Ξανθή Αντωνοβαρδάκη ✽ Πέντε Ποιήματα

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras

 

 

 

Σταθμός

Την εποχή του θέρους, πριν γεννηθώ,
άρχισα να φυτεύω ράγες ανοξείδωτες σε χέρσους τόπους,
μήπως παραστρατήσει κάνα βαγόνι προς τα ’δω…
και σου ζηλεύω
την επιμονή, να ξεπαστρεύεις με μια αρχαία περόνη
τ’ αγριόχορτα που τις τυλίγουν
και σου ζηλεύω
το άθνητό σου πείσμα, ν’ ανοίγεις ασύμμετρους κρατήρες,
να μπαινοβγαίνεις στις γραμμές,
σα ν’ αποθησαυρίζεις το ταξίδι
και σου θαυμάζω
γιατί, πού και πού, ελπίζεις πως ο ορίζοντας ειν’ υπαρκτός
κι αφού τον βλέπεις, θα τον φτάσεις
και σου θαυμάζω
την αγωνία μέσα στην αγονία,
για ένα προορισμό που δε γνωρίζεις
και σου θυμώνω
που περπατάς τις ράγες μου,
αφήνοντάς με πίσω
και σου θυμώνω
που γυρνάς για να σε δω κι όχι να με κοιτάξεις
και σου κεντώ κατάρες
σ’ όλα τα θηλυκά σπαρτά που θα βρεθούν μπροστά σου,
να σε πνίξουν
και σε λατρεύω
σα φλόγα αναθηματική, όταν μου απλώνεις το αριστερό,
το χέρι της καρδιάς, να το κρατήσω
κι αμέσως όλα στα ξεχνώ…
κι αλίμονό μου, πάλι… είναι για να πιαστείς εσύ
και να σωθείς,
παραμορφώνοντάς με σ’ ακούσιο κτέρισμά σου…

στο μεταξύ, το θέρος με προσπέρασε
μέσα σ’ ένα βαγόνι…


Το πίστεψες;

Κατακραυγή στ’ ανήθικα της φύσης, Γενάρη μήνα.
Τόση ευωδιά και χρωματόδερμα,
που δε μ’ ενσωματώνει…
Τρίζει συθέμελα το σθένος μου, όταν λείπεις.
Μου λείπεις!
Κι αν η απόσταση είναι μεγαλύτερη
απ’ τη σκιά της ανάσας σου,
νιώθω πως δεν υπήρξες…
Πονώ παντού αδιαπραγμάτευτα,
για να θυμάμαι ν’ αναπνέω εκεί
που ο ορίζοντας τέμνει την ύπαρξή μου….
ΦΥΓΕ, αλλά
άσε μου το κοίταγμα στα χείλη σου,
το γέλιο και τη μυρωδιά της σκέψης σου
ΦΥΓΕ, αλλά
άσε μου το σώμα και την όψη σου
κι εκείνες τις παλάμες που ιχνηλατούν αιφνίδια
στο κορμί μου
και δε μπορώ, ούτε στον ύπνο μου, να κοιμηθώ
ΦΥΓΕ, αλλά
άσε μου την ώχρα της φωνής σου,
να κυμβαλίζει αλλόφρονα στο ξέφραγο μυαλό μου,
να μ’ ελαττώνει, να μ’ ελαττώνει, να μ’ ελαττώνει ως το μηδέν
κι ύστερα ν’ αναβλύζω!
ΦΥΓΕ, μα
μείνε μέσα μου κρυφά στα έγκατά μου,
σε κάθε αφύλαχτη σπηλιά,
που είμαι γεμάτη…
Μείν’ εκεί, χωρίς να με ρωτήσεις.
…σου είπα, ΦΥΓΕ
και το πίστεψες;
Όλο το βάρος του έχασε το φως,
γιατί μαζί σου πήρες
κι όσα σου ζήτησα ν’ αφήσεις…


Το ταξίδι

Απόψε ο ήλιος δύει στα ναυπηγεία
Εκεί που, δήθεν για επισκευή, αιώνες τώρα,
κάθεται το πρώτο μου ταξίδι…

Ένα καράβι αλύτρωτο
από αγίνωτους προορισμούς
κι αγέννητες πορείες…

Το σχέδιο πλεύσης, Έτοιμο
Το πέλαγος, Ακύμαντο
Ο όρμος, Φυλαγμένος
Ο άνεμος, Κρυφονοτιάς
Οι αποσκευές, Γεμάτες
Το πλήρωμα, «Επί ποδός»
Οι μηχανές, Βρυχώνται
Γεροί, πολύ γεροί, οι κόμποι στα ιστία
Τα εισιτήρια, Καιρό προπληρωμένα

κι εγώ, όρθια, ικετευτικά
να σηκωθεί το χέρι του αφέτη
περιμένω

Περιμένω…
Ο χρόνος διαμαρτύρεται
πως δε θα αποσβέσει
την τόση ετοιμασία

Τί Περιμένω;
…μέσα στον ενθουσιασμό και την αδημοσύνη
παρέλειψα να θυμηθώ
πως Ιφιγένεια ήμουν και λεγόμουν
Και είχα προσημειωθεί
για τα ταξίδια άλλων…



Στο κατάρτι

Δεθήκαμε, απερίσκεπτα, στο ίδιο κατάρτι
για να περάσουμε «το μάτι του κυκλώνα».
Κανείς δεν υπολόγισε τη δύναμη του αέρα…

Βρέθηκα εγώ μισή
με σένα δίπλα μου μισό
κι εσύ με τ’ άλλο σου μισό
και το δικό μου στο υπόλοιπο κατάρτι
γαντζωμένος
ν’ απομακρύνεσαι άθελά μου
απ’ το χλωρό χωράφι
που αγαπήσαμε και μας αγάπησε…
και ξεχαστήκαμε….
τόσο πολύ ξεχαστήκαμε
που οι κτητικές αντωνυμίες και τα υποκοριστικά,
γίναν πληθυντικοί ευγενείας και ρητορικά ερωτήματα,
όταν ξανασυναντηθήκαμε…
Ξανασυστηθήκαμε
στο ίδιο χωράφι που γυρίσαμε
για μια συγκομιδή και έναν απολογισμό…
«εμείς», «εσείς», «παρακαλώ»
Ήταν γεμάτο πια από άσπαρτα χλωμά στάχια
που τ’ απειλούσαν φλόγες ξενικές.

Κάτι μου θύμιζες… ή όχι;
Άναψα ένα τσιγάρο…
Μετά από χρόνια
που φυτρώσανε πάλι άσπαρτα χλωρά
βρήκανε δυο κορμιά
σπασμένα και καμένα
αγκαλιά σ’ ένα κατάρτι…
Κανείς δεν είχε τί να πει, παρά μόνο πως
πάνω τους μοσχοβολούσε
ολοζώντανη και θαλερή
η φυτεμένη λησμοσύνη…



Ο χορός της ζωής

Δείλιαζε!
κι όλα τα χρώματα του κόσμου πήγαιναν προς το σκούρο φαράγγι,
που κρύβονταν οι τραυματισμένοι χαρταετοί
και τα μαραμένα λουλούδια.

Σ’ ένα μικρό, ανόθευτο όνειρο
οι κόρες των ματιών χορεύαν άτακτα
το ρυθμό της ζωής
που έτρεχε με ποδοβολητό τρομαγμένου αλόγου.

Μαζεύαμε ό,τι προλαβαίναμε, από δυσπιστία πως υπάρχει τέρμα
και τα φυλάγαμε σ’ ένα αντισεισμικό κρατήρα
από αυτοσχέδιες παλάμες.

κι ήταν τόσο πολλά
που δε χωρούσαν να διαβούν απ’ τη μεγάλη πόρτα…
κι ήταν τόσο λίγα
που δεν κρατήσαν στο χορό κανέναν μας για πάντα.

Τ’ αφήσαμε όλα….

Μετανιωμένοι αργά,

μπροστά στο σκούρο φαράγγι.