Γιάννης Πανουτσόπουλος, Ο χρόνος είναι κύμα, Διηγήματα, εκδ. Αμείλιχος, Δεκέμβριος 2021, σελ. 88
Για τον Γιάννη Πανουτσόπουλο, στα μικρά πεζά του δεύτερου βιβλίου διηγημάτων Ο χρόνος δεν είναι χρήμα. Δεν γράφει για ανθρώπους που τρέχουν «στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους», όπως λέει ο Σεφέρης —βασανισμένους ωστόσο ανθρώπους, που τους παρασέρνουν οι αξίες της ταξικής μας κοινωνίας. Γράφει για αυτούς που προτάσσουν στην έκφραση της καθημερινότητας τις χαρές που τους δίνουν απρόσμενες συγκινήσεις του βίου, οι συναναστροφές με τους φίλους, ακόμα και η σχέση τους με τα έπιπλα και τα ηλεκτρονικά σκεύη του σπιτιού τους. Στο πεζό μισής σελίδας με τίτλο «Κράτα με» που ξεκινά με τις αγωνιώδεις φωνές μιας μικρής να την κρατά γερά ο πατέρας της, έτσι που υποθέτει ο αναγνώστης ότι η μικρή είναι προσφυγόπουλο πάνω σε βάρκα που κινδυνεύει να βυθιστεί, έρχεται το τέλος να αποδείξει ότι η μικρή είναι πάνω σε ποδήλατο για την πρώτη της βόλτα και φοβάται μην πέσει. Μέχρι που φεύγει ισορροπώντας, κι ο πατέρας: «Έμεινα ακίνητος και την έβλεπα. Η κόρη μου είχε μάθει να ποδηλατεί». Στο «Ο Μάκης» αναπολείται ένας συμμαθητής των παιδικών χρόνων, γνωστός στην τάξη ως τερατολόγος που όταν αναχωρεί για να εγκατασταθεί μονίμως στην Αθήνα ανακοινώνει ότι το σπίτι του θα είναι κάτω ακριβώς από την Ακρόπολη. Στο διήγημα «Πλυντήριο» φαντασιώνεται ότι χορεύει η συσκευή στην κουζίνα όταν εκτελεί την αποστολή της πλένοντας τα ρούχα.
Μικρά αφηγήματα λοιπόν σ’ ένα βιβλιαράκι 85 σελίδων που σε αιχμαλωτίζουν με τις λιτές εικόνες, τις γρήγορες εναλλαγές μέχρι να έρθει το τέλος ξαφνικό, απρόσμενο και ευαίσθητο μέχρι δακρύων, όπως στο τελευταίο αλλά συγκλονιστικό πεζό —από το οποίο προέρχεται ο τίτλος του βιβλίου— όπου η εγγονή μιλά για τον παππού της. Της αφηγείτο τις πολλές περιπέτειές του με γυναίκες, σαν φοβερός γυναικοκατακτητής, ενώ οι ιστορίες του αναφέρονταν σε ένα και μόνο πρόσωπο, τη γυναίκα του, τη γιαγιά της αφηγήτριας. Του τραγουδά λοιπόν όταν πεθαίνει το αγαπημένο του τραγούδι που αναφερόταν σε αυτήν, στη γιαγιά της, με τον σκοπό του παιδικού τραγουδιού «Ήταν ένα μικρό καράβι / που ήταν αταξίδευτο». Ο Πανουτσόπουλος δείχνει τον άνθρωπο πάνω στα κύματα της ζωής του που, ενώ τον πηγαίνουν εδώ κι εκεί, αυτός προτιμά το κύμα που θα τον φτάσει στην ακρογιαλιά που είναι η αγάπη, η ηδονή που προσδοκά.
Οι ήρωές του είναι συνεχώς κινούμενοι· με ποδήλατα, με αυτοκίνητα, με μοτοσικλέτες, διατρέχουν σε μια μέρα την απόσταση Ελλάδας–Λονδίνου, όπως τη διέτρεξε άφραγκος ο ήρωάς του «Ο γίγαντας χοντρός» για να αλλάξει τη ζωή του, σύμφωνα με τα γούστα του και χωρίς κανένα συμφέρον. Βρήκε λοιπόν άλλη πόλη, άλλη οδό, άλλη θάλασσα διαψεύδοντας τον Αλεξανδρινό. Στο ερώτημα «Και τι θες να κάνω;» απαντά:
Θέλω να μικρύνεις τη μέρα
και να ζεστάνεις τη νύχτα.
Να φωτίσεις τη θάλασσα
και ν’ αδειάσεις την πόλη.
Θέλω να μεγαλώσεις τα δεντράκια
στα πεζοδρόμια.
***
Ανδρέας Κότσυφας, Η ύστατη ύλη, διηγήματα, εκδ. Άπαρσις, Νοέμβριος 2021, σελ. 80
Πέντε διηγήματα περιέχει η συλλογή του πρωτοεμφανιζόμενου Ανδρέα Κότσυφα. Ο τίτλος του βιβλίου από το τελευταίο διήγημα «Η ύστατη ύλη», το λατινικό Ultima Materia, η ύλη δηλαδή που αναζήτησαν οι Αλχημιστές ως ελιξίριο κατά του θανάτου. Μάταιος κόπος βέβαια, εγωιστικός κι επικίνδυνος. Ωστόσο, οι ήρωες των πέντε διηγημάτων αναζητούν το αλλόκοτο, το μυστηριώδες, το κρυμμένο από τα φώτα, στο μεταίχμιο μεταξύ θανάτου και ζωής. Το αναζητούν στις κατακόμβες του Trastevere της Αρχαίας Ρώμης, στον λαβύρινθο των υπόγειων στοών του Παρισιού που πρώτος ανέδειξε ο Βίκτωρ Ουγκώ, το αναζητούν κάτω από τις επιφάνειες πινάκων ζωγραφικής, σε ορυχεία, σε εγκαταλειμμένες, νοτισμένες από υγρασία και μούχλα επαύλεις.
Στην καθημερινή τους ζωή είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, αλλά είναι μονόχνοτοι, άφιλοι, και με ρημαγμένη από τη σκληρότητα παιδική ηλικία. Κατάμονοι λοιπόν, ως λύτρωση αναζητούν τη μαγεία. Η σύνδεση της ρεαλιστικής σκληρότητας της ζωής τους με την καταφυγή στον άγνωστο μαγικό κόσμο παραμυθιών σχεδόν, θα μπορούσε να κατατάξει τα διηγήματα της «ύστατης ύλης» στον μαγικό ρεαλισμό. Όμως είναι η υπαρξιακή αγωνία των ηρώων που προέχει, καθιστώντας έτσι τα διηγήματα να μετεωρίζονται μεταξύ της αισιοδοξίας και της απαισιοδοξίας. Οι ήρωες φτάνουν κάποτε στο ονειρικό σημείο της επιθυμίας τους, επιστρέφουν όμως εκεί που ήταν, κερδίζοντας βέβαια το στοίχημα της λογοτεχνίας.
Δεν θα μπορούσε η αγωνία αυτών των ανθρώπων της Ύστατης ύλης να περιγραφεί με χαμηλόφωνους τόνους. Δεν θα προβαλλόταν έτσι το εγώ τους, που το θέλουν συνειδητά ή ασυνείδητα —δεν έχει σημασία— να διαφέρει από τους άλλους της καθημερινής βιοπάλης. Το προτέρημα των διηγημάτων του Ανδρέα Κότσυφα είναι η υψηλών τόνων αφήγηση προβάλλοντας έτσι την υπαρξιακή μοναδικότητα των ηρώων: «Ψηλός κι αγέρωχος σαν δρυς, στιβαρός στη θωριά, ακμαίος, η επιδερμίδα του μελαμψή, ας όψεται η μητέρα του από το Αλγέρι» γράφει για έναν ήρωά του.
Υψηλοί τόνοι κατέχουν τη διαθήκη του Παράκελσου που φέρεται να ανακάλυψε ένας τραπεζικός υπάλληλος —κυνηγός του μυστηρίου κι αυτός— σε εγκαταλειμμένο αρχοντικό που ξεφύτρωσε ως δια μαγείας σε πόλη της κεντρικής Ευρώπης. «“…Ω, αρμονία των Σφαιρών, όταν λοιπόν πεθάνω, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποβιώσω, καθότι γιατρός ξακουστός και με τα ελιξίρια υπό παραγωγή, επιθυμώ όπως με ενταφιάσετε ορθόν, εις τρόπον ώστε ουδείς να δύναται να βαδίζει πάνω μου, κανείς ζωντανός να μην με σκυλεύσει εις τους αιώνας των αιώνων. Θα με ενδύσετε το αγαπημένο μου μάλλινο παλτό, αυτό με τους τριγωνικούς γιακάδες, και στη δεξιά τσέπη του να βάλετε μέσα, κτέρισμα μοναδικό, το φιαλίδιο που θα έχω αφήσει πάνω στην σερβάντα, με το χρυσό ύδωρ. Μια ηλιαχτίδα φωτός να το διαπεράσει, και θα λάμψει καταυγάζοντας τα πάντα γύρω του. Η ετικέτα του θα γράφει: ULTIMA MATERIA. Αποτεινόμενος στον εκτελεστή της παρούσης, εάν ο όρος αυτός παραμείνει ανεκτέλεστος μετά τη δημοσίευσή της, κατάρα επ’ αυτού, και επί των τέκνων αυτού, και επί των τέκνων των τέκνων του, και μέχρι του τέλους του αίματος της γενιάς του, Ερμή, Αφέντη μου!”. Ημερομηνία δυσανάγνωστη, υπογραφή επίσης, και από κάτω ένα όνομα: Paracelsus…!»
Θα ’λεγα πως οι ήρωες των διηγημάτων πάσχουν από την ίδια τραγική θεραπευτική έπαρση του φερόμενου ως Παράκελσου, σηκώνοντας κάθε μέρα την πέτρα τους ως το μαγικό βουνό, να την αφήσουν να κυλήσει στους πρόποδες της καθημερινότητας, για να ξεκινήσουν και πάλι κατάμονοι την ίδια προσπάθεια εσαεί. Εν μέρει τους υπονομεύει ο Κότσυφας, κι αυτό πιστώνεται ως αξία του βιβλίου.
Βασίλης Λαδάς