Κάποιος
κάτι
ένα βράδυ κλότσησε το σπίτι μας
Το πρωί ξυπνήσαμε
κι ο ουρανός σερνότανε στο πάτωμα
Φορέσαμε τα μάτια μας
να περπατήσουμε επάνω του
με συλημένες ίριδες
βλέφαρα που τα μαστίγωνε
καρφί ένας τρόμος
Παντού αιχμές
Ήρθαν οι ώρες
που κάθε πάτημα άφηνε και τσακισμένο άστρο
Ύστερα
η ανακοίνωση γεννήθηκε αβίαστα
Αναστολή εργασιών
μέχρι νεωτέρας
Κάπου απωλέσθη το λευκό
η αναμονή του επίσης
Και πού τα κρίνα
μήπως και ενθαρρυνθεί ο ευαγγελισμός
Εξακολουθούμε να ατενίζουμε ό,τι απέμεινε
από μια στέγη που όλο διαρρηγνύεται
Ανάσκελα κανείς κοιτάζει
όπως θα κοίταζε
με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο