Μια προσέγγιση στο κλασσικό και ιδιότροπο θέατρο του Βασίλη Κατσικονούρη
Ο Βασίλης Κατσικονούρης αντιπροσωπεύει τα τελευταία 20 χρόνια το σπάνιο είδος του θεατρικού συγγραφέα του οποίου η εμφανής ιδιοτυπία δεν αντιστρατεύεται τον ορισμό του κλασικού, εμμένοντας ωστόσο αλώβητη και διαπεραστική. Η ιδιοσυστασία του συναιρεί μια σύγχρονη εκδοχή του λαϊκού με μια διαχρονική λυρική αντίληψη, τη στερεότητα της ορισμένης από κοινωνικές περιχαράξεις πραγματικότητας με την άρση της αισθητηριακής της προσέγγισης ή, αντίστροφα, την ήσυχη είσοδο του υπερβατικού στοιχείου στη βατή μας ζωή, τη φρουρούμενη από το έλλογο και εμπειρικό στοιχείο.
Θησαυρίζει επενδύοντας αρκετά συχνά πάνω στην τετριμμένη, την αυτονόητη φράση, της οποίας η ρυθμική ανάκρουση και η κατάληψη, μέσω αυτής, της επικοινωνιακής περιοχής γκρεμίζει συθέμελα προσδοκώμενα και ειωθότα, άγοντάς μας σε μια ανεπαίσθητη μα συγκλονιστική μετάληψη της ετερότητας. Ούτως ή άλλως, όλα σχεδόν τα έργα του μπορούν να εκληφθούν και ως σπουδή στην ετερότητα, χάρη αφενός στην «από καιρό χαμένη» αθωότητα που κομίζουν οι ήρωές του και αφετέρου σε ένα στοιχείο τυραννικής για την πρόσληψη ξενότητας που περιφέρεται ή αιφνιδιαστικά υποστασιοποιείται.
Ως υφολογικό χαρακτηριστικό των θεατρικών του Κατσικονούρη διαφαίνεται ο εγκιβωτισμός του λυρικού λόγου, ο οποίος αρθρώνεται αναπάντεχα σε μορφή μονολόγων, εξαίσιων διασχίσεων της σκέψης, που προσιδιάζουν κάποτε στο πεζό ποίημα. Δραματουργικά, αυτή η γλωσσική διαφοροποίηση διεγείρει έναν εν υπνώσει συγκινησιακό πυρήνα, κυρίως από την άποψη της πρόσληψης. Λειτουργεί, επίσης, ως τέχνασμα πλοκής, γινόμενη εφαλτήριο για μια άλλη, πιο επιθυμητή για τον ήρωα εκδοχή της πραγματικότητας. Στην παράσταση που φιλοξενήθηκε στο θέατρο Αγορά (Πάτρα) με τίτλο Τσιτάχ / Η ερημιά του τερματοφύλακα, με τον εξαιρετικό Γιώργο Νινιό, το Λενάκι περνά δυο φορές σαν αεράκι, εξαπολύοντας τόσο στα μύχια του ήρωα όσο και στη σκοτεινή σάλα τη ρομφαία του έρωτα και το διηνεκές άλγος απ’ τον χαμό του. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε, ως περιέχον πλείστα από τα γνωρίσματά του, απόσπασμα από το εμβληματικό Γάλα, όπου η Ρήνα επιδίδεται σε έναν μοναδικό μονόλογο, αισθητοποιώντας το παρελθόν, τον νεκρό σύζυγό της και τον ευτυχισμένο τότε Λευτέρη, σε μια εξόδιο τελετή άφατης τρυφερότητας και μεταφυσικού ρίγους: […] Να κι ο Αντρέι μου, που ξεχωρίζει κι έρχεται προς το μέρος μου, χαμογελάει και μου γνέφει σαν να μου λέει πού ήσουνα τόσον καιρό… Κι ύστερα, απαλά, σαν να ’μαι νυφούλα πάλι, με σηκώνει και με περνάει στην άλλη μεριά της λίμνης. Κι από κει, κρατώντας με ξανά από τη μέση, καμαρώνουμε μαζί τον μικρό μας γιο. Τον δικό μας γιο. Να πετάει πάνω απ’ τα νερά. Κι ο αγέρας να του παίρνει τα μαλλιά. […][1]
Πολλάκις η κριτική γραφίδα έχει επισημάνει τη δραματική τεχνική του Βασίλη Κατσικονούρη, τη δυνατότητά του να παροξύνει το αδιέξοδο, καθιστώντας μας μετόχους σε πάθη αλλότρια, σε ταξίδια ανονείρευτα, σε ήττες ανήκουστες, σε όντα ιδιοπαθή, κομιστές άλλων μορφών της μίας και καθολικής ανθρώπινης ανάγκης, να είμαστε ελεύθεροι πραγματώνοντας τον εαυτό μας. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, αναφερόμενος στο Γάλα διατείνεται πως «ως είδος θα μπορούσε να καταταγεί στις “λαϊκές τραγωδίες” […], κάτι παρόμοιο με το Θέα από τη Γέφυρα του Άρθουρ Μίλερ, τον Σωσμένο του Μποντ, τον Ρομπέρτο Ζούκο του Κολτές. Έργα βίαια, ανελέητα, λιτά, ωμά, γυμνά και απελπισμένα»[2]. Η αβίαστη γνωριμία μας με περιοχές της ετερότητας αλλά και η άθελη αναγνώριση μιας κρυμμένης οικειότητας, μιας αθέατης δομής, ανάμεσα σε μας ως θεατές και αναγνώστες και στους ήρωες του Κατσικονούρη, καθιστούν το θέατρό του αφενός υπαρξιακό, με όρους ομόλογους του κινήματος του 20ού αιώνα, και αφετέρου τραγικό, με όρους του αρχαίου ημών δράματος. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν είναι βέβαια το είδος των παθών και των αδιεξόδων που επισύρουν εντός μας ετερογενείς συγκλίσεις και παράδοξες δονήσεις, μα ο αρχετυπικός σχεδιασμός των κινήτρων και των προσπαθειών, η καθαρότητα της ματαίωσης, («Είν’ οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων», θα έλεγε ο Αλεξανδρινός), η εκκωφαντική απώλεια, η δαιμόνια επανάληψη του λάθους.
Οι ριπές ενός τέτοιου θεάτρου, πρωτότυπου, λόγω της ασυνήθιστης αθωότητας των ηρώων του, γενναίου λόγω της γλωσσικής στάσης του συγγραφέα, της εδραιωμένης και ανυποχώρητης συνείδησής του περί της τέχνης του, παράδοξου, λόγω της συγκατοίκησης ορατών και αοράτων, οικείου, λόγω της ικανότητας του δημιουργού να διανύει με φυσικότητα δυσθεώρητες αποστάσεις που αφορούν στην ετερογένεια των περιπτώσεων και στα α-διανόητα «πετάγματα» ορισμένων ηρώων του, οι ριπές, λοιπόν, ενός τέτοιου θεάτρου, απαιτούν στο συνενωτικό τους καμίνι μία ακόμη παράμετρο ή καλύτερα υλοποιημένη οπτική: Μια ηθική ανάγνωση του ανθρώπου που να τον δικαιώνει, να τον εξαίρει και να του επιτρέπει το πανάκριβο δικαίωμα να συμμετέχει κοινωνικά, αρθρώνοντας λόγο, παρά την αδυναμία, την παθολογία και, κάποτε, τη φαυλότητά του. Η πλοκή συχνά προωθείται μέσα από ηθικά διλήμματα, που προκύπτουν από τη θραύση κάποιων ορίων. Ολόκληρο το Πήρε τη ζωή της στα χέρια της αφορά σε ένα ηθικό πείραμα, του κατά πόσον αντέχει η ψυχική ζωή στην κοινή θέαση χωρίς το ego να θρυμματιστεί. Το ίδιο και στους Αγνοούμενους, τα ηθικά ερωτήματα κινητοποιούν την εξέλιξη. Πιο συγκεκριμένα, δικαιούται ένας νέος άνθρωπος σαν τη Δέσποινα να ζήσει δέσμια του ιστορικού και οικογενειακού παρελθόντος, στερημένη κάθε χυμού του τώρα; Ή αναφορικά με το ζευγάρι της Μίνας και του Πέτρου στο ίδιο έργο: Μπορεί να αντέξει σε ηθικό έλεγχο η ζωή όταν αρκείται στο ευαγγελικό «επ’ άρτω» και κόβει κάθε δεσμό με το ιστορικό και οικογενειακό παρελθόν; Τα ίδια τα έργα είναι ανοιχτά στα ερωτήματα που θέτουν, υποβάλλοντας και συσκοτίζοντας την όποια βιοθεωρία.
Όσον αφορά στη λειτουργία και τον χειρισμό των θεματικών μοτίβων, αξιοσημείωτη είναι η αθόρυβη, αν και μη κεκαλυμμένη, επαναφορά τους. Για παράδειγμα, το 1985, στο παρθενικό έργο Λεπτή γραμμή, ο Βασίλης Κατσικονούρης θα πρωτοπλάσει το καράβι του Βίκτωρα και το νησί της Μαρίας. Το 2012, 27 χρόνια μετά, το μοτίβο θα επανέλθει αντεστραμμένο, όσον αφορά στους ρόλους, στο Πήρε τη ζωή της στα χέρια της. Τώρα είναι η Φωτεινή που έχει το μυστικό της καράβι και ο Κάρολος το αφανές για τους πολλούς νησί του. Να παρατηρήσουμε πως η όψιμη επανένταξή τους σε αλλότριο θεατρικό σώμα καθόλου δεν αφυδατώνει την παρθενικότητα της σύλληψης και την εικονοποιητική εμβέλεια των μοτίβων. Στο ίδιο έργο, πρωτοσυναντούμε τη μικρή Εσκιμώα -μορφή που διαπερνά τα σύνορα της πραγματικότητας, όπως και το κοιλιακό άλγος του Άλεφ, του ηθικά και πνευματικά αναπήρου, πλην όχι αποκτηνωμένου, στελέχους της απρόσωπης Εταιρείας. Η μικρή Εσκιμώα θα επιζήσει λάθρα άλλα 23 χρόνια, για να στοιχειώσει την ζωή του Πέτρου στους Αγνοούμενους. Του Πέτρου που επίσης πάσχει από κοιλιακό άλγος. Ίσως θα ήταν καλύτερα να μιλήσουμε για επιβίωση των ηρώων. Η σταδιακή, ωστόσο, αποκάλυψη της ταυτότητάς τους γίνεται και μέσα από μοτίβα, όπως ενδεικτικά αναφέραμε.
Μα και ο ίδιος ήρωας, αναδιπλούμενος κοινωνικά, γίνεται από Άλεφ, Δρ Άρμονυ, Ντίνος, Πέτρος, Αντώνης ή Αντρέας. Πέρα από ορισμένους κοινούς κώδικες ενδόμυχης ζωής, όλοι οι αναφερθέντες μοιράζονται πρωτίστως την ανάγκη να ρυθμίσουν την πραγματικότητα, να νομοθετήσουν στη ζωή που τους εδόθη και τη ζωή των άλλων. Παρά την άτεγκτη συμπεριφορά τους και το άγριο κυνήγι που εξαπολύουν στον εκάστοτε «άλλον», θα αποδειχθούν, ανεξαιρέτως, ευάλωτοι και τρωτοί. Στην απέναντι όχθη της κατσικονούρειας θεατρικής χώρας, περπατούν οι μεταμορφώσεις του Βίκτωρα, ο Άρης, η Δέσποινα, ο Λευτέρης, η Μίνα, η Φωτεινή, όντα αγγελικά, αδέξια να καρποφορήσουν στην τύρβη του κόσμου τούτου… Επιπλέον, έχουμε τουλάχιστον τρία μετακείμενα, εξωθεατρικούς, δηλαδή, μονολόγους, του Βόιντ από το Εντελώς αναξιοπρεπές!…, του Ντίνου από το Καλιφόρνια Ντρίμιν και την «Αναφορά για τον ασθενή Λεφτέρι Σεκάλιεφ» από Το γάλα, στα οποία επίσης εκδηλώνεται η «συγγραφική προστασία» που παρέχει ο συγγραφέας στους ήρωές του, η έκδηλη μέριμνά του σχετικά με τη μετακειμενική τους τύχη αλλά και η ανάγκη του να διευρύνει τις αναστολές του αναγνωστικού χρόνου, να άρει τους φυσικούς περιορισμούς του μη γεννημένου όντος, να ψαύσει ρομαντικά τα έσχατα της τέχνης.
Σε συζήτηση που είχαμε την Άνοιξη του 2012 με τον συγγραφέα, μας γνώρισε πως Το Γάλα, Οι Αγνοούμενοι και το Πήρε τη ζωή της στα χέρια της συναποτελούν μία τριλογία. Το θέμα του πρώτου είναι η αγάπη, του δεύτερου ο φόβος και του τρίτου το έλεος. Από το προλογικό δε σημείωμά του στο Πήρε τη ζωή της… σημειώσαμε το εξής: «… Μια γραμμή που ξεκινάει από το Λευτέρη στο Γάλα, περνάει από τη Δέσποινα των Αγνοούμενων και φτάνει εδώ, στη Φωτεινή. Θα την ονόμαζα “Η τριλογία των ανθρώπων που έφαγαν πολύ Θεό και τώρα οι συνάνθρωποί τους τούς κοιτάζουν κάπως περίεργα”, αλλά φοβάμαι μήπως δεν είναι αρκετά αναλυτικός σαν τίτλος… Τέλος πάντων, Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΩΝ θα ήταν ένας πιο ήρεμος τίτλος. Και πιο ταιριαστός ίσως με το πνεύμα των καιρών». Αν και οι ήρωες που ο ίδιος προαναφέρει είναι αναμφίλεκτα καλοί και γενναίοι, ο συρμός των «κακών» που τους «κοιτάζει περίεργα» δε νομίζουμε πως αντιπροσωπεύει κλασικά παραδείγματα άτεγκτων κυνικών. Σα να μην αντέχει ο άνθρωπος, στον συγγραφικό του κόσμο τον φόρτο του κακού. Όταν το σάπιο ξεχειλίζει ο άνθρωπος τρελαίνεται, παθαίνει με κάποιον τρόπο. Ακόμη κι ο σκληρός Αντώνης στο Γάλα έχει μια «σκιά στα πνεμόνια», ένα «σακατιλίκι», μια «δαγκωματιά στην καρδιά».
Το χειμώνα του 2014, ο Βασίλης Κατσικονούρης τίμησε το Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Πατρών, παρευρισκόμενος σε αφιέρωμα που είχαμε οργανώσει (οι εκπαιδευτικοί Κατερίνα Πλακούδα, Κίτσα Αργυρίου κι εγώ), με παιδιά από διάφορες τάξεις. Στο πλαίσιο της επίσκεψής του, οι μαθητές μας απέδωσαν σε μορφή θεατρικού αναλογίου αποσπάσματα από το Γάλα, το Μπουφάν της Χάρλεϊ και ένα σημαντικό τμήμα από τους Αγνοούμενους. Το τελευταίο, μάλιστα, το παίξαμε στην Αγορά Αργύρη στις καταληκτικές παρουσιάσεις προγραμμάτων.
Ολοκληρώνω με ένα μικρό απόσπασμα από την απομαγνητοφωνημένη απάντηση του Βασίλη Κατσικονούρη σε μαθητή μας, κατά τη διάρκεια συνέντευξης που του πήραν τα παιδιά, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης επίσκεψής του στο σχολείο μας, τον χειμώνα του 2014. Στην ερώτηση «Μπορεί ο θεατρικός λόγος να διδάξει ιστορία;» απάντησε: «Εξαρτάται πώς εννοούμε τη διδαχή της ιστορίας. Για την ακρίβεια, υπάρχουν δύο τρόποι που στο τέλος συνεργάζονται: Πρώτον, να διδάξεις ιστορία και, δεύτερον, να διδαχθείς από την ιστορία. Πρέπει να διδασκόμαστε στα σχολεία μας ιστορία για να διδαχθούμε αργότερα από την ιστορία. Τη μαθαίνουμε, γιατί αργότερα η ζωή μάς την ανασύρει και από αυτήν την άποψη το θέατρο μάς διδάσκει επίσης ιστορία. Την ιστορία του ανθρώπου. Τέμνονται αυτά τα δύο, θέατρο και ιστορία, συναντώνται σ’ αυτό, μας μαθαίνουν τον κόσμο. Το δράμα, για παράδειγμα, έχει πολύ υλικό για να μιλήσεις για την ιστορία του ανθρώπου».
Μαίρη Σιδηρά
[1] Βασίλης Κατσικονούρης, Το Γάλα, Αθήνα, Κέδρος – Θέατρο5, 2011, σ. 103.
[2] Βασίλης Κατσικονούρης, Το Γάλα, από το οπισθόφυλλο, Αθήνα, Κέδρος5, 2011.
Η πρώτη και πιο εκτεταμένη μορφή του κειμένου είναι η ομιλία μου στο αφιέρωμα που διοργάνωσε το θέατρο Αγορά, στην Πάτρα, την Παρασκευή, 10 Μαρτίου 2023.