«Κέντρο Περίθαλψης Άγριων Ζωών» (Παρουσίαση στο BlackDuck, 24.2.2020)

In Εκδηλώσεις by mandragoras



Στίχοι: Χρίστου Γ. Παπαδόπουλου
Μουσική: Ζαχαρία Καρούνη
Ερμηνεία: Ηρώ Σαΐα, Ζαχαρίας Καρούνης
Συμμετοχή : Γιώτα Γιάννα, Χρήστος Γεροντίδης
Ενορχήστρωση: Χρυσόστομος Καραντωνίου
Έκδοση εντύπου, κυκλοφορία CD: Εκδόσεις Οδού Πανός

Η παρουσίαση του ηχογραφήματος «Κέντρο περίθαλψης άγριων ζωών», με τη μουσική του Ζαχαρία Καρούνη πάνω σε στίχους του Χρίστου Γ. Παπαδόπουλου είχε επιτυχία. Στο Black Duck Multiplarte κυριαρχούσαν τα χαμόγελα. Παράξενο για τέτοιες μέρες, όμως αυτά τα χαμόγελα παραμέρισαν για λίγο τις φοβίες των επιβεβλημένων απαγορεύσεων: Μην βγαίνεις έξω, μην έρχεσαι σ’ επαφή με κόσμο, μη συνωστίζεσαι, μη χαιρετάς δια χειραψίας και με εναγκαλισμό, μη δίνεις και μη δέχεσαι φιλιά, μην αναπνέεις, μη σκέφτεσαι, μην ελπίζεις, έχεις ν’ αντιμετωπίσεις έναν ύπουλο δυνατό ιό, δείξε πως δεν υπάρχεις, μπας και νομίσει ότι πέθανες και σε προσπεράσει.

Η ατμόσφαιρα ζεστή και αγαπησιάρικη. Για τη μουσική, τον στίχο, την ιστορία της έκδοσης και τη σημασία της μίλησαν οι: Νίκος Ξυδάκης – Δημοσιογράφος, Μιράντα Τερζοπούλου – Εθνολόγος – ποιήτρια, Ξενοφών Ραράκος – Ραδιοφωνικός παραγωγός, Ανδρέας Μπελεγρής – Δημοσιογράφος καθώς και οι δημιουργοί Ζαχαρίας Καρούνης και Χρίστος Γ. Παπαδόπουλος. Στίχους από την έκδοση διάβασε ο ηθοποιός Άγγελος Παπαδημητρίου.

Οι τραγουδιστές Ηρώ Σαΐα, Ζαχαρίας Καρούνης, Γιώτα Γιάννα και Χρήστος Γεροντίδης ερμήνευσαν εξαιρετικά μερικά από τα τραγούδια τού cd. Στο πιάνο ήταν ο Αλέξανδρος Κούρος και στην κιθάρα ο Χρυσόστομος Καραντωνίου. Ιδιαίτερη ήταν η συμμετοχή τής κυρίας Γιώτας Γιάννα, η οποία μας καθήλωσε με την φυσαρμόνικά της.

Το cd-βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Οδού Πανός.

***

Δημοσιεύουμε την ομιλία της κυρίας Μιράντας Τερζοπούλου από την παρουσίασή του  : 

Υποθέτω πως για τους μουσικούς –αλλά και για τους μανιακούς ακροατές– οι εξω-μουσικές προσεγγίσεις και αναλύσεις της μουσικής, αν δεν είναι απόλυτα βαρετές,  παρουσιάζουν ενδιαφέρον μόνο στο βαθμό που ρίχνουν καλό φωτισμό στο ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννιέται, και μέρος του οποίου αποτελεί, η κάθε μουσική δημιουργία.

Ακόμη κι οι προσεγγίσεις εκείνων που, όντας μεν γνώστες και φιλόμουσοι, είναι όμως αποκλεισμένοι από αυτή καθαυτή την εμπειρία της μουσικής δημιουργίας. Κάτι σαν και μένα π.χ. Τα σαράντα περίπου χρόνια που ασχολούμαι, ψάχνω, μελετάω, καταγράφω, γράφω για τη μουσική και τα τραγούδια, δεν μ’ έκαναν μουσικό, με την έννοια συνθέτη ή δεξιοτέχνη κάποιου οργάνου, μ’ έκαναν όμως, νομίζω, ικανή ακροάτρια και μ’ έμαθαν κυρίως ν’ ακούω στίχους και νοήματα, φωνές και ερμηνείες ουσία και υποκρισία. Εξάλλου τι είναι η μουσική αν όχι ο εξαίσιος συνδυασμός λόγου, μελωδίας/ρυθμού δηλαδή του δημιουργού- και ακροατηρίου. Στενά αλληλένδετα και αλληλοεπηρεαζόμενα –και βέβαια με τις γνωστές αμοιβαίες επιπτώσεις.

Παίρνω λοιπόν το θάρρος να μιλήσω στην παρουσίαση ενός μουσικού CD που από την στιγμη που το πρωτάκουσα –και ο Ζαχαρίας με πληροφόρησε ότι ήμουν κυριολεκτικά η πρώτη– με εντυπωσίασε και με συγκίνησε πολύ και με ιδιαίτερο τρόπο.

Σε μια εποχή που η τραγουδοποιία –κατά τη γνώμη μου– χαρακτηρίζεται από στασιμότητα στην έμπνευση, στιχουργική όσο και ερμηνευτική, με εξαίρεση κάποιες λίγες περιπτώσεις που δίπλα σε στρατιές από «μιμητές» ξεχωρίζουν, και που οι περισσότερες δεν έχουν βρει ακόμη την θέση που θα τους άξιζε ή, με λύπη το λέω, μόλις βρουν λίγη αναγνώριση βιάζονται ή αναγκάζονται να ενδώσουν στις απαιτήσεις των εταιριών και των κανόνων της showbiz, o δίσκος αυτός εμφανίζεται δυναμικά και με άποψη, με έντεκα εμπνευσμένα και εμπνευστικά λαϊκά τραγούδια, που νιώθω πως ήρθαν για να μείνουν και που εύχομαι να γίνουν σύντομα γνωστά και  δημοφιλή.

Όπως έλεγε ο αλησμόνητος φίλος, εξαιρετικός μουσικός και έμπειρος μουσικολόγος Γιώργος Παπαδάκης, «το λαϊκό τραγούδι, άσχετα με τις μόδες, περιλαμβάνει εκτός από τα ρεμπέτικα, και τα δημοτικά και τις καντάδες και ένα μέρος των λεγόμενων ελαφρών καθώς και πλήθος υβριδίων». Ξέρουμε βέβαια όλοι πόσο ρευστά κι εύθραυστα είναι πλέον τα διαχωριστικά ανάμεσα στις κατηγοριοποιήσεις της μουσικής. Όπου σε ένα και το αυτό τραγούδι συνυπάρχουν ήχοι και όργανα, στίχος και πνεύμα από τη προφορική μουσική μας παράδοση μέχρι τις ιδέες και τα ρεύματα των διεθνών εκφραστικών και τεχνολογικών εξελίξεων. Είναι καλλιτεχνικό ζητούμενο αλλά και επίτευγμα το αποτέλεσμα, που κάτι τέτοιο το καταφέρνει (οι Χειμερινοί κολυμβητές ή ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου πχ μας το απέδειξαν με την τεράστια αποδοχή που είχε η υψηλή τους ποιότητα).

Πέρα απ’ αυτό όμως πιστεύω πως κάθε καλλιτέχνης (μουσικός, ποιητής, ή εικαστικός) πρέπει να γίνεται εισηγητής νέων όχι μόνο αισθητικών αλλά και κοινωνικών προτύπων, να «διαπαιδαγωγεί» τη λαϊκή αντίληψη, συνθέτοντας το ατομικό με το κοινό, το ιδιαίτερο με το κοινά αποδεκτό, υποδεικνύοντας χωρίς να αποκαλύπτει τα μυστικά, τα ανεξήγητα, τα ανομολόγητα, τα επιθυμητά κι ονειρεμένα της ανθρώπινης ψυχής στην αιώνια σύγκρουσή τους με τις κοινωνικές συμβάσεις και  αμείλικτες επιταγές. Κάνοντας σε κάθε περίπτωση σαφή τα όρια μεταξύ του ωραίου και του αγοραίου.

Ας παραμείνουμε όμως στη μουσική και ιδιαίτερα την σύγχρονη  δισκογραφία. Δίπλα στις άπειρες επανεκτελέσεις των παλιών διαχρονικών επιτυχιών, η θεματολογία της που συνεχίζει βέβαια να έχει σαν μείζον θέμα τον έρωτα, βρίθει από «αδιάφορα» – και συχνά πυκνά αδιάντροπα -το εννοώ- τραγούδια, που αισθηματολογούν ή καψουρολογούν τολμηρά, βαρετά και τετριμμένα, εκφράζοντας υποτίθεται τα πάθη του έρωτα, εκείνα όμως συγκεκριμένα που –όσο και τετριμμένα–  είναι σίγουρο πως θα γίνουν αποδεκτά από πλατιά, φανατικά και αδιάφορα για ποιότητα, εποχιακά ακροατήρια. Τα πάθη πάντα εκείνου του έρωτα, που εγκρίνεται και επιτρέπεται –κι ας είμαστε παντρεμένοι κι οι δυο κι ας βογγάμε με παράνομα φιλιά σε παράνομα κρεβάτια. Του «παραγωγικού» έρωτα. Διότι η σεμνοτυφία και η κοινωνική υποκρισία συνεχίζουν να έχουν αποκλεισμένο από τα πλατιά ακροατήρια κάθε άλλον «άγιο έρωτα» και κυρίως τον ήδη δύσβατο, αλλά καθόλου παράνομο, έρωτα προς το ίδιο φύλο –κι ας μην μας μπερδεύει η πληθωρική ελευθεροστομία του μοναχικού καουμπόι Κραουνάκη.

Σ’ αυτή τη θεματική λοιπόν νιώθω πως οφείλω να σταθώ, στις λιγοστές εξαιρέσεις  των μουσικών δημιουργών, που τόλμησαν να αποθέσουν καλλιτεχνικά το θέμα του ομοερωτισμού στη δισκογραφία, δημιουργώντας –βέβαια μετά την μεταπολίτευση από τη Χούντα– μια ριζοσπαστική παράδοση, που τόλμησε να τραγουδήσει τα αισθήματα ανθρώπων σπρωγμένων από τις κοινωνικές προκαταλήψεις, στο περιθώριο, στην ντροπή, στο κρυφό, στην τραυματική συναλλαγή τού σεξ, στον στιγματισμό. Παράδοση την οποία συνεχίζει έντιμα το ωραίο και θαρραλέο «Κέντρο Περίθαλψης Άγριων Ζωών», που κρατάμε στα χέρια μας.

(Στην σύντομη αυτή αναδρομή θα παραβλέψω τις μελοποιήσεις της Σαπφούς, του Καβάφη, του Λαπαθιώτη, ποιητών που η χρονική και εκφραστική απόσταση τους καθαγίαζε αλλά και τους περιόρισε στα όρια των «ποιοτικών» ολιγάριθμων ακροάσεων).

Πρωτοποριακό λοιπόν και ευθύβολο παράδειγμα θεωρώ τον Αχιλλέα απ’ το Κάιρο, του Κώστα Τουρνά, που τα είπε όλα το 1980, όταν η επιμένουσα ακόμη λογοκρισία δεν είχε αντιληφθεί καν ότι η Χούντα είχε πέσει, και που θα ’θελα να τον τιμήσω θυμίζοντας το:

Ο Αχιλλέας απ’ το Κάιρο εδώ και χρόνια ζει στην Αθήνα
σ’ ένα υπόγειο σκοτεινό, γωνιακό κάπου στην Σίνα
Μαζί του ζει κάποιος Μηνάς, γι’ αυτούς τους δυο και τι δεν λένε,
οι πιο σεμνοί της γειτονιάς ξέρουν επίθετα που καίνε
Ποτέ δε βγαίνουνε μαζί, κανείς δεν ξέρει πώς περνάνε,
υπόγεια κάνουνε ζωή κι όλοι οι αργόσχολοι ρωτάνε
Η κυρά Λέλα η Σμυρνιά, στην αμαρτία, λέει, βουλιάζουν
και διώχνει τα μικρά παιδιά όταν στο υπόγειο πλησιάζουν
Τα βράδια απ’ έξω σαν περνάς, μια μουσική ακούς και γέλια
και στο υπόγειο αν κοιτάς, βλέπεις μια ολάνθιστη καμέλια
Είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες,
και δεν ζουν τη ζωή τη δικιά σου,
είναι κάτι παιδιά που δε γίνονται άντρες
Θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου
Ο Αχιλλέας απ’ το Κάιρο, ας είναι χρόνια στην Αθήνα,
η μάνα του δεν τον ξεχνά, κι ας είναι απ’ τα παιδιά εκείνα…

Το λεπτό και τεράστιο αυτό θέμα της σχέσης του στιγματισμένου αγοριού με τη μάνα θα συναντήσουμε και στις «Τύψεις» στα «Τραγούδια της Αμαρτίας», από την πένα του Ντίνου Χριστιανόπουλου και τη φωνή του Μάνου Χατζιδάκι (..μα πιο πολύ η όψη της μητέρας μου…) αλλά και εδώ στα «Θηρία και Σκύβαλα» από την πένα του Χρήστου Παπαδόπουλου:

 Το ξέρουνε οι μάνες κι αν δεν το δέχονται
πάντα κρυφά τις νύχτες μόνες προσεύχονται.
Να γίνει δεν αφήνουν νερό το αίμα τους
ανάβουνε κεράκια και ζουν στο ψέμα τους

Κάπου εκεί χρονικά εμφανίζεται ο νεαρός Κραουνάκης, που το 1983 κυκλοφορεί  το «Μόνον άνδρες», σε μουσική δική του και σε στίχους Γιώργου Παυριανού, Γιώργου Ευσταθίου, Λίνας Νικολακοπούλου και του ίδιου. Α΄ εκτέλεση: Γιώργος Μαρίνος Β΄ Αλκηστις Πρωτοψάλτη.

Όλοι γνωρίζουμε την εξέλιξη και την συμβολή του Κραουνάκη, μέσα από τη δισκογραφία και από σκηνής, στην απελευθέρωση του ερωτικού λόγου.

«Τα Τραγούδια της Αμαρτίας», τελευταία και, ας πούμε, η ημιτελής σύνθεση του μεγάλου Μάνου Χατζιδάκι, κύκλος τραγουδιών σε ποίηση Ντίνου Χριστιανόπουλου και Γιώργου Χρονά, ήρθαν πολύ αργότερα. Τον απασχόλησαν τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του, από το 1992, και τα προόριζε για νεανική λαϊκή φωνή – σύμφωνα με συνέντευξη του στο περιοδικό ΗΧΟΣ εκείνων των χρόνων, ήθελε έναν τραγουδιστή, που να μην είναι ομοφυλόφιλος για να τα αποδώσει– ανδρική χορωδία και στρατιωτική μπάντα. Δεν πρόλαβε να ενορχηστρώσει το έργο γι’ αυτό και εκδόθηκε το 1996 σε αρχική μορφή για πιάνο και φωνή και με τον εύγλωττο υπότιτλο «Η αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος». Ο δίσκος περιέχει δεκαπέντε τραγούδια από τα οποία, άλλα ηχογράφησε δουλεύοντας με τον Ανδρέα Καρακότα στο σπίτι του και άλλα καταγράφηκαν σε παρτιτούρες. Είναι «αφιερωμένος» από τον Μάνο Χατζιδάκι «σε όσους ακόμη μπορούν να διαβρωθούν από την μουσική και το τραγούδι».

 Το έργο κατά τη γνώμη μου είναι περισσότερο μουσικά ποιήματα παρά τραγούδια, περισσότερο Χριστιανόπουλος παρά Χατζιδάκις, και σίγουρα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί δίσκος λαϊκός, παρά τον σεβντά του ποιητή για τη «λαϊκή σάρκα». Ούτως ή άλλως από μια ρομαντική, θα έλεγα, παρόρμηση του αστού Μάνου ξεκίνησε αυτή η συνεργασία, όπου το ανοιχτό πνεύμα τού ενός περιέκλεισε την ενοχικότητα και μυστικοπάθεια του άλλου για να γεννηθεί ωστόσο και ευτυχώς ένα έργο έξω απ’ τα στεγανά:

«Μπαίνοντας στη Θεσσαλονίκη το ’45, αργά το βράδυ της Μ. Πέμπτης είχε τελειώσει η λειτουργία και οι εκκλησίες άδειες, φωτισμένες ηχούσαν πένθιμα. Περπατούσα μόνος και θαμπωμένος –είπα από μέσα μου: “Θεέ μου, πόση αμαρτία πρέπει να περιέχει αυτή η πόλη για να ’χει τόσες εκκλησίες”» (Μάνος Χατζιδακις, 4/1/1993).

Με ηθελημένα πρωθύστερη διαδρομή επιστρέφω στο 1982, όταν εκδίδεται το διάχυτο από ερωτισμό «Κέντρο Διερχομένων», (στίχοι Γιώργος Ιωάννου, μουσική Νίκος Μαμαγκάκης, ερμηνεία Ελευθερία Αρβανιτάκη), δίσκος που ακούστηκε και αγαπήθηκε από ευρύ κοινό –μάλλον λόγω Ελευθερίας– τραγούδια που επανερμηνεύονται μέχρι σήμερα και που η επιτυχία τους δεν επηρεάστηκε από τις ξεκάθαρες διατυπώσεις τού ποιητή ως προς τις επιθυμίες των πονεμένων ηρώων και το είδος των ερωτικών τους συναλλαγών.

Σ’ αυτόν ακριβώς τον δίσκο-σταθμό βρίσκω πως ήδη από τον τίτλο γνέφει με οικειότητα το νέο «Κέντρο», το «Κέντρο Περίθαλψης Αγριων Ζωών», συγγενεύοντας μαζί του πολλαπλά:

  • οι τωρινοί ερμηνευτές έχουν επανερμηνεύσει τραγούδια του πρώτου,
  • αλλά και οι ποιητές/στιχουργοί με απρόβλεπτο τρόπο είχαν ήδη συνδεθεί στενά, όταν ο Χρήστος Παπαδόπουλος μετέτρεψε απολαυστικά σε 15σύλλαβα τετράστιχα το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου Τα λαϊκά τα σινεμά.

«Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω» είπε κάποτε ο Νίκος Μαμαγκάκης. Αυτήν την αίσθηση ακριβώς έχω κι εγώ ακούγοντας και διαβάζοντας «Τις Άγριες Ζωές» –για να έρθουμε πια σ’ αυτές. Είναι προφανές ότι, πέρα από τη μουσική και ερμηνευτική του αρτιότητα, το σύνολο βασίζεται και απορρέει από την ποιητική/στιχουργική άποψη του Χρήστου Παπαδόπουλου. Άποψη με βαθύ έρεισμα, που με το λόγο της κάνει τον δίσκο να ξεχωρίζει.

Συνθέτης και στιχουργός δείχνουν να αδιαφορούν για τα ζητούμενα της δισκογραφικής βιομηχανίας, ξεβολεύοντας τον «μεγάλο σταρ», τον τραγουδιστή, από την κεντρική και υπερυψωμένη θέση. Τα τραγούδια τα μοιράζονται με  “επιμελημένη αδιαφορία” οι τρεις έξοχοι ερμηνευτές και κανείς δεν ξεφεύγει από το πνεύμα του έργου. Η Ηρώ Σαΐα πραγματικά μια έκπληξη. Καταφέρνει να προσαρμόσει το ύφος και τη χροιά της φωνής της με έναν τρόπο εξαιρετικό, σαν τις παλιές αξέχαστες ερμηνεύτριες, σε κομμάτια που διαφοροποιούνται μεταξύ τους τόσο σε μουσικό όσο και σε εκφραστικό επίπεδο. Και αντίστοιχα καλός στο μικρό του ρόλο ο Χρήστος Γεροντίδης με τη ζεστή λαϊκή φωνή του.

Για τον Ζαχαρία πάντα έλεγα πως γεννήθηκε μουσικός. Με την ευαισθησία, τη φαντασία, την επιμονή και σκληρή  δουλειά, και όσο περνούν τα χρόνια, αποδεικνύει ότι γεννήθηκε πολυτάλαντος. Ο ανήσυχος χαρακτήρας του τον κάνει να εμπλέκεται σε νέες προκλήσεις, συγγραφή, θέατρο, σύνθεση. Όποια νέα έμπνευση τον οιστρηλατεί, την κάνει πράξη, με συστηματικότητα και τελειομανία, κι όπως εδώ τον βλέπουμε σε κεντρικό ρόλο, με εξαιρετικά αποτελέσματα

Κορυφαίο σε ευρηματικότητα κατά το δικό μου γούστο, τα «Λάβαρα και Ραβασάκια» με την ανεπανάληπτη, αγαπημένη Γιώτα Γιάννα. Με εντυπωσίασε η εξέλιξή της ιδέας του Χρήστου Παπαδόπουλου, από εκείνο τον παλιό στίχο του 2001 στα «Τραγούδια του χαμένου ποιητή», σε μουσική Δημήτρη Μαρκατόπουλου με τραγουδιστή τον Παντελή Θεοχαρίδη:

Σαν ουσιαστικό το ρήμα «σ’ αγαπώ» θα σου πω.

μέχρι το:

«Σ’ αγαπώ» λέει και γράφει το ωμέγα όμικρον
με σκισμένο φανελάκι και το χέρι βρώμικο.
Μου αρέσουνε τα λάθη κύριε Μπαμπινιώτη μου,
στη σωστή ορθογραφία έφαγα τη νιότη μου.

Πρωτότυπες λέξεις, ατραγούδιστες. Λόγος με γλυκιά φυσικότητα, με αναπάντεχες λόγιες αναφορές, υμνεί τον έρωτα, την καθημερινότητα του έρωτα, μακριά από κάθε ανέραστη αισθηματολογία αλλά και από τον συνήθη καθωσπρεπισμό της στιχουργίας του τρέχοντος έντεχνου, αποτίοντας έναν πολύτιμο φόρο τιμής στη μουσική του λαϊκού περιθωρίου.

Θέλω να κλείσω με μια φράση του γίγαντα των γαλλικών γραμμάτων, Μπλεζ Σαντράρ, τον οποίο η τέχνη αυτού του τραγουδιού μου θύμισε:

«Είμαι ποιητής, πιθανότατα διότι είμαι πολύ ευαίσθητος με την γλώσσα –σωστή ή λάθος, της κλείνω το μάτι. Αδιαφορώ και περιφρονώ την γραμματική, η οποία πνέει τα λοίσθια, και αν η ορθογραφία μου δεν είναι και τόσο σίγουρη, είναι γιατί δίνω ιδιαίτερη προσοχή στην προφορά, στη ιδιοσυγκρασία της ζωντανής γλώσσας. Εν αρχή δεν υπήρξε η λέξη, μα η φράση, ο χρωματισμός της φωνής. Άκουσε το τραγούδι των πουλιών!»

***

Η Μιράντα Τερζοπούλου είναι Λαογράφος-Εθνολόγος (Εργάστηκε ως Ερευνήτρια Β΄ βαθμίδας, Κέντρο Έρευνας Ελληνικής Λαογραφίας, Ακαδημία Αθηνών). Έχει πραγματοποιήσει μακροχρόνια επιτόπια έρευνα εντός και εκτός Ελλάδας σχετικά με την παραδοσιακή μουσική, τη λαϊκή λατρεία και τις λαϊκές τελετουργίες καθώς και τη θέση και τους ρόλους των φύλων σε διάφορες εθνοτικές, θρησκευτικές, γλωσσικές μειονοτικές ομάδες. Έχει πραγματοποιήσει πολλά ερευνητικά προγράμματα, μαθήματα, σεμινάρια, διαλέξεις και δημοσιεύσεις στις παραπάνω θεματικές, ενώ έχει συμμετάσχει σε εκδόσεις δίσκων παραδοσιακής μουσικής, σε εθνογραφικά ντοκιμαντέρ, σε συνεργασίες για τη δημιουργία ψηφιακών βάσεων δεδομένων κ.α. Η ποιητική συλλογή της “Ομοερωτικά σαν τα άλλα ερωτικά” κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, τον Δεκέμβρη 2016.