Ίσως δε χρειαστεί τελικά να μιλήσω με τον ψυχαναλυτή μου –κι ελπίζω να μη μου καταμαρτυρήσετε ως περιττή αστική πολυτέλεια την ψυχανάλυση, ιδιαίτερα σε περιόδους ανέχειας–, όμως κάτι σημαίνει η επιστροφή στο γενέθλιο λόφο του Ιππίου Κολωνού. Φαίνεται πως με τα χρόνια αποκτούμε δυο βασικά ελαττώματα, της αυτοαναφοράς και των αναμνήσεων, συχνά περιττών και ανούσιων για τον περίγυρό μας. Ελαττώματα που στη βάση τους παραμένουν αντιφατικά, ενδεικτικά μιας σύγχυσης που συνοδεύει την ωριμότητα(;). Γιατί, αν περιαυτολογώ επιδιώκοντας να παραμένω στο επίκεντρο, σημαίνει πως διατηρώ βεβαιότητες ικανές να δικαιώσουν ή να ωραιοποιήσουν τον βίο και την πολιτεία μου. Όμως τότε τι χρειάζεται η αμήχανη επιστροφή μου στο χθες; Αφού ως καταξιωμένος πλασάρομαι στο παρόν και εξακολουθώ να κυριαρχώ απλά και μόνο με τη δυναμική τού παρελθόντος (και ανεξαρτήτως νέας πρότασης ή νέου έργου), στο μέλλον. Μήπως άραγε είναι τελικά ανασφαλείς όλοι αυτοί που επιθυμούν να διαδραματίζουν ρόλους «Νέστωρα» και «Τειρεσία» άλλοτε προφητεύοντας εμπάθειες κι άλλοτε καταδιώκοντας απόψεις; Και τελικά ποιον ενδιαφέρει η δική μου επιστροφή στον άλλοτε παραποτάμιο παρά τις όχθες του Κηφισού, αριστοκρατικό δήμο της Αρχαίας Αθήνας; Ερώτημα που μένει να απαντηθεί από την εξέλιξη της στήλης στο άμεσο μέλλον. Με τους αναγνώστες να έχουν τον πρώτο ρόλο.
Απλώς ήθελα να συνδέσω τις δυο επιστροφές: οίκου και λόγου, ή έστω του γραπτού κειμένου μέσα από τις σελίδες της συντρόφισσας Εποχής. Από την άλλη ζήλευα που το τελευταίο καιρό διάβαζα διαρκώς σε άλλες εφημερίδες την επιστολογραφία άλλων: γράμματα ο ένας από Παρίσι, γράμματα ο άλλος από Λονδίνο, γράμματα ο τρίτος από Κίνα, είπα κι εγώ να αλληλογραφήσω από τον σαφώς ιερότερο και ιστορικότερο, (γιατί μόνο ο Πλεύρης θα μονοπωλεί την ιστορία μας;), Κολωνό. Να σας μιλήσω για το λόφο που συναντιόμαστε τα μεσημέρια λίγο πριν το κουδούνι των 2μμ στο μοναδικό ίσως, εκείνα τα χρόνια, Μικτό Γυμνάσιο, για τον φασίστα γυμνασιάρχη που έκανε εφόδους και μύριζε, για τσιγάρα, τα δάχτυλά μας, εκεί δίπλα στο εκκλησάκι της Αγίας Ελεούσας με τον ασπρισμένο μαντρότοιχο και τα παρτέρια με τις ντάλιες, (ίδιες με αυτές στα έργα του Τσαρούχη), για τις περιγραφές του Παυσανία που τότε αγνοούσαμε. Γιατί κανένας δάσκαλος στα έξι χρόνια δε σκέφτηκε να μας πάρει από το χέρι, να μας καθίσει δίπλα στα μνημεία που στολίζουν τους τάφους των δυο Κάρολων, του αρχαιολόγου ‘Οτφριντ Μύλλερ και του συναδέλφου του Λενορμάν, και να μας διαβάσει από τα «Αττικά» τού περιηγητή τη μαρτυρία του, για τον τάφο του Πλάτωνα που συνάντησε μεταξύ της Ακαδημίας και του λόφου, με το άγαλμα του Ιππίου Ποσειδώνας να κυριαρχεί στα ανατολικά. Είναι ο σημερινός ιερός χώρος με τα βυτιοφόρα, τους τόνους σκουπιδιών, τα χιλιάδες ελαστικά να καίνε στον ήλιο, τα διάσπαρτα αρχαία μάρμαρα (κι όχι απλά όστρακα) που περιμένουν συναρμολογητή, τις παράγκες και τα πλινθόκτιστα που δείχνουν την ποιότητα του σύγχρονου πολιτισμού μας. Που δεν παρέχουν άλλοθι ούτε για τα κόμματα εξουσίας, μήτε για τις ισχνές «καταγραφές» της μειοψηφούσας αριστεράς.
Ουδέποτε τόλμησα να πάω μέχρι «τα αρχαία» εκεί όπου οι μάγκες της εποχής επιδείκνυαν στην μπάλα τα κατορθώματά τους. Τα δικά μου παιχνίδια παρέμεναν επιτραπέζια, όπως επιτραπέζιος παραμένω ακόμα, ώρες ξενέρωτος στα κομπιούτερ. Κανείς δεν μας υποψίασε κι ας πλέαμε σε πελάγη ενθουσιασμού όταν κάποιο μεσημέρι αντικρίσαμε στον περίγυρο συνθήματα κατά της χούντας και μάλιστα τονισμένα από τον ασβέστη που απερίσκεπτα είχε χύσει μάταια, για να σβηστούν, η καθαρίστρια του σχολείου. Στο καφενεδάκι του λόφου των αδελφών Καπράλου, με την ξύλινη κολώνα της ΔΕΗ να τρυπάει τα κεραμίδια της στέγης, φευγάτος απ’ την απογευματινή γυμναστική διάβαζα με αγωνία στις εφημερίδες της εποχής τις διαδηλώσεις της κατσαρόλας, στη Χιλή του Αλιέντε. Είχε αρχίσει από τότε η εξάρτησή μου απ’ τον καφέ. Απλώς με τον καιρό εξέλιξα τον τούρκικο σ’ εσπρέσο.
Ακόμα και τώρα νομίζω ότι ανακαλύπτω ξανά τη μικρή σπηλιά μέσα στο παλιό νταμάρι, στο υπαίθριο σήμερα θεατράκι, απ’ όπου τα χρόνια του μύθου κατέβαιναν οι νεκροί στον Άδη. Στο ίδιο βαθύ άντρο δια μέσου της χαλκοπόδου οδού, αναζήτησε τη λύτρωση ο μιαρός και τυφλός Οιδίπους, εγκαταλείποντας την πατρίδα του Θήβα, για να φθάσει στον Κολωνό, όπως το θέλησε ο μύθος του άλλου επιφανούς Κολωνιώτη Σοφοκλή. Στην οδό Αντιγόνης, στην Ηλέκτρας, την Ιοκάστης, την Ξανθίππης, ξεναγούσα τον γιο μου στα πρώτα του γράμματα, παίρνοντας αφορμή από τη ζωντανή συνέχεια των δρόμων, για να του διηγηθώ παραμύθια και ιστορίες που τότε τον άφηναν έκπληκτο. Αυτή τη συνέχεια, στα πολλά επίπεδά της, θα ’θελα να ιστορήσω παίρνοντας αφορμή από τον Κολωνό και τα απωθημένα μου γράμματα. Μέχρι που οι καθημερινές σκηνές του δρόμου έφεραν στο προσκήνιο, δίπλα στο ανακαινισμένο Εθνικό θέατρο –ιδού όλα τα σκηνικά μαζεμένα– την ιδέα μιας πολύπαθης γωνίας της απειροελάχιστης οδού Ξούθου στη συμβολή της με την Μενάνδρου. Κάπως έτσι προέκυψε η στήλη που υπόσχεται τα πάντα και το τίποτα. Αλλά επ’ αυτών στο επόμενο φύλλο.
Κώστας Κρεμμύδας