Μαλβίνα Ιωσηφίδου, 17 ρουμπίνα, Ιωλκός, 2019, σελ 107

In Κριτική, Λογοτεχνία by mandragoras

 

Καλογραμμένη νουβέλα – στη βιογραφία βλέπουμε ότι η συγγραφέας έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής – ωραία και η έκδοση, προσεγμένη. Το εισαγωγικό και επιλογικό κείμενο διευκρινιστικά και κατατοπιστικά (μπορεί και να μη χρειαζόντουσαν, κάπως αποδυναμώνουν την ιστορία, πράγματα ίσως περιττά για τους εξασκημένους, ίσως όμως χρήσιμα για τους αδαείς και λιγότερο αφοσιωμένους. )

Η ιστορία με συγκίνησε και με έκανε να αισθάνομαι ευγνώμων προς την κυρία Ιωσηφίδου.

Θα εξηγήσω γιατί.

Παρουσιάζεται η Ελλάδα του 20ου αιώνα μέσα από τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των τριών κεφαλαίων. Γεώργιος, Δημήτριος, Εγώ. Χωρίς φιοριτούρες, φλυαρίες, δηθενιές. Σύντομα, με στόχευση στο ουσιώδες και στο σημαντικό. Ο Γεώργιος, μιλάει για την Ελλάδα του Βενιζέλου (επιστρατεύτηκε πολλές φορές με τελευταία τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου σώθηκε από θαύμα και αποστρατεύτηκε τραυματίας) γέννησε 6 παιδιά και του ζήσανε τα τρία. Δεν ένιωσε την κατοχή με τόσους πολέμους αλλά όταν τον γέλασε ο συνεργάτης του και τον ανάγκασε να δανειστεί και να υποθηκεύσει μετά την περιουσία του. Μαράζωσε και πέθανε νέος.

Η δεύτερη γενιά έχει τη φωνή του Δημήτρη, ο μεγαλύτερος γιος του, που σε ηλικία 10 χρόνων γίνεται προστάτης οικογένειας και αναλαμβάνει την ευθύνη του σπιτιού του. Αναγκάζεται να σταματήσει το σχολείο, τολμάει να ανοίξει μαγαζί, σώζει τη φαμίλια από τις ακρότητες του Εμφύλιου, βοηθάει και συμπαραστέκεται σε όσους έχουν ανάγκη. Το μυαλό της οικογένειας.

Η Τρίτη γενιά είναι η ίδια η συγγραφέας κόρη του Δημήτρη, που μεγαλώνει τη δεκαετία του 50, λατρεύει τον πατέρα της και ατενίζει με αισιοδοξία τη ζωή. Οι όποιες δυσκολίες τη δυναμώνουν και δεν το βάζει κάτω. Στην τελευταία σελίδα υπάρχει η λέξη Νίκησα και σίγουρα δεν τοποθετήθηκε εκεί τυχαία.

Ο αναγνώστης αισθάνεται ότι μαζί με την αφηγήτρια, νικητής βγαίνει και η χώρα. Τουλάχιστον ως εδώ. Η γενιά της αφηγήτριας που γεννήθηκε μετά τον Β Π.Π., η πρώτη γενιά της ειρήνης κοιτάει πίσω τον αιώνα και ζυγιάζει την πορεία. Οι παππούδες πολεμήσανε και μεγαλώσανε τη χώρα. Οι γονείς παλέψανε με το μυαλό τους να στήσουνε τη χώρα δυνατή πάνω στις στάχτες και στις έριδες. Όσοι είχανε μυαλό και σοβαρότητα, αγάπη και πίστη οργάνωσαν επιχειρήσεις, στήσανε οικογένειες σε γερές βάσεις και μεγαλώσανε τα παιδιά τους ικανά να κοιτάνε αισιόδοξα το μέλλον και να μη λυγίζουν στις δυσκολίες.

Κι άλλοι συνταξιούχοι Έλληνες σήμερα, που δουλέψανε σκληρά και απόχτησαν κάποια άνεση στα χρόνια της ειρήνης, κοιτάνε πίσω και αποτιμούν τον μόχθο με ικανοποίηση.

Ο χρόνος – το μοτίβο που διατρέχει το βιβλίο της Ιωσηφίδου – έχει τους κανόνες του. Ο άνθρωπος δε μπορεί να τα βάλει μαζί του. Μπορεί όμως να μπει στα παπούτσια της εποχής του. Κάθε εποχή και τα παπούτσια της. Τα ρουμπίνια του σταθερά, περιμένουν τον καθένα για να του χαριστούνε. Μόνο όμως αν αγωνιστεί και παλέψει με τις αρρώστιες και τα θηρία της εποχής του.

Πολλοί αναγνώστες φαντάζομαι θα βρουν αντιστοιχίες με τους ήρωες του βιβλίου. Ιδίως αναγνώστες που προέρχονται από επαρχίες και οι γονείς τους βιοπαλαιστές, ήρωες της κάθε μέρας, τους μεγάλωσαν με αγάπη και αυταπάρνηση. Και ξέρω πάρα πολλούς γύρω μου που μπορούν να το βεβαιώσουν αυτό για τους γονείς της μεταπολεμικής Ελλάδας.    

 

Ελένη Γούλα