Ο Παναγιώτης. Ξυπνάει απ’ το πέμπτο ξυπνητήρι που έβαλε στο κινητό του χθες το βράδυ πριν κοιμηθεί. Στην αρχή ξυπνούσε απ’ το πρώτο ξυπνητήρι, στις 6. Με το πέρασμα του καιρού ξεκίνησαν να προστίθενται σταδιακά και τα υπόλοιπα. Ένα στις 6, ένα στις 6:10, ένα στις 6:15, ένα στις 6:20 και ένα τελευταίο στις 6:30. Είναι Τρίτη πρωί και ο Παναγιώτης ξυπνάει 27 χρονών. Θα ορκιζόταν ότι μόλις χθες το πρωί που ξύπνησε ήταν 20. Τότε που ξυπνούσε με το πρώτο ξυπνητήρι. Τότε που ο χρόνος δεν έτρεχε, ή τουλάχιστον δεν ακουγόταν το τρεχαλητό του. Τώρα είναι σαν να μην του φτάνει τίποτα, ούτε ο χρόνος, ούτε ο ύπνος, ούτε και τα ξυπνητήρια. Τα λεφτά δεν τα σκέφτεται καν, αυτά ούτως ή άλλως ποτέ δεν ήταν αρκετά.
Ανοίγει το παράθυρο. Έξω ο ήλιος είναι κρυμμένος ακόμα, πίσω από τις αμέτρητες οροσειρές από πολυκατοικίες. Γκρίζες. Πανομοιότυπες. Σαν κούτες από τσιγάρα. Μισοάδειοι δρόμοι, διασταυρώσεις, αυτοκίνητα, λεωφορεία, φανάρια και περαστικοί. Θανατηφόρα ρουτίνα. Αστικό τοπίο. Το κλεινόν άστυ. Ξεφυσάει βαριεστημένα, σαν να προσπαθεί να αποβάλει μια εικόνα που έχει κουραστεί να βλέπει και ένα άρωμα που έχει μπουχτίσει να μυρίζει. Φτιάχνει έναν καφέ, πλένεται, ντύνεται. Βγάζει το τάπερ που ετοίμασε χθες βράδυ απ’ το ψυγείο, το βάζει στην τσάντα, παίρνει κλειδιά, κινητό, πορτοφόλι. Κλείνοντας την εξώπορτα ρίχνει μια τελευταία ματιά στο διαμέρισμα. Του φαίνεται ξένο. Και αφιλόξενο. Μικρό. Άχαρο. Κλειστοφοβικό. Ο αέρας μέσα στο δωμάτιο αποπνικτικός. Σαν να πρέπει να κρατάει την αναπνοή του όσο είναι μέσα. Σβήνει το φως και κλείνει την πόρτα.
Την βλέπει να μπαίνει στο καφέ. 12:30 η ώρα το μεσημέρι, όπως κάθε μέρα τον τελευταίο μήνα. Ταχυπαλμία. Αδρεναλίνη. Οι κόρες του διαστέλλονται. Η αναπνοή του βαθαίνει. Όλες του οι αισθήσεις οξύνονται. Η κατσουφιασμένη γκριμάτσα που έχει κατασκηνώσει στο πρόσωπό του από την ώρα που ξύπνησε αντικαθίσταται από ένα ακούσιο χαμόγελο. Το πρώτο πράγμα που προσέχει πάνω της είναι η φούστα που φοράει. Όχι με πρόστυχο τρόπο. Απλώς η αρμονία που δημιουργείται απ’ την απόχρωση της φούστας και τα λεπτά της πόδια με το ξεθωριασμένο μαύρισμα τους, μαγνητίζουν τα μάτια του ακαριαία. Σηκώνει το βλέμμα του. Ένα σκούρο γκρι πουλόβερ. Φθινοπωρινό. Η όψη του εκπέμπει ένα άρωμα βροχής και Γαλλικού καφέ. Το λουκ συμπληρώνεται από ένα ζευγάρι μαύρα μποτάκια. Πάντα πρόσεχε τα παπούτσια των γυναικών. Στο σχολείο οι φίλοι του τον κορόιδευαν όταν τους τα σχολίαζε αλλά εκείνος δεν σταμάτησε να τα παρατηρεί. Τώρα περιμένει το βλέμμα της να συναντήσει το δικό του με μια επιτηδευμένη αδιαφορία. Τον βλέπει. Του χαμογελάει. Γνώριμο χαμόγελο. Φθινοπωρινό σαν το πουλόβερ της. Το χαμόγελο που τον βγάζει απ’ το κρεβάτι κάθε πρωί εδώ κι ένα μήνα, πλαισιωμένο σε ένα γωνιώδες πρόσωπο, κάτω από μία χαριτωμένη μύτη. Τα καστανά της μαλλιά κυματίζουν παιχνιδιάρικα καθώς πλησιάζει τον πάγκο.
«Καλημέρα Παναγιώτη.» Του λέει χαμογελώντας ακόμα.
«Καλώς την Νεφέλη. Λοιπόν; Σε τι ταινία βρίσκεσαι σήμερα;»
«Ε, σήμερα το συνηθισμένο. Βαρετή “κοινωνική” ταινία, από αυτές που σε παίρνει ο ύπνος στο πρώτο τέταρτο».
Όταν περπατάς έξω στην βροχή είναι σαν να βρίσκεσαι σε μια ταινία. Έτσι είχε ξεκινήσει αυτό το μεταξύ τους αστείο. Μία μέρα που έβρεχε καταρρακτωδώς και η Νεφέλη έγινε μούσκεμα μέχρι να φτάσει στο καφέ την καθιερωμένη της ώρα, ο Παναγιώτης προσπάθησε να την παρηγορήσει λέγοντας της ότι όταν κάποιος περπατάει στην βροχή, η ζωή του αποκτάει μία παραπάνω δραματικότητα, σαν να παίζει σε μια ταινία. Το είδος της ταινίας εξαρτάται από τον καθένα και από τις εκάστοτε συνθήκες. Εκείνη του απάντησε πως είτε βρέχει είτε δεν βρέχει, νιώθει πως ζει σε μια ταινία, αλλά δυστυχώς, τις περισσότερες μέρες νιώθει πως παίζει σε μια τυπική κοινωνική ταινία. Χωρίς καν να πρωταγωνιστεί όμως. Κομπάρσα στην ίδια της την ταινία. Άλλες φορές τα πράγματα κοιτάνε κάπως προς τα πάνω και αισθάνεται σαν να προσγειώνεται ξαφνικά σε κάποια ελαφριά κωμωδία, από αυτές που βάζεις αργά το βράδυ λίγο πριν κοιμηθείς. Υπάρχουν μέρες βέβαια που αισθάνεται σαν να βρίσκεται σε ταινία του Κιούμπρικ, όπου τίποτα από ό,τι συμβαίνει γύρω της δεν βγάζει κάποιο συγκεκριμένο νόημα, αλλά ξέρει μέσα της ότι σε είκοσι με τριάντα χρόνια θα καταλάβει την σημασία των όσων συμβαίνουν και θα τα εκτιμήσει πολύ περισσότερο από ότι τώρα. Το όνειρό της όμως είναι να πρωταγωνιστήσει σε μια ρομαντική κομεντί του Γούντι Άλλεν.
«Δεν βαριέσαι; Αφού δεν είσαι σε κανένα θρίλερ, χαρούμενη να είσαι!» Της απαντάει, ελπίζοντας να την κάνει να γελάσει.
Της αφήνει τον καφέ της στον πάγκο. Εκείνη τον παίρνει στα χέρια της με ένα εκφραστικό χαμόγελο. Της χαμογελάει κι εκείνος ακούσια. Οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται ξανά. Αυτόματη αντίδραση. Νευρώνες-κάτοπτρα (mirror neurons). Το μυαλό του πλημμυρίζεται από ένα τσουνάμι νευροδιαβιβαστών ευτυχίας και ικανοποίησης, ένα σχεδόν ψυχεδελικό κοκτέιλ σεροτονίνης, ντοπαμίνης και οξυτοκίνης. Διαρκεί μόλις μερικά δευτερόλεπτα, όμως κάνει κάθε δευτερόλεπτο να μοιάζει με αιωνιότητα, σαν να πιάνεις την τέταρτη διάσταση στα χέρια σου και να την τραβάς μέχρι να ξεχειλώσει.
«Θες να πάμε για ένα ποτό μέσα στο Σαββατοκύριακο;»
Σχεδόν ακούει τις λέξεις να βγαίνουν απ’ το στόμα του. Τελευταία στιγμή όμως κάτι τον σταματάει και κρατάει το στόμα του κλειστό. Η καρδιά του χτυπάει αισθητά μέσα στο στήθος του και αντηχεί στα αυτιά του. Αποφασίζει να μην την ρωτήσει σήμερα, είναι ακόμα Τρίτη στο κάτω κάτω, μην τον περάσει και για κανέναν απελπισμένο που προγραμματίζει απ’ την Τρίτη τί θα κάνει το Σαββατοκύριακο. Την χαιρετάει κάπως βιαστικά και δήθεν αδιάφορα, προσποιούμενος ότι έχει πολύ δουλειά. Μένει ακίνητος να κοιτάζει την μηχανή του καφέ με ένα χαζό αλλά ανεξίτηλο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του. Αυτή τη μηχανή εσπρέσο “Lavazza”, που κάθε πρωί που την βλέπει του φαίνεται τόσο άσχημη και στενάχωρη, τώρα του φαίνεται σαν το πιο όμορφο αντικείμενο στον κόσμο, θέλει να την ξηλώσει από την θέση της και να την πάρει στο σπίτι του, να την βάλει δίπλα στο κρεβάτι του και να την βλέπει κάθε βράδυ πριν πέσει για ύπνο.
Στον δρόμο προς το σπίτι, μέσα από τα θολωμένα παράθυρα του λεωφορείου, ο Παναγιώτης βλέπει την πόλη να μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια του, οι δρόμοι και οι λεωφόροι αποκτούν έναν διαφορετικό χαρακτήρα από εκείνον που είχαν το πρωί, μοιάζουν αισιόδοξοι και γεμάτοι με προοπτικές για το μέλλον, μοιάζουν να έχουν μια ξεκάθαρη πορεία και έναν βέβαια προορισμό που το πρωί έλειπε. Μπαίνοντας στο διαμέρισμά του παίρνει μια βαθιά αναπνοή. Ο αέρας μέσα στο δωμάτιο, ο ίδιος αέρας που τα πρωινά τον φέρνει στα όρια της ναυτίας, τώρα του φαίνεται αλλιώτικος, ανανεωμένος, και ο χώρος δεν είναι πια μικρός και κλειστοφοβικός, οι τοίχοι δεν τον πνίγουν, τα έπιπλα δεν τον στριμώχνουν αλλά ίσα-ίσα τον καλωσορίζουν. Ανοίγει το παράθυρο και κοιτάει την νυχτωμένη πόλη, παρατηρεί τις διαφορετικές αποχρώσεις του γκρι που ντύνουν την κάθε πολυκατοικία, τις ταράτσες και τα παράθυρα που ξεχωρίζουν το ένα κτίριο από το άλλο. Αστικό τοπίο. Το κλεινόν άστυ. Βγάζει το κεφάλι του έξω από το παράθυρο και παίρνει μια μεγάλη τζούρα από το άρωμα της πόλης. Σαν να είναι η πρώτη φορά που το μυρίζει.