ηρωίδες σαν ιρανές * Δήμος Χλωπτσιούδης

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras

 

 

Ι
κοίτα τον πατέρα που χορεύει τη μουσική του μοιρολογιού στα βήματα του θρήνου.
έλα να χορέψουμε κι εμείς για την Χαντίς,
να αγκαλιάζουμε το κορμί με τις έξι τρύπες.
μη φοβάσαι το αίμα. είναι οι παπαρούνες που σπέρνουν οι ηρωίδες.
κι η μάνα που είδε την κόρη «επί τας», κόβει τα μαλλιά, ένδειξη πένθους χοή νέου αγώνα.

γι’ αυτό σου λέω, μην κοιτάς τους ηττημένους ποιητές, άσε τα δικά μου σύννεφα.
στο Ιράν θα βρεις σύμβολα για τον στίχο σου.
να θυμάσαι μόνο θέλω τη Χαντίς Νατζαφί με την αλογοουρά και τις έξι σφαίρες, το καλόκαρδο κορίτσι π’ αγαπούσε τον χορό και διαμαρτυρόταν για την Μάσα Αμινί.

ΙΙ
Χαντίς Νατζαφί! χορεύει τ’ όνομά σου στα χείλη μου.
δάκρυα πέφτουν οι φθόγγοι,
βλέποντας να μαζεύεις τα ηρωικά μαλλιά
και να κοιτάς κατάματα τους δολοφόνους.

Ναι, σήμερα θεωρείται πράξη αυτοκτονίας, να παλεύεις ενάντια στη θρησκευτική ηθική.
και εσύ αψήφησες με έξι τρύπες τις διαταγές,
πήγες μπροστά
κι άφησες έξι λεκέδες στα ρούχα τα νεανικά.
ύφασμα η θυσία σου που ήθελε να ξεπεράσει τις φλόγες της αξιοπρέπειας.

δεν ήσουν επαναστάτρια. ένα κορίτσι 20 χρονώ σαν όλα τα κορίτσια. χόρευες, γέλαγες, απολάμβανες τη ζωή. μα σαν ήρθε η ώρα, λύκαινα έγινες κι ας γνώριζες πως θα χάσεις, πως θα χαθείς. γι’ αυτό σε αποκαλώ ηρωίδα. ηρωίδα σαν γυναίκα.

ΙΙΙ
συνάντησες τη Νίκα Σακαραμί, την έφηβη, αγκαλιά με τον Αλλάχ.
είδες τα μαλλιά της να λάμπουν καθώς χόρευε και τραγουδούσε,
είδες τη φωτογραφία της να γίνεται αιτία διαμαρτυρίας,
καταστολής και βίας
ο αράξης έτρεχε από τα μαλλιά της, ο χέμλαντ από το χαμόγελό της.
αποφάσισε να γιορτάσει τα γενέθλια με φωνές και χορό στους δρόμους, χωρίς μαντήλα.
17 χρονώ καταδικασμένη ν’ αψηφά τον θάνατο.
10 μέρες την ’ψαχναν οι δικοί,
10 μέρες χαμένη
10 μέρες κρυμμένη σε νεκροτομείο
δεν επέτρεψαν στον πατέρα να τη θάψει στη γενέτειρα.
κι ο Αλλάχ έκλαιγε
σαν ’κλεψαν τη σορό και τη θάψαν κρυφά, σε τελετή κλειστή.

κι ο Ερφάν Ναζαρί, ο περήφανος πέρσης αθλητής, με τις φαρδιές τις πλάτες, το πελώριο χαμόγελο και τα μάτια τα γεμάτα φωτιές. φωτιά κι εκείνος για τα κορίτσια της γενιάς. κι η μάνα με τ’ ασημένια μαλλιά τον έθαψε με τα χρυσά μετάλλια. οι ήρωες θάβονται μόνο με χρυσό.

αγκάλιασες στον παράδεισο την Σαρίνα Ησμαϊλζαντέχ, τον άγγελο με τα 16 φτερά που γέμιζε το σπίτι με ελπίδες κι όνειρα. χιόνια που λιώσαν σφαίρες πυρωμένες. ξεκίνησε από το καράτζ με ζωγραφιές και βιβλία, παιδί της εποχής, γεμάτη ενέργεια.

IV
κραυγές απόγνωσης κι εκρήξεις σε στήθια απεγνωσμένα.
ελληνίδες που σηκώνουν το κεφάλι στο βιαστή, ιρανές που χορεύουν σε φωτιές με προσάναμμα μαλλιά οργής και πένθους.
κοπέλες που ζήσαν τη φρίκη στα σκέλια τους, κορίτσια π’ ανοίγουν δρόμους σε σκιές ελευθερίας. είδαν το μαχαίρι να κοκκινίζει από εκείνους που χάνουν τον έλεγχο στο κορμί.

μάτια τρομαγμένα βυθίζονται σε σελήνη διχασμένη, αίμα σιωπής π’ αναμείχθηκε με σπέρμα και στίχους τραγουδιών γεμάτων βία.
στην πλάτη της σιωπής κουβαλούν τον πόνο. στις ρωγμές τον κρύβουν π’ αφήσαν οι τελευταίες ανάσες. όνειρα σε διαμελισμένα κορμιά.
αίμα στο πρώτο πρώτο κλάμα. αίμα και στο τελευταίο.

έκλαψαν για πρώτη φορά στη χώρα την αρχαία. πλημμύρισαν με δάκρυα τις λίμνες παρισάν και ούρμια. μεγάλωσαν σαν τίγρεις στη ζούγκλα της θεοκρατίας και σπέρνουν φως σε πατρίδα βυθισμένη στο σκοτάδι.

τ’ όνομά τους μπουκέτο λουλούδια που χαρίζουν αγόρια σε λιοντάρια, πριν ανοίξουν πυρ.
τελικά αυτός ο τόπος γεννά ήρωες σαν έλληνες. περήφανες μάνες που κλαίνε πάνω σε ασπίδες και πατεράδες που μεγαλώνουν ηρωίδες σαν ιρανές.