Διήγημα
Ελένη Γούλα | Διασχίζουν την Ευρώπη για να κάτσουν στη σκιά ενός πεύκου
Έρχονται με αεροπλάνα αλλά κυρίως με τα αυτοκίνητά τους. Πάνω στο βουνό με τα πολλά ισιώματα και το παχύ, εύφορο χώμα. Χτίζουν σύγχρονες κατοικίες με κάθε δυτική άνεση – καφετιέρα, αποχυμωτή, ξύλο κοπής, όμορφες κουρτίνες που διακοσμούν τον εσωτερικό χώρο…
Έξω στο χωράφι όμως, αυτό που αγόρασαν από κάποιο αγρότη συντοπίτη μου, ο οποίος ήθελε να αγοράσει διαμέρισμα, αμάξι, να κάνει ταξίδια ή μόνο να ζήσει άνετα ξοδεύοντας κι αυτός όπως τόσοι άλλοι, διατάζουν να σκαφτεί μια μικρή πισίνα και να γεμίσει με βρόχινο νερό. Εκεί δίπλα αναθέτουν στον επιστάτη τους να πλακοστρώσει μια μικρή αυλή γύρω από το ψηλό πεύκο, κατάλοιπο της παλαιάς δασικής χλωρίδας. Φυσάει ευχάριστα το απαλό θαλασσινό αεράκι, ανακατώνει τα κοντά τους μαλλιά και χαϊδεύει τα λευκά τους κορμιά.
Έχουν κάνει χιλιόμετρα πολλά, έχουν αφήσει πίσω την πειθαρχημένη και ντρεσαρισμένη ζωή τους. Το σκοτάδι του τόπου τους, τα αυστηρά ωράρια, τα πρωτόκολλα, τις πολιτισμένες σχέσεις με συνεργάτες, συμπατριώτες και συγγενείς.
Μακριά από όλους και όλα, ξυπόλυτοι πάνω στις ζεστές πέτρες καθισμένοι σε ψάθινες καρέκλες και το λευκό κρασί ακουμπισμένο στο σιδερένιο τραπεζάκι.
Εμείς καθαρίζουμε τα σπίτια τους, ποτίζουμε τα δέντρα και τα λουλούδια τους, λαζεύουμε τα χωράφια τους, τα οργώνουμε και μαζεύουμε αν χρειαστεί τους καρπούς που παράγει ο τόπος.
Οι πολιτισμένοι ιδιοκτήτες φέρονται ευγενικά, πληρώνουν ικανοποιητικά, αλλά δεν ανέχονται λοβιτούρες. Ούτε μπορούν να δεχτούν ή να συγχωρήσουν πλημμελή ή έστω ανεπαρκή εκτέλεση του καθήκοντος. Και καθήκον όσων τους υπηρετούν – ή τους εξυπηρετούν ή εργάζονται γι αυτούς – είναι να μένουν οι ξένοι ευχαριστημένοι. Τότε εξασφαλίζουν κι εκείνοι το μεροκάματό τους. Κι έτσι μπορούν να ικανοποιήσουν μετά και τις δικές τους – τις όποιες δικές τους – ανάγκες.
Οι ξένοι στον τόπο μου εξακολουθούν να είναι ξένοι. Επιλέγουν τις ταβέρνες που θα φάνε το μαγειρευμένο φαγητό τους αργά το απόγευμα με τα δικά τους κριτήρια. Σταθερά αφοσιωμένοι σ’ αυτές τις επιλογές. Παρέες μεγάλες, ο ένας πίσω από τον άλλον. Γυναίκες ροδοψημένες απ’ τον ήλιο, άντρες με ανοιχτόχρωμες βερμούδες, παιδιά που χαμογελάνε ευχάριστα. Πίνουνε μπύρες και ανοιχτόχρωμο χύμα κρασί. Τρώνε σαλάτες, σουβλάκια και μαγειρευτό ελληνικό φαγητό. Δε συμπαθούνε τα «ξένα», δηλαδή τα δικά τους, πιάτα, δεν τα έχουν ανάγκη. Κάτω από το δυνατό ήλιο με τον αέρα και το αλάτι της θάλασσας πάνω στο δέρμα, αρέσκονται να πιστεύουν ότι ήρθανε εδώ και βρίσκονται πια μακριά από τις συνήθειές τους. Μπορεί να φαντάζονται κιόλας ότι γεύονται τους αιώνες της ιστορίας, ότι απεκδύονται για λίγο τους νόμους και τις αυστηρές τους συνήθειες. Φαντασιώνονται μια απόδραση, που είναι σύντομη, όση απαιτείται για να αγοράζουν στη συνέχεια τη δυνατότητα αυτής της ευκολίας, να έχουν δηλαδή, δικό τους σπίτι και χωράφι κάτω από τον μεσογειακό υπέροχο ήλιο. Το ξέρουν νομίζω όλοι αυτό.
Γιατί όλοι οι ξένοι που αγοράζουνε τα χωράφια μας είναι έξυπνοι, μορφωμένοι με υψηλό αισθητικό κριτήριο. Δεν έρχονται, δε θέλουν να έρθουν σε επαφή με το χαοτικό μας κράτος, με την προβληματική διοίκηση, με τις παθογένειες της χώρας.
Νομίζουν, ότι αράζοντας στον ίσκιο του πεύκου και πληρώνοντας για να την έχουν αυτή την ευκαιρία, κερδίζουν όσα τούτος ο τόπος μπορεί να τους δώσει. Νομίζουν ότι
μετέχουν κι αυτοί στην ομορφιά του ουρανού και στη δροσιά του γαλάζιου νερού ανταλλάσσοντας μόνο χρόνο και χρήμα.
Μια αίσθηση όμως με κυριεύει τον τελευταίο καιρό – και δεν είναι, όχι, ζήλεια και φθόνος για τους δυνατότερους και πλουσιότερους Ευρωπαίους.
Αν θέλετε αλήθεια την όμορφη σκιά του πεύκου, αν θέλετε να μη σας μπούνε στον κώλο οι πευκοβελόνες, δεν φτάνει να καθίσετε στις ωραίες αναπαυτικές σας καρέκλες. Δεν αρκεί να πλησιάζετε αφ υψηλού τους ντόπιους και με τη διάθεση του επικυρίαρχου. Ο τόπος θα σας ξεράσει φίλοι μου.
[Έτσι θέλω να πιστεύω ή έτσι μήπως είναι; ]
Share this Post