Η αγάπη!
Όταν έχεις αγάπη δε χρειάζεσαι τίποτα.
Η αγάπη είναι σα χίλιες μαστούρες!
Α! η αγάπη.
(Μιλούσε ο Α., που πέρασε πολύ καλή παιδική ηλικία αλλά έχασε την κοπέλα του
και …,
στο ρεπορτάζ του Apha, 360 μοίρες με τη Σοφία Παπαϊωάνου, «24 ώρες στις πιάτσες των ναρκωτικών»)
Κολυμπάω στα κύματα – μισό λεπτό περίμενε να πλύνω αυτά τα λίγα πιάτα, επιμένει εδώ το ξεραμένο γιαούρτι – κοίτα πως χωρίζουν τώρα που μπαίνουμε γυμνοί.
Θα δεχτούν τα σώματά μας, μην ανησυχείς, κανείς δεν ξέρει τι είναι καλό και τι κακό για τον καθένα, καλύτερα από τούτη εδώ την επαφή. Νερό και αέρας και αντίσταση και γυμνά σώματα.
Σου έστειλα το μικρό μου ποίημα σήμερα, δεν ξέρω πόσο διάβασες, δεν ξέρω κι αν ήρθε με όλα τα σημεία της στίξης, τα πνεύματα και τους τόνους. Τα μηχανήματα συνεχώς αλλάζουν, εκσυγχρονίζονται∙ είμαστε στο μεταίχμιο λένε, όμως εγώ νομίζω περάσαμε κιόλας στην καινούρια εποχή, μόνο που ανασαίνουμε κάποιοι τη σκόνη απ’ τα παλιά ερείπια.
Τα μηνύματα, όμως, αυτά μπορούμε να τα στέλνουμε∙ ακόμη κι αν απέχουμε πολύ μεταξύ μας, ακόμη κι αν είμαστε μακριά. Εγώ μπροστά στο νεροχύτη μου κι εσύ… Είναι το άυλο που μας τυλίγει – πόνος, χρόνος και πόση αγωνία – η ύπαρξή μας, μέρος ελάχιστο του τεράστιου κάτι, αυτού που μας περιέχει και μας και τους άλλους, μαζί τα κύματα, τα πουλιά, τις πέτρες, τα δέντρα, ήχους, μυρωδιές, αγγίγματα. Διπλώνουν οι φλέβες, το αίμα κελαρύζει με κείνο το ανεξερεύνητο κάτι∙ τρυπώνουν στους ανοιχτούς πόρους, μαλακώνουν τις αμυχές και τα σφάλματα. Έτσι κάπως πρέπει να γίνεται κι ας μην ξέρω πώς λειτουργεί και ποιος το αποφασίζει.
Σε κατηγόρησαν στα αυτιά μου, η καρδιά μου σφίχτηκε μερικές μέρες, δεν ήθελα να φάω και να πιω, ήμουν πολύ λυπημένη. Αλλά να που έτσι χωρίς λόγο, φύσηξε το δροσερό αεράκι και ήρθες με το δάχτυλό σου βουτηγμένο στο μέλι. Η εικόνα, βουκολική από την εποχή των αισθήσεων, όρμησε μαζί σου. Ένας ήλιος λαμπρός που παίζει με τα στάχυα στις πλαγιές και βάφει με το χρυσάφι του τις σκληρές πέτρες. Δε νιώθονται οι σκιές ούτε η κρυάδα η χειμωνιάτικη. Όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και εκείνες οι λάμψεις στην ανατολή και στη δύση, πέρα μακριά στη θάλασσα και στις κορυφές των βουνών. Κι η ανατριχίλα πίσω από τις γραμμές που διαβάζω, εκεί που αγγίζουν οι ήρωες με τις ρώγες των δακτύλων την πρωινή δροσιά, και τα πουλιά με τα διάφορα ονόματα…
Είναι όμορφα και νιώθω ευτυχία. Κι αν κάποιος ψυχρός και ανήλεος ρεαλιστής αμφισβητήσει την ευτυχία μου γιατί δεν είναι, όπως θα υποστηρίξει, αληθινή, κρέμεται θα πει από μια κλωστή, από την ψεύτικη λέξη, από το απλωμένο φτερό της πεταλούδας, όμως δεν πρόκειται να υπολογίσω τη γνώμη του. Δε μπορεί να ξέρει πώς αισθάνομαι εγώ την απαλή και γλυκιά αίσθηση της σοκολάτας στον ουρανίσκο, τη μπανάνα στα χείλη, το μετάξι πάνω στις ρώγες των δακτύλων…
Μέσα μου γιορτάζει το καλοκαίρι, κι ας φορτώνεται ο ουρανός μαύρα βαριά σύννεφα, κι ας σφραγίζουν όλοι τις πόρτες στο βοριά και μπουμπουνίζουν τις σόμπες τους θυμωμένα. Μακριά στην καθαρή θάλασσα ο ήλιος τσουρουφλίζει τα κορμιά των ανυποψίαστων παιδιών και τα μαλλιά μου – λιγοστά κι αραιωμένα – στραφταλίζουν χαρούμενα. Κολυμπάω με κείνη τη θαυμάσια γεύση της αρμύρας στα χείλη. Κανείς δε μπορεί αυτά να μου τα πάρει. Όσα κι αν πούνε λόγια∙ όσο κι αν σε κατηγορήσουν στ’ αυτιά μου.
Ελένη Γ.