Ημερολόγιο 242: ροζ λογοτεχνία στη βιβλιοθήκη Μάρρικβιλ / γαμπρός λαδωμένος / Μαγιακόφσκι | Δημήτρης Τζουμάκας

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

15.1.20 Με το φίλο μου Τιμόθεο στη νέα δημόσια Βιβλιοθήκη Μάρρικβιλ ένα μικρό αρχιτεκτονικό αριστούργημα, ένα θαύμα στο πάλαι ποτέ εργατικό προάστιο, που κατοικήθηκε από στρατιές ελλήνων και τώρα έχει καταληφθεί από Ασιάτες.

Εφημερίδες της ομογένειας, ο Ελληνικός Κήρυκας, ο Κόσμος, ο Νέος Κόσμος της Μελβούρνης και λίγα ελληνικά βιβλία της ευπώλητης λογοτεχνίας των Δημουλίδου και Μαντά από τα χιλιάδες που υπήρχαν κάποτε στην παλιά Β/Θ και τα πέταξαν ή τα πούλησαν με 3 και 5 δολάρια την κούτα. Δεν υπάρχει πια ούτε ένα βιβλίο από αυτά που έγραψαν έλληνες μετανάστες, δεν υπάρχει η τρομερή έρευνα του Μιχελακάκη για τους έλληνες καλλιτέχνες της Αυστραλίας και του Καναράκη για τους έλληνες συγγραφείς, δεν υπάρχουν τα βιβλία του Βρασίδα Καραλή επικεφαλής της έδρας των Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Σύδνεϋ, του Τσιανίκα της Αδελαΐδας, του Φίφη της Μελβούρνης, ούτε της προσφάτως θανούσης Καλαμάρα τα μυθιστορήματα, ούτε της Επανωμίτη, της Τουρβά, του Μανιάτη, του Παπαέλληνα, ούτε της εξαιρετικής ποιήτριας Κεφάλα και των Τσαλουμά και Π.Ο τα ποιητικά έργα, δεν υπάρχει το δικό μου «Χαρούμενο Σύδνεϋ» όπως και το κλασικό «Oh Lucky country» της Rosa Cappiello. 

Φαίνεται πώς ο μεταναστευτικός πολιτισμός σε μια άκρως πολυπολιτισμική χώρα αρχίζει να εκδιώκεται, να «απαλείφεται» τεχνικά, ενώ οι Φορείς των ελληνικών παροικιών και περισσότερο η Εδρα των Νεοeλληνικών καθεύδουν τον ύπνο τον γλυκύ. H νέα Βιβλιοθήκη σαν χώρος είναι φανταστικός, με άριστο υλικοτεχνικό εξοπλισμό, με μπαλκόνια αποικιακού ρυθμού με μαξιλάρια επί του εδάφους για άραγμα και ξάπλα, η τεράστια αίθουσα είναι γεμάτη μαθητόκοσμο με τους ατομικούς τους υπολογιστές και κάτι Ελληναράδες στο ισόγειο διαπληκτίζονται για την κατοχή ευάριθμων ομογενειακών εφημερίδων. Αυτή την πανέμορφη βιβλιοθήκη κανείς δεν σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να την κοσμεί ένας πίνακας με αναφορά στη μεταναστευτική ζωή. Φαίνεται πως η αυστραλιανότητα μαϊμουδίζει μόνο μέσα από τα ορυχεία της πιο συντηρητικής, της επίπεδης και μαζί πονηρής σκέψης. Σ’ αυτό το αρχιτεκτονικό αριστούργημα, δυστυχώς: το πρότυπό μας είναι το δίδυμο dimoulidou-manta που με μικροαστική ρηχότητα και ιδεολογία νεροχύτη προσβάλλουν τη μεταναστευτική ζωή αλλά και τις ίδιες λαμπρές εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας που παντελώς αγνοούνται. Γιατί αυτές οι δύο κυρίες (που τις μοστράρουν στα ράφια τους οι ανεγκέφαλοι της Βιβλιοθήκης Μάρρικβιλ) μόνο συγγραφείς δεν είναι.

  • Είναι τώρα ο γαμπρός λαδωμένος και πλένεται στο νεροχύτη, γιατί κάτι σκάλιζε με το ποδήλατο των παιδιών. Τρέχει το νερό ζεστό, ζεματιστό συνέχεια, μέχρι που εξαντλείται.

Το ίδιο κάνει κι ο γιος μου κάθε πρωί που κάνει ντουζ. Μέχρι που τελειώνει το ζεστό νερό. Θεωρούν ότι το νερό είναι ατέλειωτο. Το ίδιο και η κόρη μου. Και τα παιδιά τους στην μπανιέρα. Δεν υπάρχει η έννοια της συγκράτησης της αυτό-συγκράτησης της οικο-νομίας. Υπάρχει η έννοια της σπατάλης. Το μέλλον έχει πολλή ξηρασία. Προφητικός ο Κατσαρός.

16.1.20 Μαγιακόφσκι. Από το «Σύννεφο με παντελόνια»:

Θα είμαι αγρίως σαρκικός
δίνοντας στον παράδεισο καινούργιο τόνο
ή αν προτιμάτε-
θα είμαι άκρως τρυφερός,
όχι αρσενικός –
αλλά ένα σύννεφο με παντελόνια.

(Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας)



Δημήτρης Τζουμάκας