Ευάγγελος Ι. Τζάνος | Alarm

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras


Διήγημα

Ευάγγελος Ι. Τζάνος | Alarm

Ο Θύρσος τής φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι κι έφυγε βιαστικά, για να βεβαιωθεί αν τα προειδοποιητικά φώτα στο αυτοκίνητό του λειτουργούσαν. Ύστερα εξαφανίστηκε.
Η Μιράντα δεν πότισε ποτέ τη σφαίρα, κι αυτή ξεράθηκε. Ύστερα καβάλησε τη μηχανή της και βγήκε στην εθνική. Νύχτα. Ο δρόμος, για οικονομία, δεν είχε καθόλου φως. Η Μιράντα άφηνε τ’ αυτοκίνητα πίσω της τρέχοντας ξέφρενα, σα να είχε κάπου να πάει.
Έκοψε, αναγκαστικά, στο ξαφνικό μποτιλιάρισμα. Από τη μεριά της θάλασσας μια φωτεινή γραμμή τραβούσε κατά μήκος της παραλίας. Κοίταξε επίμονα. Ύστερα γύρισε μπροστά της. Καμιά διακοσαριά μέτρα παρακάτω τα οχήματα έβγαιναν από την εθνική και ακολουθούσαν τη στενή άσφαλτο που πήγαινε στη θάλασσα.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε τον οδηγό του διπλανού αυτοκινήτου.
«Πηγαίνουμε στον κυλιόμενο τάπητα», της απάντησε εκείνος. Το είπε όπως θα το έλεγε αν ήταν ενθουσιασμένος με την όλη ιστορία.
«Τι είναι αυτό;» είπε η Μιράντα κάνοντας την ανήξερη.
«Δεν έχεις ακούσει τίποτε; Περίεργο που δεν το ξέρεις. Είναι ένα από τα νέα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση. Με ένα μηδαμινό εισιτήριο παρκάρουμε τ’ αμάξια στον τάπητα και νομίζουμε ότι ταξιδεύουμε. Ούτε βενζίνη ούτε διόδια! Έλα να δοκιμάσεις. Καταπληκτική ιδέα!»
«Και πού οδηγεί ο τάπητας;»
«Πουθενά. Είναι κυκλικός. Δεν υπάρχει προορισμός».
«Δηλαδή;»
«Μόνο ταξίδι», είπε ο οδηγός και γέλασε τρανταχτά, παρασύροντας τους υπόλοιπους επιβάτες να κάνουν το ίδιο. «Το ζητούμενο είναι το ταξίδι. Έτσι δε λένε; Ύστερα επιστρέφουμε στα σπίτια μας».
Στη στενή άσφαλτο βγήκε κι η Μιράντα από την εθνική. Πάρκαρε έξω από μια ταβέρνα.
Μπήκε κοιτάζοντας με τις άκρες των ματιών της και πήρε μια μπύρα. Την κατέβασε γρήγορα μαζί με δυο άφιλτρα. Πάνω που σκεφτόταν να φύγει, κάθισε πλάι της ένας άντρας που έκανε κέφι το ωμό σκόρδο και αντιπαθούσε εκείνους που δεν πήγαιναν με τα νερά του.
«Δε φαίνεσαι να περιμένεις το χαλί», της είπε.
«Εσύ;»
«Άκου λέει. Έβγαλα δυο εισιτήρια. Να υπάρχουν».
«Θα ταξιδέψεις μόνος;»
«Εννοείται. Σου φαίνομαι για κορόιδο;»
Στην άκρη της σάλας κάθονταν μερικοί τύποι που διαφωνούσαν με το μέτρο του κυλιόμενου τάπητα. Η ταβερνιάρισσα τους είχε ξεκαθαρίσει ότι δε θέλει φασαρίες στο μαγαζί της, αλλά κι εκείνοι δεν είχαν σκοπό για κάτι τέτοιο. Βρίσκονταν ανάμεσα σε εκατοντάδες αντιπάλους τους. Οι ίδιοι υποστήριζαν τη λύση της μεγάλης οθόνης. Πιο καλά θα ήταν, έλεγαν, να έχουμε τ’ αυτοκίνητά μας ακινητοποιημένα και να προβάλλονται γύρω μας θάλασσες, σουβλάκια και κλαμπάκια. Έτσι, θα έχουμε την ευκαιρία για μεγαλύτερη ποικιλία στο τοπίο.
Η Μιράντα κοίταξε επίμονα στη μεριά τους.
«Πιστεύω να μην είσαι απ’ αυτούς», της είπε ο άντρας πλάι της κοιτάζοντάς τη λάγνα.
«Δεν είμαι», του απάντησε σαν αφηρημένη.
Ο άντρας δεν είχε πολύ χρόνο. Περίμενε τη σειρά του για τον κυλιόμενο τάπητα.
«Σε θέλω όπως σε γέννησε η μάνα σου», της είπε.
«Χωρίς δόντια;» τον ρώτησε κι ο άντρας με μικρή καθυστέρηση χαμογέλασε.
Ανέβηκαν σ’ ένα δωμάτιο που βρόμαγε χλωρίνη.
«Πέσε!» είπε κοφτά ο άντρας στη Μιράντα, δείχνοντάς της το κρεβάτι.
Ήξεραν κι οι δυο να μη χάνουν τον καιρό τους με προκαταρκτικά. Τα υγρά της Μιράντας ξεχείλιζαν.
«Πολύ νερό!» της είπε ο άντρας με φαλλική σιγουριά, θέλοντας ν’ αστειευτεί.
«Με τόσο μικρό τσουτσούνι, τι περίμενες; Να βρεις πετρέλαιο;» του απάντησε, και καμώθηκε πως κόντευε να τελειώσει.
«Πώς ήμουνα;» τη ρώτησε ο άντρας ικανοποιημένος όταν σηκώθηκαν.
«Σε σχέση με άλλες φορές;»
«Γενικά», είπε ο άντρας στύβοντας το μυαλό του να καταλάβει την ερώτηση.
«Φοβερός!»
Ο άντρας το πήρε για καλό και πλημμύρισε από καμάρι.
«Ο ένας πρέπει να βοηθάει τον άλλο», της είπε, δίνοντάς της ένα εισιτήριο για τον κυλιόμενο τάπητα.
Η Μιράντα έσκασε στα γέλια.
«Είπα κάτι αστείο;» τη ρώτησε.
«Μου θύμισες μια φορά που ήμαστε σταματημένοι σ’ ένα φανάρι. Μια γριά γυναίκα όταν άναψε το πράσινο για τους πεζούς πήγε να περάσει τη διάβαση, αλλά ήταν τόσο ανήμπορη που στα σίγουρα δε θα είχε προλάβει να διασχίσει τη λεωφόρο προτού το πράσινο σβήσει. Πήγαινε τόσο σιγά που κι εμείς δε θα προλαβαίναμε να ξεκινήσουμε και θα χάναμε το πράσινο. Ο οδηγός του διπλανού οχήματος μου είπε ‘‘κοπελιά, κατέβα να βοηθήσεις’’. ‘‘Γιατί δεν κατεβαίνεις εσύ;’’ του απάντησα, ‘‘δεν έχει στεγνώσει το μανό;’’»
«Τελικά; Το προλάβατε το πράσινο;» είπε ο άντρας με αγωνία, λες και περίμενε πιο πίσω με το χέρι στο κλάξον.
Η Μιράντα τον κοίταξε με απάθεια.
Ύστερα έχωσε το εισιτήριο στην τσέπη του παντελονιού της και βγήκε να ανάψει τα alarm στη μηχανή της –σημάδι ότι ήταν η σειρά της για τον κυλιόμενο τάπητα.

Share this Post