Η «Άγνωστη» Εκκλησία των Ιπποτών της Μελίτης (Μάλτας) στη Λακωνία

In Uncategorized by mandragoras

 

Ο ναός της Παντάνασσας Γερουμάνας

Μιλτιάδης Τσαπόγας

Καθώς κινείται κανείς από τους Μολάους προς τη Νεάπολη Βοιών, περίπου εις το μέσον της διαδρομής αυτής, σ’ ένα ψήλωμα της γης που θωρεί θεσπέσια τον Λακωνικό Κόλπο και τ’ ακρωτήρι «Κουλέντι» (όπου και ο βυζαντινός ομώνυμος πύργος) και σιμά στο κοιμητήρι του χωριού Παντάνασσα, ένας ναός μεσαιωνικός με παράξενη αρχιτεκτονική παρουσιάζεται πίσω από ένα παλαιό πέτρινο περιτοίχισμα και προβληματίζει. Ανοίγοντας ο επισκέπτης την αυλόθυρα του αυτού περιτοιχίσματος, απαντιέται με τον ναό που άλλοτε ήτανε αφιερωμένος μοναχά στην Παναγιά, μα τώρα είναι τρισυπόστατος, αφιερωμένος επίσης στους Αγίους Αθανάσιο και Σπυρίδωνα.

Οι τρούλοι που μετρά κανείς σ’ αυτή την παράξενη εκκλησιά είναι πέντε, τέσσερις μικροί στις γωνιές και ένας κεντρικός οκταγωνικός στη μέση. Η αρχιτεκτονική του ναού ξεγελά το μάτι, που με το πρώτο τήραγμα ο ταξιδευτής τον λογαριάζει για οικοδόμημα καμωμένο από τους Βυζαντινούς. Παρ’ όλα αυτά, με μια πιο προσεχτική ματιά ανακαλύπτεις ότι σ’ αυτόν τον αινιγματικό ναό υπάρχει πάντρεμα στοιχείων, ανατολικών και δυτικών. Οι πύλες για το ναό είναι καθαρά γοτθικής τεχνοτροπίας και μαρτυρούν ακριβώς αυτό το γεγονός. Ένας πέτρινος σταυρός με οχτώ πεπλατυσμένες κεραίες στο ανώφλι του νοτίου θυρώματος εξομολογιέται και την ταυτότητα του ανεγέρτη του ναού, τουτέστι του διασήμου εις τον μεσαίωνα ιεροπολεμικού τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, που αλλιώς καλείται και Τάγμα των Ιωαννιτών, Ιππότες της Ρόδου, Ιππότες της Μάλτας, Οσπιταλιέροι, καθώς και Σπιταλιώτες.

Μέχρι πρότινος, οι ερευνητές δυσκολεύονταν να βρουν τον ανεγέρτη, ενώ τα συμπεράσματά τους, με όσο επιστημονικό τρόπο κι αν διαμορφώνονταν, φαίνεται πως ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους λανθασμένα. Ο δρόμος, τελικώς, της επίλυσης πίσω από το αίνιγμα του ναού, δείχνει να φανερώνεται από τη γνωστή βυζαντινολόγο Ασπασία Λούβη-Κίζη, η οποία, έχει κατορθώσει (πιθανότατα) να λύσει και τον γρίφο που τυλίγει τον «παράξενο» γλυπτό διάκοσμο του ναού του Αγίου Γεωργίου στο κάστρο του Γερακίου. Εντούτοις, μολονότι και οι δύο προαναφερθέντες ναοί (Η Παντάνασσα Γερουμάνας και ο Άγιος Γεώργιος Γερακίου) σχετίζονται με τους Ιωαννίτες ιππότες, θα πρέπει να ειπούμε πως δεν συνδέονται και χρονολογικά –ως προς την εποχή της οικοδόμησης– μεταξύ τους, ούτε και με τα ίδια πρόσωπα. Τούτο σημαίνει πως ο Αραγωνέζος ιππότης Íñigo de Alfaro και ο δευτερότοκος αδερφός του, φιγούρες για τις οποίες γνωρίζομε πως κατά πάσα πιθανότητα συνδέονται με το Γεράκι (ένεκα των εκεί σωζόμενων θυρεών τους), καμιά σχέση δεν έχουν με την εκκλησιά της Γερουμάνας η οποία αποτελεί ως θέμα το ήμισυ του παρόντος άρθρου μας, καθώς η δράση τους στην Πελοπόννησο τοποθετείται στα χρόνια της παραμονής των Ιωαννιτών Ιπποτών στον Μοριά κατά τα έτη 1379-1382.

Μολαταύτα, οι ενέργειες των Ιωαννιτών Ιπποτών εις την χερσόνησο της Πελοποννήσου προς εγκατάσταση δεν σταματούν στα 1382, αλλά εξακολουθούν και με τις πρώτες αχτίδες του 15ου αιώνα, αφού τότε, στα 1400, αγοράζουν από τον Δεσπότη του Μυστρός Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο τόσο την ίδια την καστροπολιτεία, όσο και την πόλη της Κορίνθου. Ωστόσο, όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζομε, η αγοραπωλησία αυτή προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των ορθοδόξων ως προς το δόγμα Ελλήνων, με αποτέλεσμα οι ιππότες να εγκαταλείψουν σύντομα την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Πελοποννήσου και να καταφύγουν με ειρηνικές διαδικασίες στα Βάτικα, μια περιοχή με καλό λιμένα (ας μη λησμονούμε πως οι Σπιταλιώτες ήταν και σπουδαίοι θαλασσομάχοι, για τούτο και επέλεγαν, όποτε ήταν δυνατό σε μια εγκατάστασή τους, τόπο που θα τους παρείχε ένα άνετο επίνειο για τα καράβια τους) και άριστη εποπτεία του Λακωνικού κόλπου. Έτσι, όπως όλα δείχνουν, κατά το διάστημα μεταξύ των ετών 1400 και1404 (Σ.τ.Σ. στα 1404 οι Ιωαννίτες αποχώρησαν από τον Μοριά, ωστόσο, επισημαίνομε ότι ξαναδοκίμασαν και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας) οι Σπιταλιώτες ανέγειραν σε ύψωμα με άριστη θέα κοντινά στα σημερινά χωριά Παντάνασσα και Κρυόβρυση τον ναό της «Παντάνασσας Γερουμάνας». Πιθανόν δε κατά την άποψή του υποφαινόμενου, είναι να οχυρώθηκαν και εις το παλαιότερο από την εποχή τους «Κάστρο της Αγίας Παρασκευής» καθώς και να ίδρυσαν, και τον γειτονικό στο αυτό φρούριο οικισμό του Φαρακλού. Όμως για τούτο το «σενάριο» θα κάνομε λόγο εις το τελευταίο μέρος του κειμένου μας.

Εξετάζοντας κανείς τον ναό της Παντάνασσας, κυριαρχείται έντονα από το ρώτημα του πώς οι καθολικοί εις το δόγμα αυτοί μοναχοί-πολεμιστές και νοσοκόμοι επέλεξαν ο χώρος όπου θα λατρεύουν τον Θεό να ομοιάζει τόσο πολύ με βυζαντινός και να μην κινείται απόλυτα στα πρότυπα των δυτικών εκκλησιών. Σίγουρη απάντηση στην ερώτηση αυτή δεν είμαστε σε θέση να δώσομε, πιθανολογούμε δε όμως, ότι ετούτο συνέβη απλώς για να μην προκαλέσουν δυσαρέσκεια, κυρίως στο θρησκευτικό συναίσθημα και δευτερευόντως στην αισθητική των ντόπιων. Επιπλέον, εδώ καλό θα είναι να θυμηθούμε ότι κάπως παρεμφερείς ως προς την αρχιτεκτονική αυτή εκκλησιές συναντούμε και αλλού εις τον τόπο του Μορέως, όπως στο Ανήλιο (Γλάτσα) της Ηλείας (τη λεγόμενη «Παναγιά»), στη Γαστούνη του ιδίου νομού (Παναγιά η Καθολική) καθώς και στην Ανδρούσα της Μεσσηνίας (κοιμητηριακός ναός του «Αγίου Γεωργίου»). Από τον παραπάνω «κανόνα» εξαιρούνται τα μεγάλα αβαεία των Φράγκων που οικοδομήθηκαν κατά τον 13ο αιώνα, όπως η «Μονή Ζαρακά» των Κιστερκιανών μοναχών στη Στυμφαλία ή η «Παναγιά της Ίσοβας» κοντά στα Κρέστενα στην Ηλεία, η οποία άνηκε εις το ίδιο μοναστικό τάγμα, καθώς και άλλες αμιγώς γοτθικές εκκλησιές, όπως η περίφημη «Αγία Σοφία» της Ανδραβίδας (αυλικός ναός των Βιλλεαρδουίνων) η οποία άνηκε εις τους Δομινικανούς.

Αφού κάμει κανείς τον γύρο του ναού, θα διαπιστώσει πως η πύλη που θωρεί κατά τη δύση είναι και η κύρια. Στρέφοντας τη ματιά του στο πίσω μέρος της πύλης και απάνω απ’ το ανώφλι, συναντά με το βλέμμα του το τριγωνικό «κενό» ενός απολαξευμένου θυρεού. Σύμφωνα με την βυζαντινολόγο Ασπασία Λούβη-Κίζη, ετούτος ο «αδειανός χώρος» είναι πολύ πιθανό να σκεπαζόταν άλλοτε από το οικόσημο του Dominique d’Allemagne, του εκπροσώπου των Σπιταλιωτών ιπποτών στον Μοριά. Για τον Dominique d’Allemagne, που σύμφωνα με την ιδία δεν αποκλείεται από την προφορά του ονόματός του να προέκυψε η ονομασία «Γερουμάνα», ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά. Αυτό που γνωρίζομε ωστόσο με βεβαιότητα, είναι πως υπήρξε ο αποδέκτης του ποσού της πρώτης δόσης χρημάτων, που οριζόταν από τη συνθήκη μεταξύ Βυζαντινών και Ιωαννιτών, για την απομάκρυνση των τελευταίων από τον Μοριά στα 1404. Τούτη η συναλλαγή, έγινε κοντά στον Βασιλοπόταμο ποταμό (όπου και ο θαυμαστός υδροβιότοπος), σε μέρος που ο d’Allemagne είχε αγκυροβολήσει τη γαλέρα του.

Ολοκληρώνοντας τα περί της ιπποτικής αυτής εκκλησιάς, παραθέτομε τα όσα λέγει διά την αρχιτεκτονική της, σε κατατοπιστικό άρθρο της η Αρχιεπισκοπή των Αθηνών: «Ο ναός είναι σχεδόν τετράγωνος σε κάτοψη, σταυροειδής εγγεγραμμένος, με μεταγενέστερο νάρθηκα και ο σχεδιασμός του χαρακτηρίζεται από ακρίβεια και συμμετρία. Έχει πέντε τρούλους, έναν κεντρικό, που στηρίζεται σε τέσσερις κίονες εσωτερικά, και τέσσερις μικρότερους στα γωνιακά διαμερίσματα. Αυτή η διαμόρφωση, σε συνδυασμό με την πλινθοπερίκλειστη κατασκευή των τοίχων, αμελέστερη στο κατώτερο τμήμα, και ορισμένα ακόμα δομικά χαρακτηριστικά, παραπέμπουν (σ.σ. όπως είδαμε και προηγουμένως) σε επιδράσεις από την παράδοση της Δύσης, συνδυασμένες με στοιχεία της παραδοσιακής βυζαντινής αρχιτεκτονικής».Στο εσωτερικό του διατηρούνται μόνο τμήματα του τοιχογραφικού διακόσμου που κάλυπτε αρχικά όλες τις επιφάνειες, έργο καλής ποιότητας, χαρακτηριστικό της παλαιολόγειας τέχνης. Το ιερό χωρίζεται από τον κυρίως ναό με κτιστό τέμπλο στο οποίο υπάρχουν εσοχές για την τοποθέτηση φορητών εικόνων.

Ο Μιλτιάδης Τσαπόγας είναι συγγραφέας, αρθρογράφος και ερασιτέχνης φωτογράφος. Αρθρογραφεί από τα είκοσί του έτη σε περιοδικά ειδικού τύπου, ενώ έχει συνεργαστεί και με την εφημερίδα Φωνή της Καλαμάτας (της πόλεως στην οποία κατοικεί). Ακόμα, στο μακρινό παρελθόν, υπήρξε μέλος και συντονιστής της εξερευνητικής Ομάδας Πυθέας. Ως συγγραφέας, έκανε την εμφάνισή του μέσω του έργου του Νικόλαου Κουμαρτζή Κάστρα και Θρύλοι στην Ελλάδα, γράφοντας για την καστροπολιτεία της Μονεμβασίας. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Πέτρα και Ξίφος (Εκδόσεις Δαιδάλεος), κύριος συγγραφέας και φωτογράφος του βιβλίου Άγνωστη Πελοπόννησος (Εκδόσεις Οξύ), ενώ έχει συμμετάσχει και στα συλλογικά έργα Μυστική Ελλάδα – Παράξενος Ταξιδιώτης (Εκδόσεις Αρχέτυπο), Αλχημεία – Η Μυστική Τέχνη των Σοφών (Εκδόσεις Αρχέτυπο). Επίσης, έχει παρουσιάσει πληθώρα φωτογραφιών του σε προσωπικές εκθέσεις με θέμα τα μεσαιωνικά μνημεία της Πελοποννήσου (Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας 2019, Κάστρο «Cisterna Rubea» 2019, Διοργάνωση: nARTura) και συμπαρουσιάσει, μαζί με τον Νικόλαο Κουμαρτζή στην Παλιά Πόλη της Ρόδου το 2010, στο πλαίσιο του Μεσαιωνικού Φεστιβάλ της νήσου (Διοργάνωση: Medieval Rose. Τα περιοδικά πανελλαδικής εμβέλειας με τα οποία έχει συνεργαστεί ως αρθρογράφος είναι: Φαινόμενα (Ένθετο της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος), GEO, Mystery, Forbidden History, Άωτον, καθώς και με το μεσσηνιακό περιοδικό Όριον. Άρθρα του, έχουν δημοσιευτεί επίσης και σε άλλες εφημερίδες (ή περιοδικά) της χώρας, όπως η Ροδιακή (Ημερήσια Πρωινή Εφημερίδα της Ρόδου), ο Μεσσηνιακός Λόγος κ.α. Τέλος, από τα μέσα του 2019 σε μηνιαία βάση, συνεργάζεται με το περιοδικό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας των Πατρών Πατρινοί Ορίζοντες, συγγράφοντας άρθρα με θεματολογία τα μεσαιωνικά κάστρα της Πελοποννήσου.

  • Το βιβλίο Ιππότες στον Μοριά (Εκδόσεις Δαιδάλεος, 2020), είναι το νεότερο έργο του.