Διήγημα
Π. Ένιγουεϊ | Καφεδάκι στη λιακάδα
«Θα τον γαμήσω τον προϊστάμενο, δεν υπάρχει περίπτωση. Δευτέρα πρωί θα τον εγαμήσω. Με ξέσκισε όλη τη βδομάδα. Και σήμερα ειδικά με ξέσκισε μπρος σε όλους, ο γαμιόλης.»
Παρασκευή απόγευμα. Μόλις θα είχε σχολάσει.
«Θα τον γαμήσω τον προϊστάμενο, δεν υπάρχει περίπτωση. Θα του δείξω. Δε θα ξέρει από πού του ήρθε.»
Πήγαινε να συναντήσει ένα γνωστό του για να του δώσει ένα CD με αρχεία; Ένα φάκελο με έγγραφα; Κάποιες… Κάτι της δουλειάς μάλλον. Κάτι κρατούσε στο χέρι του. Δεν το είδα καλά.
«Δε ξέρει τι τον περιμένει. Τι του ετοιμάζω δε λέγεται. Θα δει. Θα δει. Θα του δείξω εγώ. Τον καριόλη.»
Βγήκε απ’ το μετρό στην έξοδο Πανεπιστημίου. Κατευθύνθηκε προς την Κλαυθμώνος. Είχανε ραντεβού στην πλατεία Καρύτση; Στην παλιά Βουλή; Όπως και να ’ναι έστριψε αριστερά στη Σταδίου.
«Φίλε, δώσε μου το πι.»
«Θα τον γαμήσω τον προϊστάμενο, δεν υπάρχει περίπτωση. Από βδομάδα θα τα πούμε οι δυο μας.»
«Ρε φίλε, το πι…»
«Θα του τη φέρω από κει που δεν το περιμένει. Θα τον δώσω στεγνά στ’ αφεντικό. Τον ηλίθιο. Μου το παίζει ανώτερος.»
«Ρε μαλάκα, το πι σου λέω! Άντε και γαμήσου ρε! Ρε άντε και γαμήσου! Ναι ρε, σε σένα μιλάω! Μαλάκα, ε μαλάκα!»
Ένας άστεγος πίσω του τον έβριζε που τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει το μπαστούνι του τύπου πι.
«Θα του τη φέρω από κει που δεν το περιμένει.»
Ξαπλωμένος σ’ ένα βρώμικο στρώμα στην άκρη του πεζοδρομίου…
«Ρε μαλάκα, το πι σου λέω μια ώρα!»
… με γκρίζα γένια και μακριά μαλλιά ρασταφάρι…
«Με ξέσκισε όλη τη βδομάδα. Δε ξέρει τι τον περιμένει.»
«Το πι, ρε πούστη!»
… προσπαθούσε να φτάσει το μπαστούνι του που στέκονταν δυο βήματα μακριά του. Προσπαθούσε να το φτάσει αλλά δε μπορούσε.
«Δευτέρα πρωί θα τον εγαμήσω.»
Ήταν παράλυτος φαίνεται.
«Ρε καριόλη! Κοιτάχτε ρε παιδιά ένα μαλάκα! Ου ρε!»
Ο άστεγος τον κοίταζε αγριεμένος. Δε σταματούσε να τον βρίζει. Μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο ακουγόταν. Κι αυτός στον κόσμο του…
«Τότε γύρισε πίσω, δυο βήματα, δυο βήματα έκανε, έπιασε το πι, το σήκωσε ψηλά και άρχισε να να να κοπαπανάει τον άστεγο, ο τριτρισάθλιος! Το σκέφτομαι και και με πιάνουν τα κλάματα, Τζίνα μου. Τον σάπισε στο ξύλο τον ζητιάνο!»
«Καλησπέρα, τι θα πάρουν οι κυρίες;»
«Ένα φρέντο εσπρέσο, παρακαλώ. Μέτριο.»
«Κι εγώ άλλο ένα φρέντο, γλυκό. Με καστανή ζάχαρη.»
Π. Ένιγουεϊ
Share this Post