Γεννήθηκα μόλις. Για την ακρίβεια, τρία δευτερόλεπτα πριν, όσο χρειάστηκε για να γράψω αυτές τις λέξεις. Ήδη, μπορώ να σας περιγράψω την πρώτη μου εμπειρία. Αυτό που ένιωσα όταν βγήκα στον υπέροχο κόσμο ήταν τα σάλια μου και μια αίσθηση εμετού. Και μια απόλυτη ησυχία, τέτοια που ποτέ ξανά δε συνάντησα. Θα περνούσαν δεκατρία χρόνια μέχρι να ξυριστώ. Δεκατρία χρόνια εξευτελισμού και σκυψίματος.
Τη μάνα μου τη σκότωσα στη γέννα και η γριά που με μεγάλωσε ήταν μια καμπούρα σε μαύρο φόρεμα. Εγώ την ήξερα σαν γιαγιά, οι άλλοι σαν γριά-Βελόνα. Μου έμαθε να βρίσκω φλέβες με την ακρίβεια εξόρυξης κι εγώ, στα χρόνια που ακολούθησαν μετά το πρώτο μου ξύρισμα, χρησιμοποίησα αυτήν τη γνώση για να τρυπάω τις δικές μου.
Οι γέροι και τα μωρά είναι εύπλαστοι οργανισμοί σε υγρό περιβάλλον από σάλια, φλέματα και εμετό. Μπορούν να κυλήσουν, να καθίσουν για ώρες ακίνητοι ή να μετακινηθούν σαν σκιές. Για δεκατρία χρόνια διέσχιζα ατελείωτους δρόμους δεμένος στην καμπούρα της. Τη γριά τη φώναζαν συνεχώς σε σπίτια για να χτυπήσει ενέσεις ή να βάλει βεντούζες. Συχνά και για να ράψει το σχισμένο πρόσωπο ενός πυγμάχου που δεν αποδεχόταν την αγωνιστική του ανικανότητα. Με κουβαλούσε στην πλάτη της για να γίνω τα μάτια της στον κόσμο πάνω από την καμπούρα, να την προειδοποιώ για τους κινδύνους, τα σπρωξίματα και τις άχρηστες συναντήσεις. Επόπτευα τους δρόμους και τα παράθυρα των σπιτιών που έκρυβαν τις άλλες γριές με το χαιρέκακο χαμόγελο. Ενίοτε, άκουγα κάποιο να ανοίγει και έβλεπα την τροχιά του φτυσίματος να έρχεται από ψηλά. Η γριά προχωρούσε ανίδεη, προστατευμένη από τα εισερχόμενα του πάνω κόσμου.
Με το πρώτο μου ξύρισμα, όταν πια έγινα πολύ βαρύς για να με κουβαλάει, μου έδωσε μια σύριγγα και με έδιωξε από το σπίτι. Για να μπορέσω να επιβιώσω, φύτεψα μια καμπούρα στην πλάτη μου και μιμήθηκα το περπάτημά της που έγερνε ελαφρώς προς τα δεξιά. Όταν περπατάς σκυφτός γλυτώνεις από τα ψηλά κρύα ρεύματα του αέρα και από τις ανούσιες κουβέντες των ανθρώπων. Δε σου μιλάει κανένας, δεν κοιτάζεις κανέναν, δε σε κοιτάει κανένας. Ό,τι χρειαζόμουν χωρούσε στα 2,5 ml της σύριγγας και στα δύο χαρτόκουτα που είχα στην υπόγεια διάβαση των τρένων. Μιας και εμένα δε μου ξέμεινε κανένα βρέφος, έσερνα πίσω μου τη σκύλα μου που με προειδοποιούσε για τις επικίνδυνες αφίξεις.
Πέθανα μόλις. Για την ακρίβεια, πέντε δευτερόλεπτα πριν, όσο χρειάστηκε για να θυμηθώ αυτές τις λέξεις. Αυτό που ένιωσα στην αρχή, ήταν η σαπίλα του υγρού χώματος και μια αίσθηση ξύλου στην πλάτη μου. Πέρασαν δεκατρία χρόνια για να λιώσω. Δεκατρία χρόνια για να συναντήσω το χώμα που κοιτούσα πάντα.