μνήμη Γιάννη Σκαρίμπα
πλουφ-πλουφ αιφνίδιος και η παλίρροια
την θάλασσα επιστρέφεις στης πόλεως
τα δέκα αμπώτιδος εδώ κατάστεγνα
ακροδάκτυλα τής περιβρέχεις πόδας
γλυκαίνεται μ’ αφ’ υψηλού ή πια στο θαύμα
δειλινίζει κροκής-κροκής αλάθευτος κι ο
ήλιος ουρανόφερτος πριν σκότους εκ-
δημήσει «‒για ποιον τα δεύτερα διπλά;»
ο αμούστακα περιφερόμενος αόριστα
ρωτάει σερβίρων τα ουζάκια «οι φίλοι ’κεί-
θε εστέγνωσαν χρεία ναν τούς μνησθούμε»
(γερά γραπώνεις ο έγριπος πού σιγουρεύω γλώσσαν)