Ένας δράκος στέκεται μέρες πολλές πίσω απ’ την πόρτα
και ξεφυσάει τη φωτιά του
Καίγονται μέσα στο στήθος μου αδιάκοπα οι μέρες
Θα μπορούσα να πληκτρολογήσω ένα μήνυμα μόνο με τη στάχτη
Όμως κάποιος σκαλίζει στην ανάσα μου
και αναζωπυρώνει την πείνα των καρπών
Σαν ταχυδακτυλουργός βγάζει από τα καπέλα των εκπνοών μου
φοβισμένα κόκκινα κουνέλια
κι αυτά πετάγονται ίδια με βέλη στους χλομούς τοίχους του θαλάμου
αφήνοντας το αποτύπωμα του πάθους
Ο γιατρός, η νοσοκόμα θα μπουν και θα ανιχνεύσουν την περίεργη ζωγραφιά
Θα πάρουν τον σφυγμό πότε του τραύματος πότε του ρόδου
Ίσως χρειαστεί να διασωληνώσουν τον μικρό άγγελο
που μου κρατάει το στέρνο σε πορεία πτήσης
Και τι εν τέλει θα σηκώσει η στάχτη και τι μπορεί να φέρει ο άνεμος
σαν πνέει από το παιδί, τον έφηβο, τον νέο, τον άντρα που καρτερά
πίσω από τη σιδερένια πύλη του νοσοκομείου
και μάχεται να σπάσει τον σύρτη με τους βράχους των ματιών του
Εκλιπαρώ βουβός μέσα στον ρόγχο να μην αποκάμει
Αλλιώς θα αρχίσουν τα σεντόνια να τυλίγουνε την ώχρα
Κι εγώ δεν θέλω ακόμη να πληρώσω τον βαρκάρη
Όχι, δεν είναι πυρετού παραμιλητό, δεν θα ξοδέψω έτσι κάποιες ικμάδες σωτηρίας
Όμως, γιατρέ, καθώς σε βλέπω θωρακισμένο πίσω από τόσο τρόμο
θέλω αλήθεια να σου σφίξω την καρδιά, όχι το χέρι
Να δω πόση απομένει για να δίνεις
Το ξέρεις πως είσαι πλέον ο πιο φωτεινός μου άνθρωπος
Κι ας έχω σπαταλήσει τόση λιακάδα μου αμέριμνος
με πρόσωπα πολλά που τώρα κρέμονται δίχως φωνή και βλέμμα μέσα μου
Μόνο εσύ ανάβεις αμυδρά τον ήλιο όταν μιλάς
κι εγώ ανοίγω όσο μπορώ τους πνεύμονες να σε ακούσω