Πώς μπορούν οι λέξεις να είναι «αδιάβροχες»; Τι διασώζουν και από τι διασώζονται; Την απάντηση δίνει το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής. Ο τίτλος «Παιδί του Νώε» προσημαίνει τον Κατακλυσμό, το ταξίδι με την Κιβωτό αλλά και την σωτήρια εντέλει έκβασή του. Η ποιήτρια ξετυλίγει σε α΄ ενικό το κουβάρι της προσωπικής της ιστορίας ξεκινώντας από την παιδική ηλικία. Η λέξη «παιδί» δίνεται εμφατικά ήδη από την προλογική περίοδο του βιβλίου, όπου με τη μορφή άστοχων ερωτημάτων η ποιήτρια αναρωτιέται για τον ρόλο της: Είμαι η σφεντόνα;/ Είμαι η πέτρα;/ Μην είμαι τάχα το σπουργίτι; Για να καταλήξει Από παιδί το χτύπημα/ σ’ ένα σπασμένο τζάμι. Αλλά και στο δεύτερο κατά σειρά ποίημα, με ξεκάθαρη χωροχρονική ένδειξη (15 Ιουλίου 1974, Αμμόχωστος, εννέα χρόνων), τοποθετεί στα χέρια μας τις βελόνες που πλέκουν την εικόνα με το χειροποίητο πορτοκαλί μπλουζάκι που η ίδια φορούσε, όταν διέφυγε με τον πατέρα της από τη Λευκωσία υπό τους ήχους των πυροβόλων: Ένα μπλουζάκι που ξηλώνεται/ πόντο τον πόντο σε κάθε παραλογισμό/ όσο να μείνει ένα κουβάρι από παιδί/ στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου/ διαφεύγοντας από τη Λευκωσία/ φορώντας ανάποδα την ιστορία της/ Τρέχοντας πίσω στην Αμμόχωστο/ Στη θάλασσά της/ Κάθε τόσο απ’ το παράθυρο ένα λιοντάρι χυμά/ Καταβροχθίζει την παιδική μου σάρκα/ Πυροβολώντας/ Πυροβολώντας/ Πυροβολώντας. («Πώς ξηλώνεται ένα πορτοκαλί πλεκτό μπλουζάκι» σ. 10).
Αλλά και στο πλέον αυτοβιογραφικό ποίημα «Δέντρο της άμμου» σ. 58 διαβάζουμε την αναφορά στην πατρώα γη. Τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής τη διαπερνούν σαν σφαίρες, εγκαθιδρύουν τον φόβο και στιγματίζουν τη μνήμη: Λέω πως είναι γκρεμισμένος ήλιος/ μια σφαίρα φως που δραπετεύει απ’ τις εκρήξεις/ Γιατί επιμένει να κομματιάζει το μυαλό;/ Είμαι παιδί/ και κλείνω κόσμους μες στα παραμύθια [ ] // Ερπύστριες θα χαρακώνουν/ όλα τα όνειρα που θα ’ρθουν/ Μια νεκρική σημαία με κυματίζει/ πάνω από κάμπο αγνοούμενο/ Ποτάμι με όλες τις πέτρες του στα νύχια/ Όσο αντέχει μέσα μου η μνήμη/ εξοστρακίζω έναν θάνατο/ που με απέφυγε με οίκτο// Μικρό το σώμα μου/ δεν πρόσφερε/ το επαρκές εμβαδόν μιας φρίκης, «Μονίμως Εισβολέας», σ. 11. Στην περίπτωση της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου ένα βίωμα νωπό και εξακολουθητικά αθεράπευτο, όπως αυτό της αδελφικής Κύπρου, εγγράφεται ως δομικό-συστατικό στοιχείο στην τελευταία της ποιητική συλλογή. Το πατρικό σπίτι, η αυλή, η βεράντα, η πατρική ελιά και το γιασεμί της πόρτας, η παπαρούνα, το τριαντάφυλλο, η θάλασσα, το ποτάμι, η βροχή, τα πουλιά, ο ουρανός και ο βυθός, τα βράχια, οι πέτρες, ο ήλιος, το φεγγάρι επανέρχονται συχνά στα ποιήματα με ποικίλη συνυποδηλωτική χρήση. Όμως, παρόλο που το προσωπικό βίωμα διατρέχει εξ ολοκλήρου το ποιητικό σώμα των Αδιάβροχων λέξεων, ωστόσο η ποιήτρια ανάγει το ατομικό σε συλλογικό με μια φωνή που γίνεται ευαίσθητη χορδή παλλόμενη πάνω σε εύρυθμο στίχο. Ο τελευταίος ανασαίνει ελεύθερα και δεν βαραίνει από καλολογία ούτε από περιττό συναίσθημα. Η ποιήτρια δείχνει να γνωρίζει την ισορροπία και την καλή συναρμογή των νοημάτων σε απόλυτη αντιστοιχία προς τη μορφή.
Η γραφή της είναι μια γραφή πολυεστιακή: η ματιά κινείται από μέσα προς τα έξω και το αντίστροφο, από τα κοντινά στα μακρινά, από το τότε στο τώρα. Διαθέτοντας φακό υψηλής ευαισθησίας απαθανατίζει πλάνα με περιγραφική καθαρότητα και ψυχική διαφάνεια. Η πλούσια εικονοποιία καταγράφει τόσο τα εξωτερικά όσο και τα εσωτερικά ψυχικά τοπία με τρόπο κινηματογραφικό ως προς τις εναλλαγές και ευφάνταστο ως προς την πλοκή και τη μεταξύ τους σύνδεση. Η αυτοαναφορικότητα έτσι δεν υποσκελίζει την καθολικότητα, ούτε καταλήγει σε θρήνο ή αυτολύπηση. Αντιθέτως, γίνεται μια συλλογική φωνή που αναδεικνύει την ανθρώπινη ευθραυστότητα. Ο τόνος εξομολογητικός, αλλά βαθιά ανθρώπινος, δεν παρεκβαίνει σε μοιρολόι ούτε σε καταγγελτική αναφορά. Με ησυχία παρατηρεί και εστιάζει στα θραύσματα: Τόσες φορές από καθήκον σε τάξη εισβολής / είμαι μια μαρτυρία προσφυγιάς// [ ] Από τη γλώσσα βγαίνουν κομματιασμένα τα φεγγάρια, «Όταν ρωτάνε τα παιδιά», σ. 63. Περικυκλώθηκα πολλές φορές/ από χοντρά εξώφυλλα / εικονογράφηση μαυρόασπρη [ ] // Και είκοσι χιλιάδες λεύγες/ κάτω από τη ζωή ταξίδεψα/ μήπως και βρω το βάθος των τραυμάτων, «Ταξίδι στο κέντρο της ζωής», σ. 19. Αλλιώτικα τα λόγια του πνιγμού/ Μόνο φωνήεντα/ και ιαχές τηλέγραφου/ Μνήμες διακεκομμένες/ ¨Σώστε αυτό που έπρεπε να έρθει, «Ημερολογιακές καταγραφές ΧΙΙ», σ. 82.
Το παιδικό σώμα απότομα ωριμάζει και γιγαντώνεται. Το κορίτσι μεταμορφώνεται σε γυναίκα. Το εξωτερικό περιβάλλον επενεργεί διαμορφωτικά. Η παιδική αφέλεια των ανέμελων παιχνιδιών και των λευκωμάτων μεταστοιχειώνεται σε πρόωρη ενηλικίωση: Γέμισε ουρές η γλώσσα/ Βρόμικο δέρμα το μυαλό/ Αίμα απότομα ανάμεσα στα πόδια/ Μία γυναίκα μεγάλωνε/ γεννώντας άγριες λέξεις [ ]// Τεντώνομαι απομακρύνοντας τον οίκτο/ μακραίνουν χέρια, πόδια/ Βιάζομαι να μεγαλώσω/ Να τιναχτώ ως το ταβάνι/ Να κρεμαστώ από κει πάνω/ σαν απειλή ενός σπαθιού/ στις ηλικίες που έρχονται/ Η τελευταία θα φορά τον πρώτο φόβο, «Γιατί με κυνηγούν οι ουρανοί», σ. 12. Το σώμα μου ολόκληρο μια κατοικία χωρίς ενοίκους [ ] / Έξω ο Μάης κλείνει τα μάτια/ κρύβομαι/ Είναι η άνοιξη σαν μοναστήρι άβατο/ για γυναικεία λύπη, «Η Πρωτομαγιά των 50 plus», σ. 18. Κουβαλώ στη γλώσσα μου άγνωστο φορτίο, «Το γιασεμί στην πόρτα μου», σ. 24.
Η μετάβαση από την παιδικότητα στην ωμή πραγματικότητα του ενήλικα είναι απότομη και οδυνηρή. Ενέχει το στοιχείο της ανατροπής. Από την άλλη η ενηλικίωση σφραγίζεται από φόβο, διαψεύσεις, ανασφάλεια, ματαίωση. Εικόνες διάλυσης εξωτερικής και εσωτερικής κυριαρχούν: Πρέπει να φτάνω κάθε μέρα στους ανθρώπους/ πετώντας πάνω από πέτρες [ ] //Κι αν δεν αλλάζει αυτή η διαδρομή/ αλλάζω συνεχώς τον δρόμο μέσα μου, «HighwayMaintenance (Η Πολυάννα πάντα ταξιδεύει», σ. 26. Μία προσγείωση το πέταγμα κυρίως/ μπρος σε κοπάδι με γεράκια πεινασμένα, «O Τομ Σόγιερ αγαπά την εποχή μου», σ. 30. Ένα τσουβάλι κάποτε που με αδειάζουν σε σωρό/ τόσες εντόσθιες αμηχανίες/ [ ] αναπνοή διάτρητη/ εσταυρωμένοι σε όλες μου τις φλέβες, «Ίσως και να με λένε Γιόζεφ Κ.», σ. 22.
Αν και η ποίηση της Ε.Α.Φ. εστιάζει στο ευμετάβολο της τύχης και στην ανθρώπινη ευαλωτότητα, όμως παράλληλα εδραιώνει την αναδίπλωση της ζωής και την επαναφορά στη δράση: Ζωσμένα τα πινέλα στα ακροδάχτυλα/ Θα ζωγραφίζω τον βυθό και τις σωσίβιες αναδύσεις του/ Ακουαρέλα θα τον πω/ Στάζει πνιγμένες λέξεις, «Αν είναι πολυτροπικό το (κακώς) κείμενο», σ. 72. Κι εγώ τότε ξανά κελαηδάω/ Με μαγικό μελάνι εμφανίζονται συνταιριασμένοι ήχοι/ Σε tablet, notebook, κάποιες χειρόγραφες κραυγές/ Όπου μπορώ αφήνω τα μηνύματά μου/ Και σε μπουκάλια ακόμη, αγαπητέ μου Celan,/ με σημειώματα κιτρινισμένα/ Αρκεί να βγαίνουν σε στεριά ή σ΄ ένα βράχο/ σημαίες που κατακτούν τον άγνωστο πλανήτη/ ή χρωματίζουν μια σαγήνη για τη θάλασσα/ Ας λύνονται οι λέξεις μου ακονισμένες/ περνώντας από συμπληγάδες μέρες/ Αλλιώς να μη με βγάζουν απ’ τη θλίψη σαν μαχαίρι/ Αλλιώς να μη με λένε ποιητή, «Δεν ξέρω γιατί κελαηδά το πουλί στο κλουβί», σ. 76.
Η αναμέτρηση με την ιστορία βαριά και δύσκολη, αφήνει αναπάντητα τα ερωτηματικά: Παρακαλώ/ Εσείς που συναθροίζεστε στις νύχτες μου/ Πείτε αν έφταιξα/ αν φταίω/ Εκστομίστε το με κάθε ειλικρίνεια, «Ίσως και να με λένε Γιόζεφ Κ»,. σ. 22. Περικυκλωμένοι από κριούς με δόντια που μας αλέθουν/ τον ένα άνθρωπο μετά τον άλλο/ Όλο μας φτύνουνε ανάσκελα σε μια καινούργια/ προηγμένη πιθανότητα, «Μέταλλο και γυαλί», σ. 75. [ ] με πόσα βήματα μετρήσαμε/ με πόσα θα μετρήσουμε τη λήθη/ πριν μας καταπιεί ο ανιστόρητος/ της ιστορίας μας ο χρόνος, «Γαλανόλευκο βήμα», σ. 56.
Το αίσθημα της προδοσίας, της διάψευσης, του σύγχρονου παραλογισμού και της ολιγωρίας αφήνει το αποτύπωμά του σε στίχους όπως: Η μυθολογία/ πολύ μας παραπλάνησε με τους ήρωές της/ Δεν πνίγονται τα φίδια/ Δεν καθαρίζονται οι στάβλοι/ αν έχουν στερέψει τα ποτάμια/ Κι οι όρνιθες με την ξύλινη γλώσσα/ χωρίς μια λίμνη να τις τρέφει/ θα μηρυκάζουν και θα φτύνουν/ τη δική μας θάλασσα, «Ημερολογιακές καταγραφές ΙΙ», σ. 79. Αλλιώτικα τα λόγια του πνιγμού/ Μόνο φωνήεντα/ και ιαχές τηλέγραφου/ Μνήμες διακεκομμένες/ ¨Σώστε αυτό που έπρεπε να έρθει, «Ημερολογιακές καταγραφές ΧΙΙ», σ. 82.
Πώς προδιαγράφεται το μέλλον; Η ποιήτρια δείχνει να αμφισβητεί κάθε φωτεινό ενδεχόμενο: Έχω το μέλλον στις τσέπες/ Κάποια στιγμή το ανασύρω/ Γλιστρά μέσα απ΄ τα λόγια μου/ Πέφτει στις πλάκες σαν καρύδι/ Έχει στην ψίχα του μόνο γυαλί/ Σπάει σε χίλια κομματάκια από αίμα/ Δεν αγαπώ τη νύχτα/ Όλο και σβήνει πάνω μου/ των άστρων της τις καύτρες, «Nocturnes V», σ. 90. Χάρτινες οι μεγάλες μου οι νίκες, «Nocturnes VI», σ. 90. Σε μια ενότητα αφιερωμένη στις νυχτερινές γραφές Nocturnes, η Ε.Α.Φ. καταδεικνύει ακόμη εμφατικότερα την ισχυρή επίδραση της νύχτας και των συμβολισμών της στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Το φως και το σκοτάδι αποτελεί το βασικό δίπολο της ποιητικής συλλογής Αδιάβροχες λέξεις και όπως «ο Σοπέν χαϊδεύει τα πλήκτρα» έτσι και η ποιήτρια πάνω στο λευκό χαρτί ακουμπάει με το μελάνι της ψυχής τις λέξεις της. Το φεγγάρι κατ’ αναλογία προς τον ήλιο, οριοθετώντας τη νύχτα και τη μέρα στοιχειοθετούν τον κύκλο της ζωής, την επαναληπτικότητα, την αέναη αλλαγή, τη ρευστότητα, τη διαδοχή, την κρυπτικότητα και την αποκάλυψη: Με παίρνει η νύχτα στην παλάμη της/ Γδέρνω το φως που φθάνει/ Λεπίδι του ήλιου η χαραμάδα στο παράθυρο, «Nocturnes ΙΙΙ», σ. 89. Χαρά τις νύχτες ένας γκρεμός/ Η ευτυχία άρνηση/ Ο ουρανός πιο κάτω από τη γη, «Nocturnes ΙV», σ. 89. Kαι πόσο φως θα ήταν το φεγγάρι/ αν πίσω του δεν έστρωνε/ μαύρο κιλίμι η νύχτα, σ. 90, VIII.
Η ποίηση της Ε.Α.Φ. παρακολουθώντας αδιάπτωτα τη συγχρονία δεν διστάζει να ενσωματώσει στο εκφραστικό της μέσο στοιχεία της προφορικότητας και του καθημερινού χρηστικού λεξιλογίου. Χτίζει έτσι γέφυρες με το νέο ηλεκτρονικά δομημένο σύμπαν συνδέοντας στον ίδιο άξονα λειτουργίας της εκπροσώπους του πρόσφατου παρελθόντος και ενισχύει τη διακειμενικότητα: Πώς γίνεται ταμπέλα neon/ το κόκκινο από τους σκοτωμένους; «Θερινές επέτειοι», σ. 40. Wireless πλέον η σύνδεση/ Κι ο τοίχος σου/ ο τοίχος μου / φτιάχνουν διπλά τα τείχη// Καθώς μας υποδέχεται φιλόξενο σκοτάδι/ και μυρίζουν σαν χειροποίητα Χριστούγεννα οι επιστροφές/ έχω τόσο πολύ ανάγκη/ να σου μιλήσω με αναστεναγμό ρομαντικών ποιητών / [ ]// Τα θραύσματα των ποιητών/ συναρμολογούν/ ένα σπασμένο ποίημα, «Wireless», σ. 49. Με μαγικό μελάνι εμφανίζονται συνταιριασμένοι ήχοι/ Σε tablet, notebook, κάποιες χειρόγραφες κραυγές/ Όπου μπορώ αφήνω τα μηνύματά μου/ Και σε μπουκάλια ακόμη, αγαπητέ μου Celan,/ με σημειώματα κιτρινισμένα, «Δεν ξέρω γιατί κελαηδά το πουλί στο κλουβί», σ. 76.
Στο πλαίσιο της διακαλλιτεχνικής συνομιλίας αναφέρονται ο Ιούλιος Βερν, ο Τομ Σόγιερ, η Πολυάννα, ο Ιησούς και ο Ιούδας, ο Γολγοθάς, ο Λωτ, η Εδέμ, ο Σολομώντας, ο Κάφκα και ο Γιόζεφ Κ., οι Καρυάτιδες, η Αριάδνη και ο μίτος, ο Λαβύρινθος, η Ιλιάδα και η Πηνελόπη, η Ελένη και ο Πρίαμος, η Δαμόκλειος σπάθη και η Μάχαιρα του Πέτρου, ο Οράτιος, ο Κουασιμόδος, η Μάγια Αγγέλου, ο Celan, ο Σοπέν, ο Keats, o Shelley. Ένα πολυπρόσωπο μωσαϊκό που ενσωματώνεται φυσικώ τω τρόπω ενώνοντας σε μια συνέχεια την πνευματική κατάθεση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η Ε.Α.Φ. κινείται μέσα στη δυστοπική ατμόσφαιρα που κατακλύζει το παρελθόν και προοιωνίζει το μέλλον διατηρώντας την ευαισθησία, τη φιλοσοφική διάθεση, τον δημιουργικό προβληματισμό. Μας παραδίδει ποίηση με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, η οποία μας καλεί για μια ιδιότυπη αδιαβροχοποίηση. Όχι αυτήν της σκληρότητας και της ακαμψίας του μαρμάρου, αλλά αυτήν της αντοχής και της αδιαπερατότητας απέναντι στη φθορά, στον χαλασμό και σε ό,τι γειώνει την ανθρώπινη αξία. Η Ελένη στη Χώρα των Τραυμάτων σημειώνει μια προσωπική εξέλιξη και συμπορεύεται με τον αναγνώστη σε έναν ειλικρινή αναστοχασμό βίου και σε μια πορεία ποιητικής ωρίμανσης. Η αγάπη αποτελεί πάντα το διακύβευμα και το ισχυρό θεμέλιο δια βίου, όπως άλλωστε υποδεικνύει έξυπνα και η φωτογραφία-κολάζ του εξωφύλλου: Κάτι από μένα ήδη αντιστέκεται/ [ ] Το παρελθόν τρεχούμενο / Μελαγχολία του υγρού σε μια λευκή σελίδα / [ ]// Κάτι από μένα δεν θα φύγει, «Νon omnis moriar» σ. 33.
Αντωνία Ν. Ματσίγκου
[Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου, Αδιάβροχες λέξεις, Ποίηση, εκδόσεις Μανδραγόρας, 15.1.2024, σελ. 96]