Ποίηση
Σταύρος Μίχας |7 Ποιήματα
Αητός Νίκος Γκάτσος
Τρέχα φύγε αητέ.
Πού να πάω;
Στη τσακισμένη πέτρα.
Τι να φάω τι να πιω;
Ένα κόκκινο αηδόνι.
Πώς να το σφάξω;
Με μαχαίρι απ’ το φεγγάρι.
Πού ’ναι το μαχαίρι;
Οι φωτιές το κάψαν.
Οι φωτιές που πήγαν;
Οι βροχές τις σβήσαν.
Οι βροχές που πάνε;
Τα βουνά τις ήπιαν.
Τα βουνά τι γίναν;
Οι θεοί τα γκρέμισαν.
Οι θεοί πού είναι;
Χάθηκαν στον ουρανό.
Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 1996
NΑ ΦΥΓΕΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Η ΣΚΟΝΗ
στον Νίκο Γκάτσο
Σαν την πρώτη μέρα του κόσμου
κι όλα σωπαίνουν.
Σχίζει το βράχο η φωνή σου
βαθαίνει η γλύκα στην καρδιά σου.
Μαύρο κοράκι στο νερό
κλαδί ανθεί πιο πέρα
νεκρό πουλί πιο κει
μα η ψυχούλα του τραγουδισμένη.
Ό,τι έχει μείνει στον ουρανό
τα πήρε τ’ όνειρο της μέρας.
Πυράκανθοι στα χέρια σου
ανάβουν μικρές φωτίτσες
κι απ’ την κραυγή του γερακιού
ανάβει αστροπελέκι.
Εκεί που τα δέντρα χάνονται
φυτρώνει θυμάρι κι άγρια μέντα
κι ένα τραγούδι από φως
στα μάτια σου ξυπνάει.
Η μέρα σε γέμισε φιλιά
σε γέμισε λουλούδια
κι έφερε δάκρυα χαράς
να φύγει του κόσμου η σκόνη.
Ο ΙΟΥΔΑΣ
Ασ’ τον τον Ιούδα
τον προδότη
που σπάει του φωτός τ’ αβγά
που ζευγαρώνει με τους ίσκιους
και μες στη νύχτα της ψυχής
γεννοβολάει σκοτάδια.
Που φυλάει τα μάτια των τυφλών
μη και ξυπνήσουν πάλι
και μες στον ύπνο των παιδιών
τα όνειρα τους κλέβει.
Άσε το παράσιτο του σύμπαντος
και κάθε φορά να τρέχεις
πιο δυνατά
πιο γρήγορα
πιο πέρα
απ’ το ψευτοφώς του.
Ο Σκοτεινός καρπός
Κι είδε ο ποιητής
πέφτοντας απ’ το φως
στο σκοτεινό πηγάδι
πουλιά γυμνά
παιδιά ναν σε κλουβιά
τις κόρες του αχτένιστες
και του καιρού τ’ αφεντικά
μαζί με τους αποθαμένους.
Να δαγκώνουν
τον σκοτεινό καρπό
απ’ της σκιάς το δέντρο.
Ελντοράντο
Λαμπερά χαμένος από χρόνο
γενναίος απ’ το θάνατο
στης ύπαρξης το φως
και στη σκιά της ύπαρξης
περιπλανήθηκα πολύ
ψάχνοντας το Ελντοράντο.
Πάνω απ’ τον ουρανό
απ’ τ’ άστρα πάνω
απ’ την κοιλάδα του θανάτου
κάτω
κανένα του χώματος και τ’ ουρανού
σημάδι
δε θα βρεις.
Αλλά αν να ταξιδέψεις θέλεις
γενναία κάν’ το
Αν ψάχνεις το μακρινό Ελντοράντο.
Η Σιωπή στα μάτια σου
Βρέχει σιωπή στα μάτια σου
κι είναι γαλάζιος ο ύπνος σου στα χείλη.
Πάνω στα βλέφαρα η φωτιά.
Η σιωπή είναι τα μάτια σου ;
Τα μάτια σου είναι η σιωπή;
Η σιωπή στα μάτια σου
ειν’ η σιωπή του κόσμου.
Πήρα μια πέτρα
Πήρα μια πέτρα
και την έβαλα δίπλα
στο δέντρο τ’ ουρανού.
Κι η πέτρα γέμισε
με φύλλα και καρπούς
γέμισε και με φως
γέμισε και μ’ αγγέλους
γέμισε μ’ ολόγλυκα φιλιά
και μ’ όλους τους πονεμένους.
Σταύρος Μίχας
Share this Post