Η τελευταία ποιητική συλλογή του Σουλεϊμάν Αλάγιαλη-Τσιαλίκ περιλαμβάνει τριάντα ποιήματα. Δύο καταλαμβάνουν τις θέσεις προλόγου και επιλόγου. Ενδεικτικά, οι τίτλοι: «Η έδρα της γαλήνης», «Το κορίτσι πίσω από την τζαμαρία» και «Γράμματα του φωτός». Μια από τις προθέσεις των ποιημάτων τη διατρέχει η έννοια του χρόνου, κι εδώ θα σταθούμε, τόσο ως ταξίδι, όσο και ως σημείο κορύφωσης ποικίλων συναισθημάτων. Εξίσου, ο χρόνος σημαίνει την περάτωση, όπως προκαταβολικά γίνεται αντιληπτό από το μότο κιόλας: «Φτάνουν αυτά που είδα./ Το βρήκα το όραμα/ Σ’ όλους τους ουρανούς», (Arthur Rimbaud, μτφρ. Διώνη Δημητριάδου). Άλλωστε, όσα θα λεχθούν, αποτελούν μιαν, αναπόφευκτα, εκ των υστέρων αντιμετώπιση, δηλαδή αφού έχει μεσολαβήσει η «απόσταση» του χρόνου, ή επειδή ο ποιητής έχει κατακτήσει πλέον την ασφάλεια της αποστασιοποίησης. Ο τίτλος της συλλογής το ξεκαθαρίζει εξαρχής: Προσεγγίσεις μετά την απόσταση.
Ο χρόνος μπορεί να είναι απαθής: «Φεύγαμε και ξαναγυρνούσαμε ακροπατώντας στα συντρίμμια των αναμνήσεών μας»· μπορεί να είναι πρόωρος: «Κι είναι νωρίς, πολύ νωρίς/ Για συνειρμούς των αδικοχαμένων»· μπορεί να είναι υπενθύμιση: «Έφερναν αγγίγματα από τις υποσχέσεις των νεκρών»· μπορεί να είναι αιώνιος γρίφος: «Κι άλυτες παραμένουν μια ζωή/ Οι εξισώσεις της Αιωνιότητας;»· μπορεί να είναι λήθη: «Σκοτάδι πυκνό στη μνήμη απλώνεται/ Κι ας περνάει πάνω απ’ τα μαλλιά μας/ Ένας γαλαξιακός αιγιαλός»· μπορεί να είναι εξαιρετική στιγμή: «Φεύγουν οι τζογαδόροι των αισθημάτων»· μπορεί να είναι ψαγμένα λόγια που θα χαθούν: «Μαζί με τα κεριά που ανάφτηκαν/ Βιαστικά μέσα στο ρίγος των ποιημάτων»· μπορεί να είναι ο απόηχος μιας μακρινής αγάπης: «Κουβαλώντας λέξεις πικρές όπως τα χόρτα/ Και τα πεφτάστερα στην απαλάμη»· μπορεί να είναι αναρώτηση: «Κάποτε οι γέροντες ήξεραν/ Τα μυστικά του ήλιου να διαβάζουν»· μπορεί να είναι απογοήτευση: «Κουράστηκαν οι άνθρωποι να ονειροποιούν/ Έχοντας βαθιές θρησκευτικές καταφύσεις»· μπορεί να είναι αμφιβολία: «–Ποιος θα μιλήσει λοιπόν για τη σχετικότητα της/ μνήμης;» Ούτως ή άλλως: «Πέφτουν τα χρόνια/ –Κατακόρυφα στη μνήμη–/ Σαν μια χιονόπτωση απαλή/ Που καλύπτει το ξημέρωμα».
Πέρα από την προσέγγιση των αισθημάτων μέσα από τη διάσταση του χρόνου, τα ποιήματα στέκονται στη μοναξιά: «Βαραίνουν τα βήματα/ Στην έρημο της μοναξιάς»· στην αλλοτρίωση: «Ένα “δεν πειράζει” ακουμπούσε/ Στις ριγμένες τους άμυνες»· στη μητρική στοργή: «Δεν ξεμπερδεύεις ποτέ/ Με τα όνειρα των παιδιών/ Αναφωνεί ξάφνου κι η μάνα που δακρύζει»· στην πατρική έγνοια: «Μέσα λοιπόν απ’ αυτή την ταραχή/ Αναδύεται το θρόισμα των συμβουλών»· στην εστία που ερήμωσε: «Κι όλα τα συναισθήματα τέμνονται/ Από την απουσία»· στην ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο: «Ολοένα ξεμακραίνει το σκοτάδι»· στο αδιάκοπο κυνήγι της ζωής: «Και ξαναξεκινάμε ό,τι αφήσαμε μισοτελειωμένο»· στις ανθρώπινες σχέσεις: «Ένα σύνορο που αγκαλιάζει τα φωνήεντα/ Και την απαλότητα χνώτων ζεστών»· στην κάποτε ιδρυματική νοοτροπία της πόλης: «Πώς αφήνουν γυμνή τη λαλούσα χώρα;»· στον θάνατο: «Απόψε ο θάνατος ξετυλίγει/ Την αστραφτερή του ομορφιά, ψιθυρίζω»· στη διαρκή αναζήτηση της αλήθειας: «Πότε θα φανεί/ Ο μεγάλος άγνωστος των ονείρων;»· στην αρμονία της φύσης: «Δημιουργούν μιαν αίγλη ανεξήγητη/ Που εξοργίζει ακόμα και τους σοφούς».
Ξεχωριστό είναι το ποίημα «Ενάντια στην ασχήμια»: Πνοές ανέμου/ Καλπάζουν με τ’ αλογάκια της Παναγιάς./ Σκέψη πρώτη και σκέψη τελευταία/ Πηγάζουν μέσα απ’ τα αποσιωπητικά/ Γιατί πάντα το υλικό της μνήμης/ Είναι φτιαγμένο από πέτρα και σύννεφο/ Σαν τις απίθανες μέρες των χελιδονιών./ Μια τετραγωνική ρίζα αρχαίας νύχτας/ Δραπετεύει από τον βυθώδη έρωτα/ Και ποιήματα σκόρπια/ Που δεν ζητάνε δικαίωση/ Αλλά να ισορροπήσουν αενάως/ Με τα δροσερά ημίστιχά τους/ Μέσα στη βασιλεία των ρημάτων./ Κουλουριαζόμαστε ενάντια στην ασχήμια/ Ως θύματα των σιωπώντων./ Ένα χαμόγελο πικρό / –Κι η γάτα κουλουριάζεται αμήχανη κι αυτή/ Στα πόδια της ερωμένης./ Δωροθέα, Εύθυλλα και Ιζόλδη/ Εκεί που όλες μαζί μυροδοτούν/ Κάτι που προπορεύεται μες στα βιβλία/ Και κάτι άλλο που ακολουθεί/ Στις πορσελάνες με το τσάι/ –Ο απατηλός αντικατοπτρισμός του τίποτα–/ Κι είναι Οχτώβρης του Λουκιανού/ Οχτώβρης του Λογγίνου/ Με μάτια απειράριθμα/ Και ξόρκια να δένουν τους κατοπινούς/ Στο άγνωστο πλευρό των mortium.
Η ποίηση του Σουλεϊμάν Αλάγιαλη-Τσιαλίκ αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο, παρά τις απογοητευτικές διαπιστώσεις που κάνει, για ένα ευοίωνο αύριο, για την κατάκτηση της εγκόσμιας ομορφιάς. Η θεϊκή συνδρομή είναι, ασφαλώς, χρειαζούμενη, ως απόρροια παρελθουσών ημερών, καταγεγραμμένων ανεξίτηλα στη μνήμη, ενώ ο έρωτας δεν μπορεί παρά να φαίνεται, (και να είναι), ενδοτικός. Πώς να χωρέσει η ποίηση στην ήδη υπέρβαρη και βεβαρημένη καθημερινότητά μας; μοιάζει να ρωτά ο ποιητής. Πώς αλλιώς; Χωρίς ψευδαισθήσεις και σοφιστείες. Ο άνθρωπος όχι ως δυνάστης αλλά με σύμμαχο τη φύση θα αντισταθεί στην ασχήμια, επανερχόμενος στη γοητεία του έρωτα και καθώς οι μέρες του ημερολογίου θα σημαίνουν το πολύτιμο παρελθόν, αλλά, ταυτόχρονα, θα δείχνουν τις άγραφες σελίδες του μέλλοντος. Μια πραγματικά ακμαία ποιητική συλλογή.
Ευ. Ι. Τζάνος
[Σουλεϊμάν Αλάγιαλη-Τσιαλίκ, Προσεγγίσεις μετά την απόσταση, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 2022, σελ. 52]