Ελένη Γούλα | κούραση…

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras


Διήγημα

Ελένη Γούλα | κούραση…

Η Βαλεντίνα σταύρωσε τα χέρια της. Ήρθε η ώρα να ξεκουραστεί. Ξάπλωσε στο διπλό κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια. Πρώτα οι σπουδές, ύστερα η δουλειά, να παντρευτεί κιόλας, να φτιάξει δικό της σπίτι, μετά οικογένεια…

Εκείνο το μεσημέρι κάθισε εκεί στο κρεβάτι της και δεν ήθελε να σηκωθεί.

Καμιά ίωση, τρέχανε και τα μάτια της μαζί με τη μύτη – θέλω να κλαίω ένιωθε μέσα της αλλά στους άλλους έχω ίωση μάλλον, είπε…

Έκατσε στο κρεβάτι χωρίς να γυρέψει φαΐ- δε μπορώ να ετοιμάσω τίποτα για σας, βολευτείτε – την κοιτάξανε οι υπόλοιποι παραξενεμένοι, δεν τους είχε έτσι συνηθίσει – όμως εκείνη δεν απάντησε ούτε τους κοίταξε. Έκλεισε τα μάτια και δεν κούνησε ούτε καν το κεφάλι, ένα γνέψιμο κάτι.

Να δεις που κάποτε θα σηκώσουνε τα πόδια τους οι λέξεις, όσες αράδιασες κατά καιρούς χωρίς να τις μετρήσεις προσεκτικά. Να δεις που θα  απλώσουνε τις ουρές τους και θα σε τυλίξουνε όπως μια κόλλα χαρτί. Να δεις που οι λέξεις θα εκδικηθούνε στο τέλος.

Κάθισα στο σαλόνι της Βαλεντίνας, τα βάζα δεν είχανε λουλούδια χάσκανε άδεια, κάτι μεγάλα γυάλινα βάζα, και οι γλάστρες αραδιάζονταν στο μπαλκόνι απότιστες. «να σου ποτίσω τις γλάστρες», είπα. Έχω μια συμπάθεια για τα λουλούδια που στολίζουνε τα μπαλκόνια μας, μου φαίνεται ομορφαίνουνε την άσχημη πόλης μας, και βγήκα να βρω το ποτιστήρι να ραντίσω τα γεράνια, τις βουκαμβίλιες, το γιασεμί, τους πάπυρους…

Απ΄ το μπαλκόνι πιο μίζερη μου φάνηκε η ζωή της. Όχι ότι εγώ ήμουν καλύτερα, τα ίδια σκατά κι εγώ, απ΄ το μπαλκόνι μια γκρίζα μουντίλα, ένα θλιβερό σκηνικό, αλλά τούτος ο δρόμος πιο σκοτεινός, οι απέναντι πολυκατοικίες παλιότερες, ο ουρανός αθέατος.

Πώς να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς ουρανό;

Η Βαλεντίνα ήταν ακόμη πεσμένη στον καναπέ, τα μάτια της γυρίσανε στο μέρος μου θολά, όταν μπήκα πάλι στο σαλόνι.

–Πονάς; Η έκφραση του προσώπου και η στάση του σώματος. Πονάς; Ξαναρώτησα να πιάσει τη λέξη, να την αντιστοιχίσει με τη σημασία της, κάποια σημασία.

Τι είναι ο πόνος; Πώς τον αντιλαμβάνεται ο καθένας; Πού τον τοποθετεί; Κι όταν υποφέρει ο νους τι σημασία έχει αν τα πόδια, τα χέρια, το σώμα δεν έχουνε μώλωπες ή πληγές ή κακώσεις οποιουδήποτε είδους; Πονάς;

Σήκωσε τα χέρια της από το πλάι που τα είχε και κρεμόντουσαν. Έκανε μια κίνηση που δεν την κατάλαβα και δοκίμασε να σηκωθεί. Ήθελε μάλλον να φύγω. Ήθελε να μείνει μόνη της. Μόνη της να κοιμηθεί. Μόνη της να κανακέψει τον πόνο – όποιον πόνο. Όποια έλλειψη.

Της φέραμε ένα γιατρό που της έγραψε φάρμακα – τα φάρμακα είναι φαρμάκι παιδί μου, έλεγε ο παιδίατρος, αλλά τούτος ήτανε αλλιώτικος, ίσως τα είχε κάνει πλακάκια με τις εταιρίες, πληρωνότανε έξτρα για τα φάρμακα, αλλά τον είχε καλέσει ο Σπύρος, που δεν ήξερε από γιατρούς, ως τώρα η Βαλεντίνα στον παιδίατρο, η Βαλεντίνα στους γονείς του, η Βαλεντίνα στους ηλικιωμένους του σογιού. Πήρε τα χάπια από τα χέρια του Σπύρου, τα κατάπιε, όπως διέταξε ο γιατρός και μετά έκλεισε τα μάτια να κοιμηθεί. Δεν είχε δύναμη ούτε το χέρι της να σηκώσει. Να φτάσει μια σακούλα, ένα ποτήρι, μια κατσαρόλα. Καθότανε αραχτή στον καναπέ και μόνο κοιμότανε. Είχε ανάγκη να κοιμηθεί.

Να δεις που και τα ξεσκονόπανα και τα μπρίκια και οι κατσαρόλες θα σηκώσουνε κι αυτά επανάσταση. Έπρεπε να τους δώσεις μεγαλύτερη σημασία. Να μαγειρεύεις σωστά, να γυαλίζεις τις κατσαρόλες, να τρίβεις δυνατά τα μπρίκια και να στύβεις τα ξεσκονόπανα για να μαζέψουν τη σκόνη, να ρουφήξουνε τις δαχτυλιές, να αναδείξουν όλη τη στιλπνότητα του επίπλου…

Αν μπορούσε να δει την ομορφιά. Αν μπορούσε να την αναγνωρίσει κάπου. Σε ένα από τα βάζα της, στα μάτια του άντρα της, στα μάτια των παιδιών της, ίσως σε κάποιον εραστή…

 

Να δεις που θα ζωντανέψουνε όλα. Όσα ήθελες να κάνεις και δεν τα τόλμησες. Όσα ήθελες να γνωρίσεις και δεν έκατσες ούτε τα ονόματά τους να μάθεις. Για αυτό πρώτα θα αγριέψουν οι λέξεις. γιατί βέβαια έχουνε οι λέξεις ζωή, όπως την έχεις δει πάνω στα βιαστικά δάχτυλα των παιδιών, πάνω στις σκυμμένες αδύνατες κοριτσίστικες πλάτες που ζωγραφίζουνε υπομονετικά τις καμπουρίτσες, τις στρογγυλάδες…

Δεν κουβεντιάζαμε για εραστές ούτε για φουστάνια, ούτε για ταξίδια και αξιοθέατα. Ούτε για ταινίες ούτε για βιβλία ούτε για όλα όσα ομορφαίνουν την ανθρώπινη έλλειψη. Κουβεντιάζαμε για τις δουλειές μας, πώς θα τα βολέψουμε τα οικονομικά και καμιά φορά για τη βόλτα. Πριν πουληθεί το σπίτι, πριν χάσουμε για πάντα το χτήμα. Τότε λάμπανε τα μάτια της, το δέρμα γύρω από τα χείλη γινότανε λείο, και ισιώνανε τα βαθουλώματα στα μάγουλα τα σκαμμένα. «Να είσαι ψηλά στο λόφο, από κάτω η θάλασσα και γύρω ερημιά. Μόνο πράσινο σκούρο – πουρνάρια κυπαρίσσια ασφάκες – και μπλε. Πολύ μπλε. Της θάλασσας και του ουρανού. Τα πουλιά μόνο που και που στον αέρα και οι πεταλούδες την άνοιξη…». Ήθελε να πηγαίνει ολομόναχη «Ησυχάζω και χαλαρώνω. Δεν με νοιάζουν οι σκοτούρες, σα να καθαρίζει το μυαλό μου. Σα να ανεβαίνω σε άλλες σφαίρες. Εκεί όπου μόνο άγγελοι και όνειρα επιτρέπονται». Φανταζότανε εκεί τα όνειρά της. έφτιαχνε μέσα τις σκέψεις που όμως δεν είχαν στην πραγματικότητα υπόσταση. Σαν αισθήσεις κυλάγανε στο μυαλό της, κατεβαίνανε στην ψυχή της, όλο το σώμα γαλήνευε και γινότανε κομμάτι του γαλανού της ζωής. Από κει η ζωή φάνταζε γαλανή. Αυτό το χρώμα ταίριαζε μονάχα.

Τώρα στο κρεβάτι της δε νοιάζεται για τίποτα. ούτε αν είναι καλή μάνα, αν είναι κατάλληλη σύζυγος. Δεν την απασχολεί καμιά σκοτούρα, κανένα σχέδιο που πρέπει να βγάλει πέρα. Να επιτύχει να πείσει τον άντρα της για τούτο, το γιο της για το άλλο, τον προϊστάμενο, την ξαδέρφη της… τον παπά… και την κόρη της. κυρίως την κόρη της.

–Με δεχτήκανε μαμά! Στο μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο, στο πιο σπουδαίο απ’ όλα!

Μπορεί όλα τούτα να γυρίσουνε μπούμερανκ; Όλη η βαθιά  κληρονομημένη λαχτάρα να γίνει στάχτη; Πανεπιστήμιο! Σπουδές! Μεταπτυχιακά! Πτυχία! Μπορούν όλα τούτα να είναι μόνο μια αυταπάτη; Μια μεγάλη εθνική αυταπάτη;

Πρώτα το σπίτι, μετά το εξοχικό και τώρα το μεταπτυχιακό.

Προτού φύγει όμως το παιδί, η Βαλεντίνα ξάπλωσε στο κρεβάτι και παραιτήθηκε.

Ας έκαναν πια ό,τι θέλανε. Ας την αφήνανε εκεί στο κρεβάτι της μόνο να κοιμηθεί.

Ξεκίνησε από μακριά κι έφτασε τώρα εδώ που πρέπει να κάνει πάλι στροφή. Πόσες αλλαγές να αντέξει μια γενιά; Τα καινούρια δεν ήθελε να τα δει. Της φτάνανε όσα έκανε. Οι άλλοι ας συνεχίσουν. Αυτή ως εδώ. Κάτι πήγε στραβά σε όλο το δρόμο. Μπορεί να ήτανε όλα στραβά όσα έκανε. Γι αυτά που αγωνίστηκε, που πίστεψε, που ήθελε να φτάσει στη ζωή της για να είναι, όπως νόμιζε ευτυχισμένη. Κάτι πήγε στραβά. Μόνο που δεν έχει πια διάθεση να το ισιώσει. Δε θέλει ούτε να ξέρει τι πήγε στραβά. .

Τώρα ήθελε μόνο να ξεκουραστεί.

Κοιτάει με τα μάτια της απλανή. Δε με βλέπει που κάθομαι κοντά της. Εδώ και κάμποση ώρα δε βλέπει. Έχω έρθει από νωρίς και κάθομαι μαζί της. Όλοι λείπουνε. Δε θέλει να της κάνουν συντροφιά είπε. Εμένα όμως δε μπορεί να με διώξει. Κάθομαι εδώ στην άκρη στο σαλόνι της και αυτή δε με βλέπει. Αισθάνομαι ότι είναι πάλι κάπου βυθισμένη αλλά δε θέλω να την ξυπνήσω. Αν δε βρίσκει τίποτα μέσα της που να την κρατάει ξύπνια πώς μπορώ να της το δείξω; Αν ο εγκέφαλος μετατόπισε λίγο το καλειδοσκόπιό του, αν δε φιλτράρει πια όλα τα τρομερά πράγματα που μας τριγυρίζουν, αν δε μπορεί να φέρει στα ανθρώπινα μέτρα το απέραντο, τρομακτικό και πολύμορφο σύμπαν… Αν αφήνει όλες τις εικόνες ακατέργαστες να ορμούνε και να τον καταπλακώνουν…

Όταν με στήσουνε στη γωνία θα είναι τα πρόσωπά τους σκοτεινά πολύ και τα μάτια τους βαθουλωμένα. Τα κρανία θα στέκουνε φαλακρά με κάτι δόντια όμως ακέραια. Θα με βάλουνε στο τραπέζι και θα με κόψουνε κομματάκια για να χορτάσουν την αγωνία τους.

Πώς με έβλεπε, αν με έβλεπε η Βαλεντίνα; Μπορεί πάνω μου να σερνόντουσαν φίδια, μπορεί να έβλεπε μούχλα ή κάτι σαπισμένο στο σώμα μου. Ίσως τα ρούχα μου δε φτάνανε να σκεπάσουνε τη δυσμορφία που αυτή διέκρινε πίσω και πέρα από το συμβατικό μου σχήμα, αυτό με το οποίο κυκλοφορούσα στους ανθρώπους.

Τι κι αν έκανες ό,τι περνούσε από το χέρι σου; τι κι αν δε στεκόσουνα λεπτό αργή; Τι κι αν αγωνιζόσουνα να είσαι εντάξει; Δε δούλεψες το μυαλό σου και το άφησες να το κουρδίζουνε άλλοι…

Τα περνούσε όλα πριν από μένα. Κι εγώ μάθαινα απ’ αυτή.

Όπως τότε με την αιμορραγία. Την είχα βρει στο δωμάτιο αναίσθητη το βράδυ καθώς γύρισα απ’ το φροντιστήριο. Δίπλα της ο γόης τα είχε χαμένα. Καλοκαίρι διάβαζα για να δώσω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, οι γονείς μας στο χωριό, αυτή είχε μείνει να με φροντίζει. Έβγαινε η δεκαετία του ’70, η Ελλάδα άλλαζε αλλά εμείς τότε δεν το ξέραμε.

Της είχα ρίξει νερό στο πρόσωπο, της είχα χτυπήσει τα μάγουλα, δοκίμασα να της κάνω τεχνητή αναπνοή. Στο τέλος πήρα το 100 και ήρθε το ασθενοφόρο. Στο Πρώτων Βοηθειών μια γιατρίνα με κράτησε από το χέρι.

–Πρόσεξε! Να δώσεις την παρθενιά σου αλλά μόνο αν το θέλεις! Κανείς δεν έχει δικαίωμα να σε ρίξει στο κρεβάτι με το ζόρι.

Όταν συνήλθε η Βαλεντίνα ντρεπότανε πολύ αλλά πιο πολύ την ένοιαζε να μην το μάθει ο μπαμπάς. Ευτυχώς δεν είχα προλάβει να τηλεφωνήσω. Έβαλε τα δυνατά της να με ορκίσει να μην τη μαρτυρήσω ποτέ.

–Κι εσύ όμως δεν θα ξαναδείς το καθίκι.

Τα μάτια της είχανε τρόμο και δάκρυα. Η Βαλεντίνα, η αδερφή μου, η μεγαλύτερη, που είχε προλάβει να ερωτευτεί ένα καθίκι όπως νόμιζα, ένα  γόη, που τη φλέρταρε από το ύψος της γοητείας του. Μόνο που η ταλαίπωρη η Βαλεντίνα, ένιωθε σκουπίδι και του είχε κάτσει πιέζοντας πολύ τον εαυτό της, από το φόβο της μήπως τον χάσει. Ήθελα να τον πιάσω το φταίχτη – αυτόν που νόμιζα φταίχτη στα 18 μου – να τονε σκίσω με τα νύχια μου, να τρέξει το αίμα του όπως της αδερφής μου.

Αντί γι αυτό όμως έραψα το στόμα μου και τότε και αργότερα. Δεν έκανα λόγο, σα να μην το είδα σα να μην το έζησα. Μόνο μέσα μου το δούλευα ακατάπαυστα. Εγώ δε θα το πάθω αυτό!

Και δεν το έπαθα – άσχετο αν έπαθα άλλα, αν συνέβησαν και σε μένα πράγματα τρομαχτικά, όπως όταν ξαφνικά ερωτεύτηκα και χωρίς να πω τίποτα σε κανένα τίναξα μια στρωμένη ζωή στον αέρα.

Η Βαλεντίνα δεν ξαναερωτεύτηκε. Όταν βρέθηκε ο «κατάλληλος» άντρας – ένας συνάδελφός της μαλακός και σπιτόγατος – παντρεύτηκε, έκαμε παιδιά, φρόντιζε το σπίτι της, παράδειγμα υπόδειγμα, τύπος για αντιγραφή και μίμηση.

Να δεις που όλα εδώ θα πληρωθούνε. Να δεις που η δράση θα φέρει αντίδραση. Δεν είναι σαν τη φυσική. Ο  κόσμος των ανθρώπων είναι πολύπλοκος. Ταξιδεύει η δράση και μέχρι να φέρει την αντίδραση, μεσολαβούνε πολλά. Οι δυνάμεις ωστόσο συγκρούονται και παλεύουν. Αέναα.

Εκείνη κρατούσε τους τύπους κι εγώ τους τίναζα στον αέρα. Όταν μου φαινότανε ότι πνίγομαι, όταν έβλεπα ότι με κλείνουνε από παντού, δεν υπάρχει διέξοδος κινδύνου, τράβαγα το σφυρί κι έσπαγα τον κλοιό. Σε κοινή θέα το σπασμένο τζάμι, εκτεθειμένο στην κατακραυγή ή στην επιδοκιμασία. Να το βλέπουνε όλοι, όσοι θέλανε. Κι ας λέγανε ύστερα το μακρύ τους ή το κοντό τους.

Και βέβαια με πείραζε η γνώμη του κόσμου. Ποια γυναίκα δεν την πειράζει;  Τουλάχιστον ποια γυναίκα που είχε σαν κι εμάς μεγαλώσει. Όμως έμαθα να την αψηφώ. Όχι χωρίς αγώνα. Η ανάγκη μου να μη σκύβω το κεφάλι σαν τη Βαλεντίνα με όπλιζε με τη δύναμη που χρειαζόμουνα.

Η εικόνα εκείνη της Βαλεντίνας πνιγμένης στο αίμα της παρθενιάς της και τώρα η εικόνα της Βαλεντίνας ξαπλωμένης στον καναπέ με τα χέρια σταυρωμένα και τα μάτια απλανή. Αυτή η εικόνα της Βαλεντίνας της μεγάλης μου αδερφής που αν ήξερε πόσο την αγαπώ και τη θαυμάζω, μπορεί να μην ξάπλωνε έτσι ακίνητη και ασάλευτη. Μπορεί να έσκαγε ένα χαμόγελο όταν με έβλεπε να μπαίνω στο σπίτι της ντυμένη με τα φωτεινά χρώματα της ζωής.

Ιούνιος 2011

Share this Post