Η μεταμόρφωση του Μήτσου του Μπεναλτάκια * Νίκος Χαρτοματσίδης

In Διήγημα by mandragoras

 

(Θεσσαλονίκη, αρχές της δεκαετίας του 80)

Δεν είναι καθόλου εύκολο για κάποιον που μια κλοτσιά στο γόνατο τερμάτισε την πολλά υποσχόμενη ποδοσφαιρική καριέρα του να μεταμορφωθεί σε βασιλιά. Είναι κάτι που τις περισσότερες φορές μένει ακατόρθωτο. Χρειάζεται κόπος και πόνος. Για του λόγου το αληθές θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς τον Μήτσο τον Μπεναλτάκια, τον βασιλιά των πειρατικών κασετών την δεκαετία του 1980 στη Θεσσαλονίκη. Όλης της Θεσσαλονίκης; Θα σας γελάσω και δεν έχω αυτή την πρόθεση.

Τον έβρισκες αραχτό στο μισοσκόταδο του φουαγιέ της φοιτητικής λέσχης αριστερά από την είσοδο της τραπεζαρίας. Ο πάγκος του ήταν μια μεγάλων διαστάσεων ξύλινη κασετίνα, μπορεί να την πει κανείς και βαλίτσα, προσαρμοσμένη πάνω σε τετράτροχο νοσοκομειακό φορείο. Όλοι όσοι περνούσαν μπροστά του επιβράδυναν το βήμα τους λοξοκοιτώντας ή σταματούσαν για να ερευνήσουν προσεχτικά τις κασέτες, αραδιασμένες και παραταγμένες σε σειρές. Αν εξαιρέσουμε τα σκυλάδικα έβρισκες όλα τα άλλα είδη μουσικής.

Ενδυματολογικά, όλες τις εποχές ο Μήτσος τις προσέγγιζε με τον ίδιο τρόπο: χαβανέζικο κοντομάνικο πουκάμισο και πολύχρωμη, σχεδόν παρδαλή βερμούδα και σαγιονάρες. Από μακριά έμοιαζε σαν χαμένος στον λαβύρινθο της Πανεπιστημιούπολης μακρυμάλλης αμερικανός τουρίστας με γυαλιά ηλίου σαν αυτά του Λέννον. Ένας τουρίστας που έχασε ή ξέχασε τον αρχικό του προορισμό για διακοπές. Τις πρώτες μέρες που φόρεσε αυτά τα γυαλιά δεν έβλεπε την τύφλα του στο μισοσκόταδο του φουαγιέ της Λέσχης. Πίσω από τα σκοτεινά τζάμια τους όλα τα αντικείμενα στην αίθουσα έδειχναν κάπως εξωπραγματικά, σκοτεινά και απόμακρα, ανάξια της προσοχής του. Με τον καιρό τα συνήθισε.

Εκεί κοντά στην ισημερία του Σεπτεμβρίου ο Μήτσος πρόσθετε τις κάλτσες στις ενδυματολογικές επιλογές του, χωρίς να αφαιρέσει τις σαγιονάρες. Αυτή η προσθήκη τον έκανε να δείχνει ακόμα πιο εξωτικός, ένας εξορισμένος στον (όχι και τόσο) Δυτικό κόσμο της Θεσσαλονίκης: γιαπωνέζος σαμουράι με χαβανέζικη ενδυμασία. Ανάμεσα στους φοιτητές κυκλοφόρησε η φήμη πως τα δάχτυλα των ποδιών του έχουν ειδικούς πολύ ευαίσθητους αισθητήρες ψύχους, που αντιλαμβάνονταν τις επερχόμενες αλλαγές του καιρού εβδομάδες πριν οι μετεωρολόγοι τις ανακοινώσουν βαρύγδουπα στα νυχτερινά δελτία ειδήσεων. Το ότι φιλοξενούσε ιδιαίτερα ευαίσθητους αισθητήρες ψύχους στα δάχτυλα των ποδιών του ήταν πηγή άγχους για τον Μήτσο, και όχι σπάνια σταματούσε τους φοιτητές της Ιατρικής, –γνώριζε καλά την πελατεία του– για να τους ρωτήσει αν οι αισθητήρες αυτοί είναι επικίνδυνοι για την υγεία του. Ανάλογα από τον βαθμό πείνας των φοιτητών οι απαντήσεις τους ήταν λακωνικές ή κουραστικά μακροσκελείς. Ο Μήτσος προτιμούσε τις λακωνικές απαντήσεις των βιαστικών και πεινασμένων φοιτητών. Εύκολα χανόταν στον λαβύρινθο της ιατρικής πολυλογίας και αυτό πολλαπλασίαζε τα άγχη του.

Ο φόβος του Μήτσου για τους γιατρούς και τις γνωματεύσεις τους ήταν απόλυτα δικαιολογημένος. Ακριβώς αυτοί, οι πράξεις και τα χειρουργικά εργαλεία τους, τον μεταμόρφωσαν από έναν όχι πολύ γνωστό μεν, ανατέλλοντα δε, αστέρα του ποδοσφαίρου της Θεσσαλονίκης με προοπτική και διεθνούς καριέρας –αν πιστέψει κανείς τα λεγόμενα των ρεπόρτερ της τότε Γ΄ Εθνικής– σε μουσικό ντίλερ της φοιτητικής νεολαίας.

Η μεταμόρφωση αυτή δεν έγινε μέσα σε μία στιγμή. Ήταν μία δύσκολη και επίπονη διαδικασία. Χρειάστηκε χρόνος και μία δυνατή κλοτσιά που διέλυσε το γόνατό του για να βγει από το κουκούλι της μεταμόρφωσης ο μακρυμάλλης ντυμένος με χαβανέζικο πουκάμισο Μήτσος.

Το παρατσούκλι Μπεναλτάκιας ήταν μία από τις λίγες ευχάριστες αναμνήσεις που του έμειναν από την ποδοσφαιρική του εποχή· το παρατσούκλι, τα στραβά του πόδια και η τιμημένη φανέλα της ομάδας του. Την ουλή της εγχείρησης που σαν ένα τεράστιο χι διέγραφε το αριστερό του γόνατο δεν ήξερε αν έπρεπε να την συμπεριλάβει στα αναμνηστικά του ποδοσφαίρου ή του νοσοκομείου.

Οι οπαδοί του ένδοξου Διομήδη Νέας Μενεμένης ήταν σίγουροι πως η εμφάνισή του στο γήπεδο θα εξασφάλιζε για την ομάδα τους, αν όχι δύο θεαματικά γκολ, τουλάχιστον ένα μπέναλτι. Με το που πατούσε το πόδι του στην μεγάλη περιοχή της αντίπαλης ομάδας οι αμυντικοί της αφήνιαζαν (όχι χωρίς λόγο) και ορμούσαν να τον προϋπαντήσουν και να του ρίξουν καμία καλή κλοτσιά στον αστράγαλο ή όπου αλλού τον πετύχαιναν. Μετά από μία τέτοια υποδοχή ο Μήτσος απογειωνόταν και όχι σπάνια γκρεμιζόταν με πάταγο στο χώμα (σιγά να μην έπαιζε ό Διομήδης Μενεμένης σε χόρτο). Κάθε δίκαιος διαιτητής, –υπάρχουν και αυτοί– σφύριζε αμέσως το μπέναλτι. Με τη δέκατη τέτοια πτήση του ο Μήτσος κέρδισε το παρατσούκλι «Μπεναλτάκιας» και την αγάπη των φιλάθλων. H πτήση με αριθμό διακόσια πενήντα εννέα, δυστυχώς, ήταν η τελευταία. Ο Μήτσος θυμόταν μόνο πως οι δύο κεντρικοί αμυντικοί της αντίπαλης ομάδας όρμησαν κατά πάνω του για να τον σταματήσουν… Άνοιξε τα μάτια του στο ασθενοφόρο, είδε το τυλιγμένο με ματωμένο επίδεσμο γόνατο του και λιποθύμησε ξανά.

Την επόμενη του χειρουργείου ο Μήτσος συνειδητοποίησε την νέα κατάσταση στην οποία είχε μπει. Είδε το αριστερό του πόδι γερά μπανταρισμένο να κρέμεται και να αιωρείται με τα δάχτυλα του να στοχεύουν την οροφή ξεπερνώντας το ύψος όλων των επισκεπτών. Από την έκφραση στα πρόσωπα των ορθοπεδικών κατάλαβε πως στην φράση «παίζω ποδόσφαιρο και βγάζω τα προς το ζην» εμφανίστηκαν κάποιες αλλαγές στο χρόνο του ρήματος που την μεταμόρφωσαν σε «έπαιζα ποδόσφαιρο για τα προς το ζην». Η συνειδητοποίηση αυτή τον βύθισε σε βαθειά κατάθλιψη, τόσο βαθειά που πέρασαν μέρες για να καταλάβει πως όλο αυτό το διάστημα δεν είχε μείνει ποτέ μόνος στο θάλαμο. Δεν είχε παρατηρήσει πως δύο μερόνυχτα μοιράστηκε τον θάλαμο (υπάρχουν γενικές εφημερίες στα νοσοκομεία που ο φόρτος τους καταργεί την διαφορά μεταξύ των δύο φύλων) με μία θεία εκατόν πενήντα χρονών με κάταγμα κεφαλής μηριαίου. Η θεία αυτή παρά τον πόνο της διαρκώς φοβόταν μήπως της ορμήσει ο Μήτσος από το διπλανό κρεβάτι για να την βιάσει. Κάθε δέκα λεπτά καλούσε με το κουδούνι τις νοσηλεύτριες για να τις ρωτήσει αν ο Μήτσος είναι επικίνδυνος. Το προσωπικό που έτρεχε σαν παλαβό για να προλάβει να εξυπηρετήσει όλους τους ασθενείς εγκαταστημένους σε διαδρόμους και θαλάμους, δεν είχε ούτε τον καιρό ούτε τη διάθεση να ασχοληθεί με τις φοβίες της θείας. Μόνο οι ειδικευόμενοι έδειχναν να τις συμμερίζονται και της είπαν πως είχαν δώσει ρητή οδηγία στο πρωινό ρόφημα του Μήτσου να βάζουν ισχυρό κατασταλτικό. Η θεία τους άκουσε με προσοχή αλλά δεν τους πίστεψε και συνέχισε να γκρινιάζει και να ταλαιπωρεί τους πάντες. Για να ησυχάσει το κεφάλι του ο Μήτσος της φώναξε : «είμαι ένας επικίνδυνος βιαστής και το γόνατο μου το σμπαράλιασαν πυροβολώντας με Καλάσνικοβ οι συγγενείς του τελευταίου θύματός μου, μιας θείας με τα χρόνια σου στα ορεινά της Κρήτης». Αυτά του τα διηγήθηκαν αργότερα γελώντας οι νοσοκόμες. Ο ίδιος δεν θυμόταν τίποτα. Ποιος ξέρει, μπορεί πραγματικά να του χορηγούσαν μεγάλη δόση κατασταλτικού.

Στα συγκαλά του τον επανέφερε ο υπόκωφος ήχος που έβγαζαν οι χορδές μιας ηλεκτρικής κιθάρας· εντυπωσίασε τον εαυτό του που αναγνώρισε από τον ήχο και μόνο το μουσικό όργανο. Είχε ακούσει πολλές φορές να παίζουν κιθάρα, όμως ο ήχος της μη συνδεδεμένης με ενισχυτή ηλεκτρικής κιθάρας τον εξέπληξε, υπόκωφος βαθύς και συνάμα ελαφρύς, μπορεί και επιπόλαιος. Γύρισε, όσο του το επέτρεπαν οι συνθήκες, για να δει σε ποιον επέτρεψαν να φέρει μουσικό όργανο μέσα στο νοσοκομείο. Ο ένοικος του διπλανού κρεβατιού, ένας μακρυμάλλης με δαγκωμένο σβηστό τσιγάρο χτυπούσε ρυθμικά τις χορδές και μουρμούριζε μια άγνωστη σον Μήτσο μελωδία.

Γεια σου μόρτη – τον χαιρέτησε ο γείτονας χωρίς να βγάλει το τσιγάρο από το στόμα του– μου είπαν πως στον θάλαμο θα μας μαζέψουν όλους εμάς τους απροσάρμοστους που δεν γουστάρουμε να σηκώσουμε το χέρι σε χιτλερικό χαιρετισμό και σηκώνουμε από αντίδραση το πόδι. Βλέπω πως η περίπτωσή σου είναι πιο προχωρημένη από την δικιά μου, έχεις σηκωμένο το αριστερό σου πόδι. Η αφεντιά σου κατέφθασε εδώ καβάλα σε μηχανάκι;

–Όχι, με κλωτσιά κεντρικού αμυντικού– είπε ασυναίσθητα ο Μήτσος και συστήθηκε στον συγκάτοικό του: Είμαι ο Μήτσος ο Μπεναλτάκιας.

Ο γείτονας πρέπει εντυπωσιάστηκε επειδή τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού έκαναν μια γρήγορη βόλτα στο μπράτσο της κιθάρας και πάτησαν απότομα φρένο βγάζοντας ένα μακρόσυρτο σπαραξικάρδιο ιιιιι.

–Σάκης για τους φίλους, Τζίμη από τον Χέντρικς. Της άγνωστης άλλα όχι ασήμαντης μπάντας Jimmy and co. Θα ορθοποδήσεις. Πιθανά όχι σαν ποδοσφαιριστής, μα θα ορθοποδήσεις. Ακούς μουσική;

–Τα συνηθισμένα Καφάση, Αιγύπτιο.

–Για μουσική σε ρώτησα άνθρωπε, όχι για απορρίμματα. Μην στεναχωριέσαι όλοι στα νιάτα μας κάνουμε λάθη και αυτό διορθώνεται. Η αφεντιά μου να φανταστείς παίζει σε σκυλάδικα για το μεροκάματο. Αυτό είναι επίσης κάτι που διορθώνεται. Μέχρι να κατεβάσουν τα ποδάρια μας από αυτές τις κρεμάστρες έχουμε καιρό….

Οι επόμενες νοσοκομειακές μέρες για τον Μήτσο ήταν μέρες ριζικών αλλαγών, νέων ενδιαφερόντων, επώδυνων θεραπευτικών συνεδριών και μουσικής εκπαίδευσης. Έμαθε να παίζει τρεις-τέσσερεις συγχορδίες στην κιθάρα και την εισαγωγή του «Smoke on the water». Άκουσε από τέσσερεις φορές τα «είκοσι καλύτερα ροκ άλμπουμ» (την κατάταξη την είχε κάνει ο Τζίμη) και από δύο(το αυτί του ήταν άμαθο και ασυνήθιστο ακόμα) τις μεγαλύτερες επιτυχίες της κλασικής. Τον εντυπωσίασε με τα κανόνια του στο φινάλε το 1812 του Τσαϊκόφσκι –ο Μήτσος αγνοούσε την ύπαρξη συνθέτη με αυτό το όνομα– γενικά αγνοούσε τους κλασικούς δημιουργούς. Ένα ολόκληρο απόγευμα ο Τζίμη του τα έπρηζε επαναλαμβάνοντας συνεχώς «Πρέπει να παραδεχτούμε πως ο Χέντελ είναι ο πρώτος συνθέτης της ροκ μουσικής. Αρκεί να ακούσει κανείς με προσοχή τι βαράνε τα κοντραμπάσα στην Μουσική των υδάτων». Ο Μήτσος προσπάθησε να καταλάβει τι ήθελε να πει ο συγκάτοικος του. Αφιέρωσε μία μέρα να ακούσει αυτή τη σουίτα. Δεν το κατάλαβε. Χρειάστηκε να ακούσουν ξανά όλο το έργο μαζί με τον Τζίμη επαναλαμβάνοντας συγκεκριμένες μουσικές φράσεις μέχρι να τις κατανοήσει ο Μήτσος ή έστω να πει πως τις κατάλαβε. Όλα αυτά τα άκουσε στο μικρό κασετόφωνο του Τζίμη. Κάθε μέρα στον νοσοκομειακό θάλαμο εμφανίζονταν νέες κασέτες και εξαφανιζόταν αυτές που ήδη είχαν ακούσει. Όλη αυτή η μουσική έμπαινε στο κεφάλι του Μήτσου και εκεί ανάμεσα στις διάφορες εγκεφαλικές έλικες μαγειρευόταν μια γευστικότατη μουσική στραπατσάδα.

Ο Μήτσος ήταν πεπεισμένος πως η παρουσία στην καθημερινότητά του αυτών των μικρών πλαστικών κουτιών με την κλεισμένη μέσα τους μαγνητική ταινία δεν ήταν άσκοπη, πως η παρουσία αυτή έκρυβε κάτι νέο που θα επηρέαζε το μέλλον του. Η επιφοίτηση, όπως συμβαίνει πάντα, ήρθε ένα από τα τελευταία νοσοκομειακά του βράδια.

Ο νοσοκομειακός θάλαμος ίσα που φωτιζόταν από τα φωτιστικά του διαδρόμου με αυτό το αρρωστιάρικο φως που μόνο στους διαδρόμους των νοσοκομείων μπορεί να βρει κανείς. Ο Τζίμη γρατζούναγε τις χορδές της κιθάρας του προσπαθώντας να βγάλει έναν ανατολίτικο αυτοσχεδιασμό του τραγουδιού των Police «Wrapped Αrοund Υour Finger». O Μήτσος χάρηκε που αναγνώρισε το κρυμμένο πίσω από το καμουφλάζ των τουρκοϊνδικών αυτοσχεδιασμών κομμάτι, μα περισσότερο τον χαροποίησε που αντιλήφτηκε την κρυμμένη πίσω από το τραγούδι επιφοίτηση. Τώρα τι σόι επιφοίτηση μπορεί να κρύβει ο στίχος στον οποίο ο τραγουδιστής δηλώνει πως είναι τυλιγμένος γύρω από το δάχτυλό της; Άγνωστο. Για τον Μήτσο πάντως λειτούργησε ως επιφοίτηση, ειδικά το επίθετο τυλιγμένος. Και ποιος δεν έχει ξετυλίξει και τυλίξει μασημένες κασέτες με στυλό! Έπρεπε να ρωτήσει τον φίλο του για όλες αυτές τις κασέτες που συνεχώς εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν στον θάλαμό τους, για τις ταινίες που κρύβονταν μέσα τους, που ξετυλίγονταν και τυλίγονταν βγάζοντας κρυμμένη μουσική. Ποιους δρόμους ακολουθούσαν; Θα μπορούσε άραγε αυτός, ο Μήτσος ο μέχρι προχθές Μπέναλτάκιας να ασχοληθεί σοβαρά με την παραγωγή και την διάθεση τους; Απαντούσε μόνος του. «Ναι. Γιατί όχι ρε μπαγάσα; Κάνεις το κέφι σου ακούγοντας μουσική και ταυτόχρονα βγάζεις και τον επιούσιο χωρίς τον φόβο των φορολογικών υποχρεώσεων των θανατηφόρων τάκλιν και σπασμένων ποδιών».

–Τζίμη αδερφέ, να σε ρωτήσω κάτι. Όλες αυτές οι κασέτες που φέρνουν καθημερινά εδώ οι φίλοι σου που φυτρώνουν;

–Φυτρώνουν; –τα δάχτυλά του Τζίμη ίδια με αυτά του ταχυδακτυλουργού έβγαλαν στην επιφάνεια ένα καλά κρυμμένο ανάμεσα στις χορδές χαμογελαστό ερωτηματικό. –Πουθενά. Μόνοι μας τις αντιγράφουμε. Αγοράζουμε με κοινά λεφτά έναν δίσκο και το αντιγράφουμε σε κασέτες. Είναι ακριβοί οι δίσκοι μαλάκα, είναι ακριβοί και πειρατικές εγγραφές που να είναι ποιοτικά εντάξει απουσιάζουν. Ένας να βρεθεί να πάρει την πρωτοβουλία και να κάνει μία σωστή αντιγραφή …. Όχι σαν αυτούς τους μαλάκες που και τον Μπαχ σε εκτέλεση της Συμφωνικής του Βερολίνου θα τον κάνουν να ακούγεται σαν τραγούδι σε σκυλάδικό της επαρχιακής Λαγκαδά-Κιλκίς. Δεν βρίσκεις πως έχει ενδιαφέρον αυτός ο κάπως παράνομος κρίκος στην παραγωγική αλυσίδα; Ο Τζίμη πρέπει να είχε ρίξει κάποιες λοξές ματιές σε μαρξιστικά φυλλάδια.

–Ας υποθέσουμε πως τον έχουμε βρει τον άνθρωπο που ενδιαφέρεται να ασχοληθεί με κάτι τέτοιο. Αυτά τα απαραίτητα μηχανήματα στοιχίζουν πολλά;

Την ερώτηση του Μήτσου την υποδέχτηκαν οι χορδές της κιθάρας βγάζοντας ένα δεύτερο στην σειρά ερωτηματικό που αυτή την φορά συνοδευόταν από ένα θαυμαστικό και χαρούμενο επιφώνημα. Ο Τζίμη ήταν πραγματικά καλός κιθαρίστας.

–Αν χρειαστεί για εσένα αδερφέ θα ψάξουμε και θα βρούμε στην αγορά κάτι πολύ καλό. Μπορεί να είναι από δεύτερο χέρι αλλά θα είναι καλό… Να θυμάσαι μόνο πως ό,τι και να επιχειρήσεις δεν πρέπει να βγεις στους δρόμους, δεν πρέπει να καταλήξεις πλανόδιος. Βρες ένα καλό πόστο μέσα στα όρια του Πανεπιστημίου. Με τους φοιτητές θα έχεις εξασφαλισμένη πελατεία, υπεραρκετή για μια άνετη και ελεύθερη ζωή. Κρύψου από τα ακοίμητα μάτια των δισκογραφικών εταιριών και των κάθε λογιών κυνηγών της παράνομης διακίνησης κασετών. Κρύψου καλά κάτω από την αιγίδα του πανεπιστημιακού ασύλου.

Με αυτόν τον τρόπο τυλιγμένη σε επιδέσμους, νοτισμένη με μυρουδιές αντισηπτικών, ακουμπισμένη σε πατερίτσες, εμφανίστηκε στο προσκήνιο η ιδέα που θα καθόριζε το μέλλον του Μήτσου τον Μπεναλτάκια. Παράλληλα άνοιγε ένας δρόμος με παράξενο όνομα: Ο Δρόμος της κασέτας. Όχι πολύ μακρύς, μόνο χίλια επτακόσια μέτρα.