Ο Νίκος Ι. Χουρδάκης ήταν ένας ζεστός και θα έλεγα συγκρατημένα μονήρης άν-θρωπος. Διαβασμένος και ευαίσθητος. Φίλος στενός του ποιητή Θανάση Κ. Κωσταβάρα, του αφιέρωσε τη μελέτη του (Αρχέτυπα και ήθος, 1, Σπουδή στην ποίηση του Θανάση Κωσταβάρα, εκδ. διαπολιτισμός, Πάτρα, 2018, σελ. 169). Δούλεψε για χρόνια ως δημοσιογράφος στην ΕΡΤ. Έκανε σπουδές Ψυχολογίας και εργάστηκε ως ψυχολόγος-ψυχαναλυτής. Ήταν παντρεμένος και ζούσαν στα Χανιά με τη δικηγόρο Κέρστιν Άντολφ Χουρδάκη και τα δυο τους παιδιά τη Γιοχάνα-Αρτεμισία, δεκαοκτώ χρονών και τον Στέφανο, ετών δεκαέξι. Συνεργαστήκαμε στον Μανδραγόρα. Τα κείμενά του διακριτά εύστοχα ουσιαστικά. Οι δρόμοι μας συναντήθηκαν για τελευταία φορά το 2021 όταν φοιτούσε ως Μεταπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστήμιου. Ένας ξεχωριστός άνθρωπος, μεστός συγγραφέας, σοβαρός μελετητής. Τον θυμόμαστε με αγάπη.
Κ.Κ.
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΠΡΕΛΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
Προχωρώ με μαύρη ομπρέλα σαν αντίθεση στο λευκό του χιονιού. Οι ρόδες των οχη-μάτων και οι πατημασιές άλλων ανθρώπων αυλακώνουν την αρμονία του τοπίου. Θα ήθελα να μην υπάρχουν ίχνη. Αναρωτιέμαι πού πάω, γιατί βρίσκομαι εδώ; Ποιος είναι αυτός που προχωρά, παράλληλα, μαζί μου.
Διαγράφω τα ερωτήματα απ’ το νου και πάω στον προγραμματισμένο σκοπό μου. Να βρεθώ μια ώρα αρχύτερα στα μαγαζιά. Να πάρουμε το δώρο. Όμως νιώθω τα πό-δια μου να βουλιάζουν σαν να πατώ πάνω σε φτερά πουλιών που κυνηγοί τα σκότω-σαν και μας τα ’φεραν να γεμίσματα παιδικά μαξιλάρια.
Απόψε, πάλι, θα διαβάσω ένα παραμύθι στην Ηλέκτρα Το φτιάχνω ήδη στο νου μου. Θα έχει τίτλο, «Η μαμά και ο μπαμπάς προχωρούσαν μαζί στο χιονισμένο τοπίο».
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΠΡΕΛΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ
Με σκεπάζει σαν ανοιξιάτικος ουρανός ο θόλος της ομπρέλας. Πότε επιτέλους θα έρθει η Άνοιξη; Είναι βαρύς και αυτός ο χειμώνας. Η πανδημία μάς έχει κάνει απρό-σιτους ακόμα και στους ίδιους τους εαυτούς μας. Ήταν πάντως καλύτερα να μείνου-με στα σπίτι. Η Μαρία ήθελε οπωσδήποτε να βγούμε σήμερα στα μαγαζιά, για το δώ-ρο της Ηλέκτρας. Λες και τελείωσε ο χρόνος.
Είναι υπέροχο να μένεις στο σπίτι και να βλέπεις απ’ το παράθυρο σε αργή κίνηση τις νιφάδες του χιονιού να πέφτουν! Πριν από μας πέρασαν και άλλοι από δω. Αν είχαμε μαζί μας την Ηλέκτρα και τη ρωτούσα θα έλεγε πως, «πέρασε ο Άγιος Βασίλης, με τ’ αγγελάκια και τα αυτοκίνητα, με τα δώρα των παιδιών».
Εγώ δεν πήρα πρωτοχρονιάτικα δώρα ως παιδί. Οι γονείς μου δεν είχαν τέτοιες ευαι-σθησίες. Τα μόνα δώρα που έλαβα ήταν η Μαρία και η Ηλέκτρα, που όμως δεν μου τις δώρισε κανένας Άγιος Βασίλης.
ΠΟΙΗΜΑ
Ο ΝΕΟΣ ΜΕΣΣΙΑΣ
Αναπαύτηκα απροσχημάτιστα στο ασανσέρ.
Ο ήχος της τροχαλίας με νανούρισε
Κι όταν έφτασα στον προορισμό μου, στον πέμπτο όροφο
Έμμεινα για λίγα δευτερόλεπτα ακίνητος, σχεδόν υπνωτισμένος
Πόσο γρήγορα περνά ο χρόνος;
Το παρελθόν κουβαλάει ένα μυστικό δείκτη, που παραπέμπει στην απολύτρωση.
Για μια στιγμή φάνηκε μάλιστα πως είδα ένα όνειρο
Είχα στραμμένο το πρόσωπό μου στον ορυζώνα του Θεού
Άκουγα παράλληλα τον ήχο ενός ρολογιού
Το βλέμμα μου είχε κολλήσει στους λεπτοδείχτες
Τα δευτερόλεπτα περνούσαν χωρίς σταματημό
«Μητέρα», άρχισα τότε να φωνάζω,
«Με διώχνουν με πύρινες ρομφαίες απ’ τον Παράδεισο»
Αλλά η Μάνα μου δεν αντιδρούσε σαν να ’ταν κουφή
Το κάθε δευτερόλεπτό γινόταν μια μικρή πύλη
μέσα από την οποία θα μπορούσε να περάσει ο νέος Μεσσίας.
Κραταιός ως αγάπη ο θάνατος
Ψηλά στη ηλιόλουστη σιωπή. Τρέχοντας,
κυνήγησα τον αέρα μέχρι εκεί όπου δεν πέταξε πότε γεράκι ή αετός
στην υψηλή, την απαράβατη ιερότητα του κενού,
όπου απλώνει το χέρι του ο Θεός και μας αγγίζει
Δεν δύναμαι να σταματήσω με την ορμή
της θέλησης και τα ποιήματα στον θάνατο,
έστω, ας φανώ γενναίος μπροστά του,
όταν ως αστραπή εισβάλει
κραταιός όπως ο Έρωτας, συντρίβοντας
τη ζώσα ψυχή μου.
Άλλωστε, όλα θα μείνουν ίδια.
Εγώ όπως υπήρξα, Εσύ όπως υπάρχεις
και η ζωή που ζήσαμε μαζί, ακέραιη θα μείνει
ήλιος χωρίς βασιλέματα για πάντα.
Και αν δεν μας θυμάται κανείς θνητός,
θα μας αναγνωρίζει ο Θεός που άγγιξε, για μια στιγμή, τα πρόσωπά μας.
Χανιά, 30 Νοεμβρίου 2021
Σημείωση: Στο ποίημα προσπάθησα να συμπλέξω τον έρωτα και τον θάνατο υπό την έποψη βιβλικών αρχετύπων. Ειδικότερα, με τον τρόπο που μας υποδεικνύεται στο όγδοο τραγούδι του Άσματος Ασμάτων, όταν ο Χορός, ο Άνδρας και η Νύφη συνομιλούν για να διατυπωθεί, της Νύφης, η συνταρακτική παράκληση: «θές με ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου, ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου», την οποία ολοκληρώνει με μια μεταφορά: «ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη, σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος» (Ασ 8, 6). Ωστόσο, η βιβλική έποψη του ποιήματος συμπληρώνεται και από τον στίχο της Γενέσεως «καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύση-σεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γεν 2,7).