσα/ να μείνουμε σπίτι ή στην άκρη/ του δρόμου/ του τίποτα/ της μοναξιάς/ για να μείνουμε μια κι έξω στο τόπο!/ απέχω για να έχω την αγωνία μου».
Ο «Μη άρτιος Μάρτιος» του Κωστή Τριανταφύλλου αποτελεί αναμφισβήτητα ένα επίκαιρο ανάγνωσμα σμιλευμένο από τα πιο πρόσφατα γεγονότα του κορωνοϊού παγκοσμίως. Αποδεικνύει περίτρανα πως οι καλλιτέχνες πρώτα απ’ όλα οφείλουν να έχουν λόγο για ό, τι συμβαίνει, να δίνουν στοχαστικές διεξόδους και να ανοίγουν έναν διερευνητικό διάλογο με το αναγνωστικό κοινό για τα δεδομένα διαβίωσης που συνεχώς αλλάζουν «υπάρχουν τόσοι εχθροί για να μπορέσεις να υπάρξεις/ να τους προσπεράσεις να παλέψεις/ ανάμεσά μας ακόμα ένας απρόβλεπτος επισκέπτης της ζωής μας/ … η ζωή στον πάγο/ απορύθμιση» σελ. 26.
Κωστή, ευχαριστούμε για την παρακαταθήκη του δικού σου Μαρτίου, του Μαρτίου που σε όλους μας στοίχισε κάτι παραπάνω στις δημόσιες και ιδιωτικές του υποθέσεις. Μακάρι να μην ξανάρθει η μέρα ή και ο μήνας που να χρειαστεί να υποκύψουμε σε αυτοπεριορισμούς παντός είδους. Όμως, κι αν ποτέ ξαναχρειαστεί, το παράδειγμα της δικής σου ποιητικής παρακαταθήκης κάτι νέο θα φωτίσει σε μια συσκοτισμένη πραγματικότητα, σε μια «κανονικότητα» που αποξενώνει και απανθρωπίζει.
Η ποιητική δημιουργία ας είναι λοιπόν το πιο «άρτιο» και σημαντικό όπλο όλων μας ενάντια στην κοινωνική και κατ’ επέκταση υπαρξιακή ακινησία. Μια ίαση στην απειλή της ιογενούς φυσικής και πνευματικής ατροφίας του ανθρώπου.
«για να μην τρομάξεις
να μην φοβηθείς
να συνεχίσεις να σκέφτεσαι όλους μας
για να σου σφίξω το χέρι»
σελ. 7
Πηνελόπη Ζαρδούκα, φιλόλογος και ποιήτρια