Ευθυμία Γιώσα, Οι αναχωρητές έχουν κιόλας βαρεθεί στην Εδέμ, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2020, σελ. 39
Ξεκίνησα στα δεκαπέντε μου και θα συνεχίσω για μια αιωνιότητα
Μόνος σημαίνει να αποκοιμιέσαι μ’ ένα τριαντάφυλλο στο χέρι και το πρωί να μετράς τις εκδορές από τ’ αγκάθια. Να προφέρεις μεγαλόφωνα τις λέξεις «οδύνη», «τρέλα», εαυτός σαν να πρόκειται να κριθεί η παράταση της απελπισίας σου από τις σπίθες που θα πετάξουν. [ ]
Μόνος σημαίνει να υπογράφεις συνθήκες ειρήνης με την κλειδαριά, τον νιπτήρα, τον καθρέφτη, το πεζοδρόμιο. Πότε να στήνεις και πότε να καταργείς σταθμούς διοδίων. να επανεξετάζεις συνεχώς τα όρια ταχύτητας. Να λαχανιάζεις στις κατηφόρες και στις ανηφόρες να κουβαλάς κολοκύθες που έχουν υποσχεθεί αν γίνουν άμαξες…
Μόνος
Δεύτερη ποιητική συλλογή της νεαράς Ηπειρώτισσας Βιολόγου. Δυο παρατηρήσεις: οι Βιολόγοι έχουν ροπή στην καλλιτεχνία. Οι Ηπειρώτες άπαντες έχουν τεράστια συνεισφορά στην καλλιτεχνία και είναι ιδιαιτέρως αγαπητοί: Μαρακατσέλης, Σόρογκας, Θ. Παπαγιάννης, Κυριάκος Ρόκος, Β. Παπαϊωάννου, Δάλλας, Λίτσα Ντάτση, Τάσος Πορφύρης, Παναγιώτης Νούτσος, Θανάσης Τζούλης Βασίλης Σταύρου… Σταματώ εδώ γιατί ο κατάλογος μακρύς και οι αγαπημένοι Ηπειρώτες άπειροι. Και βέβαια τα ηπειρώτικά μοιρολόγια έχουν την τιμητική τους στο πρώτο μόλις ποίημα της συλλογής «Εθιμοτυπικές επισκέψεις»:
Το χθεσινό φάντασμα προτίμησε κουαντρό κι οριστικά άρθρα.
Καθίσαμε στην αυλή. Μου είπε για τα μαθήματα παλαιογραφίας που έχει ξεκινήσει. Για τον παρατονισμό των ευχών και τις εκπομπές περικάρδιων ρύπων. Το άκουγα κολακευμένη.
Τα μάτια του κοκκίνιζαν πότε πότε από τον καπνό κι εγώ σκεφτόμουν πόσο όμορφα και συνετά θα μπορούσε να κλάψει. «Αύριο», φώναξε, «τα κατηγορήματα θα έχουν αλλάξει». «Εμένα με νοιάζουνε τα υποκείμενα», του απαντώ.
Ήταν αργά όταν συνόψισε τα χιλιόμετρα που είχε κάνει στο βουνό – στην κορυφή σταμάτησε μόνο γι να δέσει τα λυμένα του κορδόνια.
Διανυκτέρευσε στον αριστερό μου πνεύμονα. Το πρωί που ξυπνήσαμε ανέβηκε στον λάρυγγα σαν ηπειρώτικο μοιρολόι.
Λόγος κοφτός, σαφής, υψιπετής: «Δεν γράφω πια. Έχω φορέσει τη στολή του μελισσοκόμου και περιμένω τις κυψέλες να βουίξουν» Έκφραση δωρική. Επαναστατημένη: «Δεν πιστεύω ούτε στα σχέδια. Πατάω πάνω σε μια δοξαστική αποτυχία για να ρίξω πέτρες στην άλλη πλευρά του τοίχου. [ ] Αγνοώ την εποχή, τους όρους και τα κόλπα…» Πλάνα και αφηγήσεις. Διεξοδικά διαρθρωμένοι στίχοι με οικονομία και ενάργεια. Κάθε τι τοποθετείται στη θέση του δημιουργώντας έκπληξη και θαυμασμό στον αναγνώστη. Κοινωνική ευαισθησία δίχως μεγαλοστομίες. Τα δύσκολα υπολανθάνουν με απόλυτη καθαρότητα. Σκεφτόμουν Ν. Καρούζο κι ενίοτε Σαχτούρη. Πάντως το βιβλίο αφιερώνεται/ παραπέμπει εξαρχής στο ποίημα «Οι δίκαιοι» του Χ.Λ. Μπόρχες δηλαδή σε ανθρώπους και συμβάντα καθημερινά: σε αγρότες, αγγειοπλάστες, στοιχειοθέτες, σε μια γυναίκα κι έναν άντρα που διαβάζουν τις τελευταίες στροφές ενός ποιήματος, σ’ αυτόν που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί υπάρχει η μουσική στον κόσμο…, τέλος σε κάποιον που προτιμά να ’χουν δίκιο οι άλλοι. Όλοι αυτοί οι άγνωστοι μεταξύ τους έχουν σώσει τον κόσμο. Και προφανώς τον απτό, πέραν της Εδέμ, κόσμο της Ευθυμίας Γιώσα.
Μια ξεχωριστή ουσιαστική ποιητική προσπάθεια. Τίποτε δεν παραλείπεται, τίποτε δεν περισσεύει. Όλα λειτουργούν αρμονικά και σε οδηγούν στην απόλαυση. Από τις καλύτερες φετινές ποιητικές παραγωγές. «Δύσκολα γλιτώνεις αν δεν ξέρεις να πετάς», γράφει η Γιώσα, γνωρίζοντας καλά πως όντως πατά καλά στην ποίηση: «Μόνο εκεί θέλω να υπάρχω. χωρίς νίκες και ισόβιο χρυσό».
***
Γεωργία Μακρογιώργου, Με κάρβουνο ροδίζει, Ποίηση, εκδ. Κουκίδα, Αθήνα 2021, σελ. 59
Ποιητικό τοτέμ του κόσμου που σπαράσσεται
μία γυμνή ημισέληνος
πήρε πόζα για φωτογράφιση ενώ
τα ναυάγια αναδύθηκαν
κι άρχισαν την αιώρηση
γλάρων το λίκνισμα
τα μάτια ακολούθησαν
χέρια σε χάδια αφέθηκαν
κι έπειτα έγραψαν
για το μαχαίρι
(Χαραγματιά)
Από την ξεχωριστή Νάουσα –η τελευταία έξοδός μας, Απόκριες 2020, λίγο πριν τις Καραντίνες, χάρη στην φίλη μας φωτογράφο κι επίσης Ναουσαία Κατερίνα Καμπίτη– που ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη η Γεωργία Μακρογιώργου παρουσιάζει τη 2η ποιητικής της συλλογή. Χωρισμένη σε 3 ενότητες «Από μακριά», «Εξ αρχής το μαχαίρι» και «Χρωστική φωτός». Το ποίημα «Οκτώβρης» της 2ης ενότητας είναι αφιερωμένο στο Μάγδα Φύσσα. Πριν από κάθε ενότητα υπάρχει μια φωτογραφία, δεν αναφέρεται ο φωτογράφος, και ένας στίχος από τους ποιητές Ηλία Κεφάλα «Στις εσοχές του ύπνου τα πουλιά/ κρύβουν τον φόβο τους», της Δήμητρας Κουβάτα «Κράτησα όλες τις κραυγές για τα ποιήματα» και ο 15σύλλαβος του Κώστα Θ. Ριζάκη ««ποιες λέξεις λαμποκόπαγαν σε λύπη γιορτινή». Τα χρώματα διατρέχουν τα ποιήματα ίσως γιατί και η κ. Μ. ασχολείται με τη ζωγραφική: «θα ’θελα/ του Βαν Γκογκ μιαν έναστρη/ να ζωγραφίσω νύχτα/ να ζαλιστεί η ανάσα σου// να κοιμηθεί στο στήθος». Κυριαρχούν επίσης τα νερά, ίσως και λόγω καταγωγής, το καλοκαίρι, τα παραμύθια (που συνδυάζονται με τα χρώματα και τις εποχές).
Ποιήματα εσωτερικού χώρου με συναίσθημα, περισυλλογή και αρτιότητα ρυθμού και μέτρου. Προσεκτική γραφή με ουσία, δίχως εξάρσεις. Μετρημένη και μελωδική με ατελής 15σύλλαβους: «Τα καλοκαίρια μας βροχές του φθινοπώρου νοσταλγούν, την άνοιξη οι χειμώνες μπουμπούκια μη κι ανθίσουν».
Να σημειώσουμε ότι την ποιητική συλλογή Με κάρβουνο ροδίζει κοσμούν πολύ ωραία έργα της ιδίας της κ. Γεωργίας Μακρογιώργου.
***
Λαμπριάνα Οικονόμου, Καγκελάρης, Ποίηση, εκδ. Κοβάλτιο, Αθήνα 2020, σελ. 22
«Καγκελάρης» είναι Πασχαλιάτικος χορός, χορεύεται την Παρασκευή ανήμερα της Ζωοδόχου Πηγής, στους Παπαδάτες της Πρέβεζας. Συμβολίζει την άνοιξη αλλά και την απελευθέρωση. Χορεύεται απ’ άντρες και γυναίκες πιασμένους θηλυκωτά από το μπράτσο, με τους γεροντότερους μπροστά στον κύκλο, πάνω σ’ ένα τραγούδι (που απόσπασμα παραθέτει εισαγωγικά η Οικονόμου), δίχως συνοδεία οργάνων ή μουσικής. 5 κινήσεις που επαναλαμβάνονται σ’ όλη τη διάρκεια του τραγουδιού. Ο πρωτοχορευτής ή «καγκελάρης», μόλις δινόταν το πρόσταγμα δίπλωνε το χορό προς τ’ αριστερά και μέσα του κύκλου, έτσι ώστε οι χορευτές να έρχονται αντιμέτωποι. Με το δεύτερο παράγγελμα, ο πρωτοχορευτής δίπλωνε το χορό προς τα έξω και δεξιά, σχηματίζοντας τρεις σειρές χορευτών έτσι ώστε οι χορευτές της πρώτης σειράς να έχουν στραμμένα τα νώτα τους σ’ εκείνους της δεύτερης.
Ένα ενιαίο ποίημα που προσωπικά το εξέλαβα ως αφιέρωμα-μνήμη στους χιλιάδες ανθρώπους που χάνονται και βρίσκονται ανάμεσα του τόπου και της διαρκούς ξενιτιάς τους στα γερμανικά εργοστάσια: «Τροχός στα μάτια, Ντίσελντορφ –/ και σάρκες του Έμιν [ο κόσμος λιώνει/ επάνω μας γρανάζια]. Ντίσελντορφ:/ δώδεκα μάρκα σώμα μίσος./ Ντίσελντορφ: ασημένιο σκυλί/ που παίζει κόκαλο/ το χέρι μου.»
Δεκαπεντασύλλαβοι: «χαράσσει αίμα η πλαγιά στο σβήσιμο του ήλιου», «και στα ριζά βελανιδιάς καθίζω τη σκιά μου», «την ομορφιά της άνοιξης με σταυρωμένα χέρια», λέξεις βλάχικες που ζωντανεύουν στο ποίημα, αναφορά στη μεγάλη γερμανική βιομηχανία του Έσσεν που δημιούργησε ο Άλφρεντ Κρουπ και κατασκεύαζε φορτηγά, τρένα, μηχανές και όπλα. Ο κόσμος της ένα σκοτάδι στις παλάμες του που συχνά λυγίζει υπό το βάρος των παθών του.
Ευαίσθητη γραφή περιεκτική, βαθιά ανθρώπινη, μεταφέρει ποιητικά στο σήμερα την ιστορία του χθες που παραμένει επίκαιρη στα άδικα, τα πολλά άδικα του κόσμου.
***
Π. Ένιγουέϊ, 1.500.000 Αντίτυπα Το βιβλίο που αγάπησε Κοινό και κριτική τώρα σε ειδική τιμή, Πεζογραφία, εκδ. Τυφλόμυγα, σελ. 59
Ξεχωριστό το εξώφυλλο που παραπέμπει στις διαφημιστικές κορδέλες που προστίθενται, ως κράχτης, στο εξώφυλλο βραβευμένων βιβλίων. Ο «Ένιγουέϊ» έχει χιούμορ και το καλλιεργεί. Τα περισσότερα διηγήματα του βιβλίου είναι γραμμένα A la maniere de ή μάλλον βασισμένα ακριβώς πάνω σε διηγήματα που διαστέλλει κατά τη κρίση του ή ως άσκηση ο συγγραφέας. Αναφέρω ενδεικτικά τα διηγήματα των Κ.Π. Καβάφης: «Εις το φως της ημέρας», χειμώνας 1895-96, Μιχαήλ Μητσάκη: «θεάματα του Ψυρρή», δημοσιευμένο στις 10.9.1890, απ’ όπου και το δίστιχο «Βάρα με με το στιλέτο,/ Κι όσο αίμα τρέξει πιέτο!…», «Το ποτάμι» από το Ζητείται ελπίς του Αντώνη Σαμαράκη, «Το γιουσούρι» του Ανδρέα Καρκαβίτσα (σ.σ. δεν κατάλαβα γιατί στον τίτλο του κειμένου του ο Ένιγουέϊ έμπλεξε το «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», από τα εκτενή αυτοβιογραφικά διηγήματα του Γεωργίου Βιζυηνού) κλπ.
Ειδικά για τον Μιχαήλ Μητσάκη θα ήθελα να θυμίσω ένα μικρό απόσπασμα από τις παρατηρήσεις του αγαπημένου Σπύρου Ασδραχά: «Ο Μητσάκης έχει μία και μόνο κατάφαση, κατάφαση για έναν κόσμο που έφυγε, και του οποίου κάποια τελευταία λείψανα περιφέρονται μέσα στον καινούργιο, τον κόσμο των αστών και των μικροαστών. Όμως και οι δυο τελευταίοι, παρά την κινητοποίηση ενός μηχανισμού προσαρμογής στο πρότυπό τους, που είναι η πολιτισμένη Δύση, για τον Μητσάκη εξακολουθούν να αποτελούν έναν κόσμο σχεδόν γελοίο.
Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων, οι λαϊκοί άνθρωποι όπως τους ονομάζει, ο λαός, για τους οποίους έχει περισσότερη συμπάθεια. Την ίδια ακριβώς συμπάθεια που αισθάνεται για τον χαμένο κόσμο, που χαρακτηρίζεται από “αυθορμησία”, τον αντίποδα του μιμητισμού. Πρόκειται για μια κριτική κατάφαση προς τις αξίες του λαϊκού πολιτισμού, ιδίως προς την αξία που συζητιέται στην εποχή του και εντοπίζεται στο δημοτικό τραγούδι.
Η Αθήνα αποτελείται από τρεις κοινωνικές τάξεις. Η ανώτερη, η μεσαία –μικροαστική θα λέγαμε σήμερα– και ο λαός. Το οικονομικό υπεισέρχεται, χωρίς όμως να τονίζεται η ιδιότητά του ως προϋπόθεσης στην ένταξη σε μία από τις τρεις αυτές τάξεις. Παρουσιάζεται ως δεδομένο και δεν γίνεται καμία αναφορά σε αυτό ως διαφοροποιητικής δύναμης… ».
Ίσως χρειαζόταν να αναφέρει τα συγκεκριμένα διηγήματα προκειμένου ο αναγνώστης να έχει ιδίαν αντίληψη. Ενδιαφέρον πείραμα που ίσως χρειαζόταν ανάπτυξη. Πάντως ο συγγραφεύς ξέρει γράμματα, διαβάζει και αυτό είναι ελπιδοφόρο για την εξέλιξή του.
***
Ηλίας Κεφάλας, Στο φτερό, Ευφυολογήματα, στιγμιότυπα, ατάκες και άλλες διηγήσεις του λογοτεχνικού περιθωρίου, εκδ. Αρμός, Νοέμβριος 2020, σελ. 174
218 στιγμιότυπα ζωντανά, σύντομα, ενδιαφέροντα, χιουμοριστικά, με ευγένεια και πραότητα (γνώριμες άλλωστε ιδιότητες του αγαπημένου φίλου ποιητή). Προσωπικές μαρτυρίες αλλά και διηγήσεις άλλων –ένας πλούτος υλικού– απ’ όπου παραθέτω ενδεικτικά μερικά ονόματα πρωταγωνιστών: Νίκος και Ρίτα Μπούμη-Παππά, Θ.Δ. Φραγκόπουλος (επονομαζόμενος και «Μπούλης»), Κλείτος Κύρου, Jacques Lacarrière (τον είχα γνωρίσει στο Παρίσι μέσω του Ηλία Πετρόπουλου), ο πρόσφατα χαμένος φίλος Θανάσης Νάκας, Χρίστος Ρουμελιωτάκης, Χρήστος Μπράβος, Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, Σπύρος Κατσίμης, Δημήτρης Δούκαρης, Κώστας Ριζάκης, Μάριος Μέσκος, Κώστας Μαυρουδής, Θανάσης Νιάρχος, ο ποιητής Ιάσων Ιωαννίδης (τον γνώρισα από τον Θανάση Κωσταβάρα), ο επίσης αγαπημένος φίλος και αναχωρήσας από τριακονταετίας Πάνος Ξένος, ο ιδρυτής του Διαβάζω, αγαπητός και συνάδελφος στην Τράπεζα της Ελλάδος, Γιώργος Γαλάντης, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Γιάννης Τσαρούχης, Δημήτρης Γιακουμάκης, Βαγγέλης Κάσσος, ο αξέχαστος αγαπημένος ποιητής-μεταφραστής Γιώργος Καραβασίλης που μονοπώλησε τον τίτλο του ερωτικού ποιητή κάνοντας τον Θανάση Κωσταβάρα να εξεγερθεί. [Βλ. αφήγηση 197: Πετάγεται ο Θανάσης Κωσταβάρας (σ.σ. μια αστείρευτη πηγή καλοσύνης και χιούμορ/ συνήθως τα δυο συμβαδίζουν) και τον αποσβολώνει: «Εσύ ερωτικός ποιητής; Δεν είμαστε καλά. Ερωτικός ποιητής είμαι εγώ, που όλα αυτά τα χρόνια μου γράφω ερωτικά ποιήματα μόνο για την Αγγελική. Υμνώ, δηλαδή, μία και μοναδική γυναίκα. Εσύ γράφεις για κάθε όμορφη γυναίκα που βλέπεις να περνάει στο δρόμο. Γι’ αυτό δεν είσαι ερωτικός αλλά απλώς ερωτιάρης»]… Άπειρα τα πρόσωπα και οι αφηγήσεις του Ηλία Κεφάλα μάς ξαναφέρνει στο προσκήνιο ανθρώπους που αγαπήσαμε και μας γνωρίζει νέα στοιχεί της ζωής τους πολύτιμα.
Αν δεν αγαπάμε μόνο τα βιβλία, αλλ’ αγαπάμε μαζί και τους συγγραφείς τους και, μάλιστα, με όλες τις παραξενιές, που μπορεί ως άνθρωποι να έχουν, τότε μπορούμε να ανοίξουμε την καρδιά μας και να χαρούμε τις ιστορίες που ακολουθούν, σημειώνει ο Ηλίας Κεφάλας στο εισαγωγικό του βιβλίου.
Παραθέτω ενδεικτικά από τον πλούτο του βιβλίου ένα παραλειπόμενο από την κηδεία του ποιητή Δημήτρη Δούκαρη που εξέδιδε το περιοδικό Τομές από το 1976 έως τον θάνατό του το 1982: «Παραλειπόμενα της κηδείας του Δούκαρη. Οι τελευταίοι που μείναμε πάνω από τον ανοιχτό τάφο ήμασταν ο Γιάννης Βαρβέρης, ο Κώστας Μαυρουδής, ο Βαγγέλης Κάσσος κι εγώ. Κοιτάζουμε τον νεκροθάφτη που είναι μέσα στον τάφο και διευθετεί το φέρετρο και κάποια στιγμή, προφανώς επηρεασμένος από την κόμη και τη γενειάδα του νεκρού, που θυμίζουν Κάρολο Μαρξ, γυρίζει το κεφάλι του και μας ρωτάει: “Ζωγράφος είναι ο κύριος;” Κι ο Βαρβέρης: “Ούτε ζωγράφος είναι, ούτε κύριος τώρα πια». (213, σ. 168)
Ο Ηλίας ήταν μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού. Σε μια από τις μαρτυρίες του μάλιστα γράφει (σ. 147): Βοηθάω τον Δούκαρη, ενώ ετοιμάζει ένα βιογραφικό του, προκειμένου να το βάλει, αν θυμάμαι καλά στον τόμο δοκιμίων του με τίτλο Ανθρώπινη εκδοχή. Ξαφνικά μετανιωμένος παίρνει το ψαλίδι και αποκόβει κάποια τμήματα του βιογραφικού του και τα πετάει.
«Ξέρεις», μου λέει «όταν γράφουμε τα βιογραφικά μόνοι μας, καλό θα έιναι να τα συντομεύουμε στα απολύτως απαραίτητα στοιχεία [ ]».
«Ναι», διαμαρτύρομαι, «αλλά εσείς εδώ πετάτε σημαντικά ιστορικά στοιχεία από τη διαδρομή σας».
«Δεν πειράζει, παιδί μου. Ας μην μάθουν οι αναγνώστες όλο το ξύλο που έφαγα».
Και βέβαια στις σελίδες του βιβλίου διαβάζουμε για τον Νίκο Καββαδία τον πάντα στην πένα Γιάννη Ρίτσο, για το θρησκευτικό συναίσθημα του Τάσου Λειβαδίτη, μολονότι κομμουνιστής, για τον Παντελή Πρεβελάκη που έβριζε την Ακαδημία αλλά ως ακαδημαϊκός λησμόνησε τις αιτιάσεις και τις γκρίνιες του εις βάρος των μελών της Ακαδημίας…
Μια ακόμη από τις μαρτυρίες του ηθοποιού Παναγιώτη Ζαχαρόπουλου: Συνοδεύω τον Τσαρούχη στο σπίτι του Ελύτη, όπου μας έχει καλέσει για δείπνο. Φτάνουμε πρώτοι και περιμένουμε να έρθει ο Γιάννης Ρίτσος. Κάποια στιγμή χτυπά το κουδούνι και είναι πράγματι ο ποιητής της Ρωμιοσύνης. Όμως περνάνε πέντε λεπτά, περνάνε δέκα και ο Ρίτσος δεν έχει φτάσει ακόμα στην πόρτα. Ο Ελύτης ανησυχεί και όλο ανοίγει την πόρτα και κοιτάζει έξω στο διάδρομο προς το ασανσέρ. Ο Τσαρούχης τον καθησυχάζει: «Μη φοβάσαι, αυτός έτσι αργεί πάντα, επειδή όπου πάει κουβαλάει μαζί και την προτομή του».
Σημαντική η συμβολή του Ηλία Κεφάλα με το πλήθος των ανεκδοτολογικών σημειωμάτων του. Φωτίζει πτυχές, περιόδους, μας ζωντανεύει ανθρώπους αγαπημένους, παρουσιάζει διακριτικά τα ωραία, τα ευτράπελα τα άγνωστα.
Τέλος να συμβάλω κι εγώ με μια ιστορία: ο συντοπίτης του Ηλία, ο ποιητής Νίκος Παππάς (1906-1997) –είχα τη χαρά να τους γνωρίσω με την Ρίτα Μπούμη-Παππά και να μιλήσω για το έργο τους– την περίοδο που εξέδιδε την Εφημερίδα των ποιητών (1956-1958) ζήτησε από τον Νίκο Καρούζο να του γράψει δυο λόγια για την ποιητική του συλλογή Το ημερολόγιο ενός βαρβάρου, προκειμένου να τη δημοσιεύσει στην Εφημερίδα. Γράφει πράγματι ένα σύντομο κείμενο ο Καρούζος για τη συλλογή του Παππά και του το δίνει. Μετά από λίγες μέρες συναντιόνται στον δρόμο κι ο Παππάς λέει του Καρούζου: «Νίκο, αν δεν έχεις αντίρρηση έκανα μερικές μικροδιορθώσεις στο κείμενό σου…» Ο Καρούζος δεν είχε αντίρρηση και δεν θέλησε να ελέγξει τις επεμβάσεις οπότε και η έκδοση προχώρησε. Τυπώνεται η κριτική και έκπληκτος ο Καρούζος βλέπει δημοσιευμένο με την υπογραφή του αντί των λίγων γραμμών ένα δισέλιδο στην Εφημερίδα των ποιητών για τη συλλογή του Νίκου Παππά!.. Έξαλλος μετά από αυτό ο Καρούζος δεν του ξαναμίλησε…
Κώστας Α. Κρεμμύδας