Τα Βάτικα, είναι μια περιοχή στη νοτιανατολική Λακωνική, κοντινά εις τον καραβοφάγο κάβο του Μαλέα, που σήμερα τόνε περνά ένα βαπόρι μοναχικό και μικρό, το οποίο κινεί απ’ τη Νεάπολη και δένει στην Αγιά Πελαγία του Τσιρίγο. Πάνε καιροί πολλοί, ίσαμε οχτώ αιώνες οπίσω μας κι ολίγα χρόνια ακόμη, που το λιλιπούτειο μα θεαματικό καστελάκι των Βατίκων, το καλούμενο και «Λευκό Κάστρο της Αγιά Παρασκευής», αφεντευόταν από μια φούχτα γενναιόκαρδους πολεμιστές, ανήκοντες εις το μεσαιωνικό τάγμα των Ιπποτών του Ά-Γιάννη της Ιερουσαλήμ. Μάλιστα, τεκμήριο της αυτής παρουσίας των ιπποτών στην περιοχή των Βατίκων, αποτελεί η ονομασία του πολύ κοντινού εις το καστελάκι που περιγράφομε οικισμού, το όνομα του οποίου είναι «Φαρακλόν», ως είναι δηλαδή και η ονομασία ενός ιπποτικού (παλαιότερα βυζαντινού) του ιδίου τάγματος καστελιού της Ρόδου.
Γεγονός ιστορικό άλλωστε είναι ότι, στα 1400, οι Ιππότες κάμανε συμφωνία με τον Δεσπότη του Μυστρός Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο για ν’ αγοράσουν τόσο την ίδια την καστροπολιτεία του Μυζηθρά, όσο και την πόλη της Κορίνθου. Παρά ταύτα, όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζομε, η αγοραπωλησία αυτή προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια των ορθοδόξων ως προς το δόγμα Ελλήνων, με επακόλουθο οι ιππότες να εγκαταλείψουν πολύ σύντομα την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Πελοποννήσου και να εγκατασταθούν με ειρηνικές διαδικασίες στα Βάτικα, μια περιοχή με καλό λιμένα και άριστη εποπτεία του Λακωνικού κόλπου. Βέβαια, για ό,τι θα διαβάσετε παρακάτω, τίμιο θα είναι από μέρους μου να σας ειπώ πως δεν αποτελεί κάποιαν ιστορική πραγματικότητα και οπωσδήποτε δεν ειν’ τίποτε περσότερο από «καπνοί» της πολυταξιδεμένης στα ιπποτικά τα χρόνια φαντασίας του γράφοντος.
Η εποχή εις την οποία αναφερόμαστε, ήτο αν μη τι άλλο εις έναν μέγα βαθμό, πολεμοτόκος. Και για τούτη την αιτία άλλωστε, ο σιδηροκόπος του Λευκού Κάστρου δεν έχανε καιρό ποτέ να κάμει με το σίδερο και την πύρα σπαθιά κοφτερά, θώρακες από κρίκους, σταυροκόσμητες περικεφαλαίες, ελάσματα πανοπλιών, σκουτάρια κι ότι άλλο του παράγγελναν οι ιππότες και ο αρχηγός τους. Για τον τελευταίο, όστις ονομαζότανε Δομίνικος ντ’ Αλλεμάν, ήτο γνωστό πως στα χρόνια της νιότης του, υπήρξε επιδέξιος ξιφομάχος με την ψυχήν γενναία (κάτι που εκράταγε ακόμη) και πολυδιάσημος για τα ανδραγαθήματά του. Ιδού λοιπόν παρακάτω, πώς έχει μια αξιοδιήγητη ετούτη ιστορία, πο’ χει να κάμει με φόντο το «Λευκό το Κάστρο»:
«Το σήμερο», ορμήνεψε ο ντ’ Αλλεμάν μιαν ημέρα του χειμώνα τους συστρατιώτες του, καθώς αγναντιάζανε από το καστέλι το μέγα πέλαο εις το νοτιά, «θα συναχθούν τα αγριοπούλια στα πυργιά μας γιατί ο καιρός κοπιάζει να σιμώσει. Ιδείτε τα βαρβαρικά σκαριά που σχηματίζονται εις του ορίζοντα τα βάθια. Ιδείτε πιο προσεχτικά και των δαιμόνων που τα κυβερνούν τα κεφάλια, πόσο σατανικά μας θωρούν. Ακόμη και οι τυφώνειοι αέρηδες τούτης της παγωμένης αυγής, απ’ ολίγο ως καθόλου τους τρομάζουν.
Τη σκηνή αυτήν, επαρακολουθούσε από μιαν απόμερη θέση του μικρού φρουρίου και ο σιδηροκόπος Μιχαήλ, όστις εστίαζε την προσοχή του εκτός από τον κίντυνο που κατέφτανε πλωτώς, στη θαυμαστή αρρενοπρεπέστατη εκφραστικότητα του -υπό του γήρατος και των πολέμων- ριτιδωμένου προσώπου του Δομίνικου ντ’ Αλλεμάν, του οποίου οι παρειές και το πηγούνι, εκαλύπτοντο από μίαν μακράν -σαλευόμενη ετότε υπό του ανέμου- ασπροχιονάτη γενειάδα.
Καθόσον η νέα μέρα προχωρούσε –μα με το χαμόγελό του βασιλέως της κρυμμένο οπίσω από τα γκριζόμαυρα νέφη–, ο Αλλεμάν με συνοδεία δυο πολεμιστές του οχτάκτινου σταυρού, κατήλθε ιππαστί από το οχυρό για να σημάνει στους ανθρώπους του μόχθου τον ξεκινημό του νέου πολέμου. Όσοι άρρενες ήσανε εις θέσιν να πολεμήσουνε, πήρανε τα δικράνια, τα τσεκούρια και τα ξινάρια. Οι τράτες γύρισαν στ’ αγκυροβόλιο τους και το ψαροπάζαρο πολύ σύντομα σκόρπισε. Κάποιαν ώρα ύστερα, αψηλότερα εις το βουνό κι από τη μεριά του Φαρακλού, η ισχνή και καμπουριαστή σιλουέτα του ερημίτη των Βατίκων, καβαλημένη σ’ έναν γέρικο και άχρηστο ίππο, κατερχότανε βραδέως τυλιγμένη σε κουρελιάρικη χειμερινή κάπα, με ρότα προς το Λευκό Κάστρο. Σαν εσίμωσε εις την τρανή πύλη, ο ηλικιωμένος ερημίτης εζήτησε από τη φρουρά να ομιλήσει με τον άλλοτε συμπολεμιστή του, Αλλεμάν. Η φρουρά αφού πήρε εντολή εκ των έσω, τράβηξε τις στρόφιγγες της πύλης και ο ερημίτης κατευθύνθηκε προς τον πύργο του διοικητού, όστις μόλις είχε επιστρέψει από το διαλάλημα.
Η πόρτα του ακροπυργίου άνοιξε μ’ έναν λεπτό κραδαινόμενο ήχο κι έκλεισε σχεδόν αίφνης. Ουδείς εγνώριζε τι συζητιότανε μέσα. Μετά το πέρας του διαλόγου, ο επισκέπτης του κάστρου, περί του οποίου θα πρέπει να ειπώ πιο φανερά ότι ήτο εις τα νιάτα του μέλος του Ιπποτικού Τάγματος της ιστορίας μας, καβάλησε ξανά το γέρικο φαρί του και ακολούθησε τη στενή στράτα για τα πέρα κρεμαστά βουνά, όπου και η αχυροκαλύβη του. Ο σιδηροκόπος, όπως κι όσοι είχανε δουλειά στο καστέλι, εγνώριζε καλά τα αίτια της αποσχίσεως του ερημίτη από το τάγμα. Αυτά δεν ήσαν άλλα, από το γεγονός ότι λίγο ή πολύ, το πάντοτε απερηφάνευτο και καλοσυνάτο γεροντάκι, ύστερ’ από εν όραμα που του συνέβη παλαιά όταν ήτο εικοσιπεντάχρονος, επίστεψε ότι είχε γεννηθεί εντός του το τάλαντο στην τέχνη της προφητείας. Παρόλα ταύτα, η κυρίαρχη αιτία της αποσχίσεώς του ήτο κατά το μάλλον, το γεγονός ότι τον είχανε ανακαλύψει μια νυχτιά οι παλαιοί συστρατιώτες του, μέσα σε εν αρχαίο και απόκρυφο κοιμητήρι, να συνομιλεί μοναχός με αόρατες (καταφανώς) οντότητες από κόσμους άγνωστους.
Μα ας αφήσομε παράμερα τα του ερημίτου προς το παρόν, ίνα εξακολουθήσω να σας απηγούμαι τι συνέβησε με την αρμάδα των Σαρακηνών και με τους Ιππότες (σύμφωνα πάντοτε με το μερολόγιο του σιδηροκόπου), η οποία (αρμάδα) είχε κατορθώσει ν’ αρμενίσει άνευ απωλειών στ’ αχόρταγα νερά του Καβομαλιά και πλέο έδενε εις τον λιμένα των Βατίκων. Καθόσον ήσανε κατά πολύ ολιγότεροι, το σκέδιο που έθεσαν σ’ εφαρμογή οι Ιππότες δεν ήτο να συναπαντηθούν με τον Σαρακηνό χαμηλά εις την άπλα του κάμπου, μα τουναντίον, να τόνε καρτερούνε να σιμώσει εις το πυκνοήσκιωτο κι απροσπέλαστο δάσο, το οποίο περίζωνε την ομορφοκαμωμένη τους πετρωτή φωλεά.
Κατά την επομένη πρωία, κι αφού είχε στήσει τις κατούνες του όχι πολύ μακριά από τ’ ακροθαλάσσι, ένας ανεμέτρηγος στρατός από γοργοπόδαρους Σαρακηνούς πεζικάριους και ολίγους ιπποτοξοβόλους, εξακολουθώντας ν’ αψηφά το χειμερινό παγοκαίρι, εισήλθε ορμητικώς μέσα εις τον κατασκέπαστο από νοτισμένη αψηλή χλόη κάμπο, ινά κατευθυνθεί ευθύς κατά το αξιοπόθητο δεντρογύριστο καστέλι. Το μίσος τ’ ακοίμητο που έτρεφαν οι Σαρακηνοί προς τους Ιππότες και ανάποδα, θα σίμωνε ολοένα και περσότερο εις το ζενίθ του με το προσεχτικό έμπα των εξ Ανατολών καταγόμενων πολεμιστών εις το απειλητικό δασοτόπι, καθότι με την -αποτυχημένη όπως θα ιδούμε ευθύς «είσοδό» τους αύτη-, μια ομάς από είκοσι και πλέον σιδεροβριθείς ιεροϊππότες θα έπεφτε με ορμή τρομαχτική καταπάνω στην εμπροσθοφυλακή των, ίνα αποδεκατίσει εντός μιας ώρας όχι και ολίγους πεζικάριους. Ύστερ’ από τούτα, οι Σαρακηνοί το ‘βαλαν και υποχώρησαν και μαζώχτηκαν ξανά οπίσω εις τον κάμπο όπου δεν εκινδύνευαν, ίνα σκεδιάσουν την επομένη κίνησή τους. Εδώ ουσιώδες είναι να συμπληρώσομε ότι σαν μεταφέρθηκαν τα μαντάτα εις τον Σαρακηνό αφέντη, εκείνος, ζυγίζοντας προσεχτικότερα το βάρος της δυναμικής των ιπποτών, απέστειλε εις το κάστρο αγγελιοφόρο όστις μετέφερε επιστολή εις τον αρχηγό του τάγματος Δομ. Ντ’ Αλλεμάν, η οποία περιείχε την πρόταση της αναίμακτης συνθηκολόγησης. Μολαταύτα, τούτα τα παλαιότατα τεχνάσματα των Σαρακηνών προς παραπλάνηση, ήσαν εν τη γνώσει του ώριμου από πολέμους αρχηγού των ιπποτών, όστις απέστειλε οπίσω το γράμμα συμπληρώνοντάς το με τη φράση: «Καμιά συμβίβασις».
Σαν ο χαζαροπρόσωπος αφέντης έλαβε την απάντηση του αρχηγού των πολιορκημένων, κατελήφθη υπό μανιώδους οργής και με το πρόσωπό του «λάβρα», έδωκε την εντολή με το νέο ημερινό φως, να αρχινήσει η επίθεσις εκ νέου.
Τούτη τη φορά, ουδείς ιππότης ή Έλλην πολεμιστής δεν ευρισκόταν εις το κατασκότεινο δάσο, εις το οποίο πέραν από τις επίμονες κραυγές των όρνεων του τόπου, εβασίλευε η απόλυτη σιωπή. Καθώς εισέρχονταν προφυλακτά εις τις πρωινές καταχνιές και ξαναέβγαιναν, συνάντησαν δια των ομμάτων τους σε όχι μακρινή απόσταση το θρονιασμένο απάνω σε βράχο γρανιτένιο ιπποτόκαστρο και η ψυχή τους αναφτέρωσε. Κάπως έτσι, εξακολουθούσαν να διασχίζουν τα τελευταία στρέμματα της αφράτης γης με το ηθικό εν τελειότητι, το οποίο ωστόσο ύστερα από κάποια στιγμή, κόντεψε σχεδόν απότομα να καταβαραθρωθεί. Τούτο συνέβη σαν ευρέθησαν δίχως να εννοήσουνε καλά καλά το πώς, ανάμεσα εις ένα πλήθος από παράξενα απειλητικά δέντρα με γυρτά κλωνάρια, από τα οποία εκρέμοντο σαβανωμένα από την κρουσταλλένια πάχνη του πουρνού, τα πτώματα των νεκρών συστρατιωτών τους της πρώτης συμπλοκής, τα οποία πλέον αποσκελετώνονταν προ των οφθαλμών τους και εν τω μέσω ενός τρομαχτικού χαλασμού κρωγμών, από σμάρια νεκροφάγων νυχτοκοράκων. Το θέαμα κείνο, το λίαν μακάβριο, επέφερε αν μη τι άλλο παγερή ανατριχίλα εις τον στρατό των Σαρακήνων, ο οποίος εντούτοις δεν άργησε να ξανάβρει το χρώμα του ώστε να εξακολουθήσει την πορεία του μες από τους «λαβύρινθους» τους δάσου, για το Λευκό Κάστρο.
Σαν εβγήκανε λοιπόν από το δάσο, εφάνταζαν σωστή ανθρωποπλημμύρα η οποία ζύγωνε πλια στο απορράχι του καστρόλοφου. Και μετά ταύτα, δίχως καμιά χρονοτριβή, γίνηκε ο ξεκινημός της πολιορκίας, αρχικώς με μια ψευδεπίθεση των αλαλαζόντων πολιορκητών κατά την πύλη, ώστε να φανερωθεί το σημείον της ετοιμότητας των αμυνομένων.
Η πρώτη αύτη «επίθεσις» απεκρούσθη εύκολα από τους καστρινούς, οίτινες έριχναν από ψηλά πέτρες οι οποίες κατέληγαν εις τα κεφάλια των Σαρακηνών της πρώτης γραμμής. Μολαταύτα, το σκέδιο του Αλλεμάν δεν ήτο μοναχά η άμυνα του κάστρου, μα αδημονούσε για την αντάρα του καιρού, για την οποία είχε πεισθεί δια στόματος του ερημίτου, ότι θα έφθανε κατά το σούρουπο.
Καθόσον ο άνεμος εβρόνταγε τα γκριζόμαυρα σύγνεφα απάνω εις το στιβαρό βραχόκαστρο, οι τολμηρότεροι πολεμιστές των απέξω έβρισκαν την ευκαιρία πετώντας σκάλες εις τα τείχη ίνα σκαρφαλώσουν σ’ αυτά, πιάνοντας την τειχομαχία με τους χριστιανούς. Εντούτοις, και αυτό ακόμη το τέχνασμα είχε για σκοπό την παραπλάνηση των καστρινών, καθότι, στόχος τους απώτερος ήτο να εισβάλλουν μέσα από τη χαλασιά που είχανε προκαλέσει με το πυρ εις έναν πύργο, όστις πλιά «αναστέναζε» και κατέρρεε. Τότε ήταν λοιπόν που ξεκίνησε μια τρομακτική ανθρωποσφαγή μέσα εις το μικρό καστέλι το οποίο εντός ελαχίστης ώρας κατελήφθη υπό των πολιορκητών περίπου κατά το εν τέταρτον. Τόσο οι ιππότες με τα σπαθιά γυμνωμένα, όσο και οι Έλληνες με τα γεωργικά τους εργαλεία, ψυχομαχούσαν απέναντι σ’ έναν στρατό ανήμερων λύκων, όστις, εντός των τειχών, ολοένα διογκωνόταν.
Την εσπέρα, αργά, κι ενώ λάμψεις φωτός μετά βροντών σήμαιναν την νυχτερινή νεροποντή, οι στριμωγμένοι χριστιανοί συνάχθηκαν υπό τις διαταγές του Αλλεμάν εξ’ από τον πύργο του, ώστε να τους αναγγελθεί το πότε θα κάμανε την έφοδό τους. «Θα πολεμήσομε μέχρις εσχάτων» τους είπε «ώστε να καθαρίσομε το καστέλι κι ύστερα θα τους κυνηγήσομε στο δάσο διότι εμείς γνωρίζομε τους λαβυρίνθους. Κι αν ξέρομε ότι κάποιοι από εμάς θ’ αποθάνουν, να μην πτοείσθε, επειδής θα πρέπει εις το τέλος να έχομε την καρδιά γενναία για να νικήσομε».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο χριστιανικός στρατός με το σύνολο των ψυχικών δυνάμεών του αναφτερωμένο, αφού επερίμενε την καιρική αντάρα του μεσονυχτίου, έκαμε έφοδο στους εντός του καστέλου Σαρακήνους, τους οποίους εβρήκε ανέτοιμους. Η αντίσταση την οποία συνάντησε ήτο ελάχιστη και για τούτο, τους επέρασε άνευ ιδιαίτερης δυσκολίας από σπαθί και ταχέως εξήλθε από το κάστρο μέσω της κύριας πύλης
Ο Αλλεμάν, που εις την μια του χεράκλα βαστούσε ένα μακρύ σπαθί, παίρνει κοντά του είκοσι διαλεχτούς ιππότες, και, βαστώντας όλοι τους εις το εν χέρι από ένα δαυλί φλογισμένο, κινούνε καβαλαρία για το δάσο, στα πρόθυρα του οποίου είχε καταφύγει ο κύριος όγκος των πολιορκητών, ίνα προστατευθεί όσο γινόταν καλύτερα από την καταιγίδα. Και θα ημπορούσε πράγματι να την αποφύγει κάπως, αν δεν το γύριζε κείνη ύστερα από το μεσονύκιον σε πραγματική θεοποντή.
Πλέον, μετά την δωδεκάτην ώρα, οι Σαρακηνοί αναζητάγανε τον τρόπο ίνα προστατευθούν από το πρωτοφανές αγριοκαίρι. Το κάστρο, για το οποίο ενόμιζαν πως είχε κατακτηθεί, δεν θα χωρούσε παρά ολίγους, γι’ αυτό και αποφάσισαν να παραμείνουν το βράδυ ολάκερο κάτω από τ’ αψηλά δέντρα. Μα ετούτη η απόφαση, δίχως να το γνωρίζουν, μόνο σε καλό δεν θα τους έβγανε καθώς, μέσα εις την εκκωφαντική ανεμοζάλη, σύντομα άρχισαν να αντιλαμβάνονται πως δεν ήσαν μόνοι εις το δάσο και πως ο κίντυνος ενός νυχτοπολέμου βρισκότανε εγγύτατα. Πονηρεύτηκαν, και σε λίγην ώρα ήσανε όλοι με τα λυγιστά σπαθιά τους ξεγύμνωτα, σε ετοιμότητα.
Εν τω μέσω του αυτού χάους, όπου τα ζοφερά σύγνεφα έριχναν πλιά καταρρακτωδώς χαλάζι και ο αίολος εχόρευε βιαίως τον κόσμο των δεντρικών, ενεφάνησαν από ένα κρύφιο έμπα τους δάσου οι δαδοφόροι γοργοκαβαλάρηδες του σταυρού, με μπροστάρη τον Δομίνικο ντ’ Αλλεμάν. Αυτοί, δεν άργησαν να ριχθούν ως κάπροι μανιωδώς εις την εμπροσθοφυλακή του σαρακήνικου στρατού, που άλλο τίποτε δεν του έμελε να κάμει από το να αμυνθεί. Μολαταύτα, οι περσότεροι των άλλοτε πολιορκητών του Λευκού Κάστρου, έπεφταν εις το λασπώδες έδαφος αιμόρροοι, από το κρύο σίδερο των ολίγων κατάφρακτων ιπποτών. Και ήτο θαύμα να θωρεί κανείς ιδίως εκείνον τον γεροπολέμαρχο Αλλεμάν, όπως ανέμιζε εις τον αέρα με τέχνη περίσσια το μακρύ του ξίφος και με το γένι του να αιμοστάζει, να παίρνει εις το φτερό μοναχός του πληθώρα αντιπάλων πολεμιστών, οίτινες, αφού μετέφεραν τον πανικόν τους και εις τους υπολοίπους συστρατιώτες τους, ετράπησαν ομάδι εις φυγήν.
Κατά την αυτήν υποχώρησή τους, οι Σαρακηνοί εκινήθησαν άτακτα εντός των λαβυρίνθων. Πολλοί δε εξ αυτών, σαν έφτασαν εις το μέρος του δάσου με τα γυρτά απειλητικά δεντριά, εις ένα σκηνικό απύθμενου ονειροτρόμου, ενόμισαν πως οι ίδιοι οι απαγχονισμένοι και μισοφαγωμένοι από τα ωμοφάγα όρνεα συμπολεμιστές τους, τους θωρούσαν πλέον με μάτια πυρώδη από τις κρεμάλες των, θα ‘λεγες ως νεκραναστημένοι βουρκόλακες. Σε μιαν στιγμή δε, μέσα εις την αυτή «φρεναπάτη» των με τις τερατώδεις οπτασίες, εν αστροπελέκι βροντερό ανθράκωσε ολοτελώς εν από κείνα τα δεντριά, εις το οποίον κρεμόταν δορίτμητο το πτώμα ενός Σαρακηνού, όστις πλιά κι αυτός καταφλεγόταν. Την ίδια μάλιστα κείνη στιγμή της τρομεράς αστραπής, πλείστοι εκ των Σαρακηνών ενόμισαν πως είδαν, την καμπουριαστή φιγούρα κάποιου κάτισχνου και μαυροφορεμένου άνδρα, εις θέσιν κοντινή στο φλεγόμενο δέντρο, να δέεται γονυπετής –ως ιερεύς του ολέθρου–, έχοντας τας χείρας του ανοιχτά κατά το μαύρο σύμπαν.
Μα ιδείτε τώρα πως σιμώνει η ιστορία μας αυτή εις το πέρας της.
Μέσα εις την κατούνα του κλεισμένος, ο Σαρακηνός αφέντης ακαρτερούσε καθήμενος διπλοπόδι και ροφώντας έναν ναργιλέ, να έλθουν τα μαντάτα πως το κάστρο επάρθη. Κάποτε, αφουγκράστηκε την ποδοβολή ενός αλόγου το οποίο σίμωνε εκ του αδιαπέραστου σκότους κατά το μέρος της σκηνής. δυο φρουροί που βαστάγανε τη σκοπιά όξω, έπαυσαν με δυσκολία την ξέφρενη πορεία του ανάστατου αυτού φαριού, του οποίου ο αναβάτης, κρεμάμενος εκ του ενός ποδός από εν εκ των αναβατήρων του ταραγμένου ζώου, δύσκολα αναγνωριζόταν πως ήτο εις εκ των Σαρακηνών ιχνηλατών, καθότι τα δυο του χέρια, ήσαν αφαιρεμένα βιαίως εκ των ώμων, και το πρόσωπό του ήτο καταματωμένο και ολότελα φουσκωμένο ένεκα της σύρσεως. Ως είναι εύκολο να εννοήσει ο καθείς, ουδείς σπινθήρ ζωής δεν ευρισκόταν μέσα εις εκείνο το αποτρόπαιο κουφάρι, το οποίο έκαμε τον αφέντη σαν εβγήκε έξω για να τ’ αντικρίσει, να συλλογιστεί τα μελλούμενα εκ νέου.
Καθόσον οι νυχτερινές αστραπές φανέρωναν πότε-πότε εις τα μάτια του σαρακηνού αφέντη και των φρουρών του μακριά το Λευκό το Κάστρο, με τον ιπποτικό στρατό πλια εις τις επάλξεις του, σύντομα, ξεκίνησαν να καταφτάνουν από την μεριά του κάμπου και οι ηττημένοι στρατιώτες της Ανατολής και αφού περίμεναν τον ερχομό της αυγής, τα πολεμικά καράβια των, εσήκωσαν μια και καλή τις άγκυρες, σηκώνοντας πανιά για το γυρισμό προς κάποιο φιλικό λιμάνι.
Τελικώς, κατόπιν αυτών των καλών για τους ιππότες εξελίξεων, ο Αλλεμάν, αντάμα με τον παλαιό συστρατιώτη του, τον «ερημίτη» και μιαν ακολουθία ιπποτών, και ενόσω έπλεαν ακόμη σε κοντινή απόσταση τα σκαριά των ηττημένων Σαρακήνων, εσίμωσε ιππαστί εις το όμορφο ακρογιάλι της σημερνής Νεαπόλεως, ίνα βυθίσει εις την αμμώδη γη το ιπποτικό φλάμπουρο του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Και μ’ αυτά και με κείνα, ήλθε πλιά εις το πέρας της ετούτη η αφήγησις.