των γυναικών
Γύρισε από το γιατρό τσακισμένη. Δεν την είχα δει ποτέ ως τώρα έτσι. Και την ξέρω καιρό. Συνεργαζόμαστε.
–Ξέρεις πόσο χρόνων είναι τα ωάριά μου;
–Μα έχουν ηλικία τα ωάρια;
Έκατσε στο γραφείο κι έσκυψε το κεφάλι στα χέρια της.
–Άδικο! Άδικο! Ψιθύριζε πάλι και πάλι, λες και είχε κολλήσει η βελόνα. Θα πρέπει να μπω σε διαδικασία τώρα. Θα με ταΐσουν ορμόνες και μετά, αν κατέβουν τα αυγά, θα τα πάρουν, θα τα γονιμοποιήσουν στο εργαστήριο και αν πετύχει το παιχνίδι, θα μου τα φυτέψουν στη μήτρα! Και θα δούμε αν τα δεχτεί και δεν τα αποβάλλει…
Σήκωσε το πρόσωπό της και με κοίταξε. Δεν είχε δάκρυα. Παγωμένη.
–Σιχαίνομαι τα φάρμακα, τις ορμόνες και όλη τη μπίζνα!
Δεν ήξερα τι να της πω. Ούτε τριάντα δεν είμαι και δεν έχω βρει ακόμη άντρα, πώς θα κάνω παιδί. Και ούτε δουλειά κανονική έχω.
Άναψε τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό ψηλά με δύναμη.
–Άδικο, ξαναείπε. Άδικο! Τόσα χρόνια τα φτύναμε και τώρα, τώρα που τα θέλουμε, έχουν τελειώσει! Χτυπιότανε.
Να το κάνεις εσύ! μου είπε κάποια στιγμή. Δεν στοιχίζει πολλά. Τώρα που κατεβαίνουν με φόρα κάθε μήνα, κρίμα είναι να τα πετάς στα σκουπίδια. Μπορείς να καταψύξεις μερικά και … όταν βρεις τον κατάλληλο, όταν δημιουργήσεις τις προϋποθέσεις, αν θελήσεις δηλαδή να κάνεις οικογένεια ποτέ…
Οι δυο κοπέλες στο μετρό συνέχιζαν την κουβέντα τους κάπως έτσι (δεν ήταν αυτά τα λόγια και το ύφος ακριβώς, εδώ τα προσαρμόζω στον γραπτό λόγο), εγώ όμως είχα σταματήσει να τις ακούω.
Σκεφτόμουνα τα δικά μου. Αν δεν είχα τότε τον πατέρα…
Ήταν πριν μερικά χρόνια. Συζούσα με τον Αντρέα – τον άντρα της ζωής μου. Πηγαίναμε παντού μαζί, είχαμε κοινούς φίλους, κάναμε ωραίο σεξ, δεν καυγαδίζαμε, λύναμε πολιτισμένα τις διαφωνίες μας, γελούσαμε, ταξιδεύαμε, θέλαμε να εξελιχθούμε επαγγελματικά. Η ζωή μάς φαινόταν απέραντη και μαγευτική! Καθόλου δεν σκεφτόμασταν τον γάμο – ένα θεσμό συμβατικό, μια δέσμευση κοινωνική, ένα πανηγύρι που γίνεται για να υποχρεωθεί η κοινότητα να δεσμεύσει τους μελλοντικούς συντηρητές της, αφού χρειάζονται τα παιδιά για να πληρώνουν φόρους, νέοι για να πολεμάνε κ.ο.κ, όπως λέγαμε στις παρέες και πιστεύαμε.
Τότε όμως – μόλις είχα κλείσει τα τριάντα τρία – βγήκαμε για καφέ με τον πατέρα που πάντοτε θαύμαζα και αγαπούσα.
Γιατί μου το είπε αυτό; Γιατί μου μίλησε τότε κι όχι νωρίτερα ή κάποια άλλη στιγμή; Το σχεδίασε; Εκμεταλλεύτηκε την περίσταση και το είπε; Ή μήπως το ένστικτό του τον οδήγησε;
Κάνε ό,τι θέλεις, Φούλη μου – έτσι με έλεγε μεταξύ μας, χαϊδευτικά, συνθηματικό όνομα. Η ζωή είναι δική σου ΚΑΙ η απόφαση το ίδιο. Να ξέρεις όμως, ότι η Φύση δεν δίνει παρατάσεις.
Μπορεί να ήταν η επιστημονική του κατάρτιση. Οι δυο τεκμηριωμένες κουβέντες του. Μπορεί όμως να ήταν και η στιγμή που εγώ ήμουν έτοιμη να ακούσω την αλήθεια για τη Φύση και τη ζωή.
Αυτό φοβόμαστε λοιπόν; Απορούσαμε αργότερα με τον Αντρέα, όταν πια είχαμε παντρευτεί. Αυτό μας φόβιζε;
Και όταν κάναμε το παιδί μας, ε τότε πια δεν υπάρχουν λόγια ούτε μπορώ να περιγράψω την ομορφιά που αποκαλύφθηκε στη ζωή και στην ύπαρξή μας ολόκληρη.
Βέβαια, έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι αν δεν είχα χορτάσει τη ζωή της ελεύθερης, μπορεί να μην τη χαιρόμουνα τόσο τη μητρότητα, όταν προέκυψε. Αλλά, πάλι, αν άφηνα τη ζωή να περάσει…
Εύκολα αφήνει κανείς τη ζωή να περάσει. Από φόβο… επιπολαιότητα … αδιαφορία … ή μπορεί και αδυναμία να την προχωρήσει εκεί που θα ήθελε. Μετά όμως, η Φύση (όχι η ζωή) δεν δίνει παρατάσεις.
Για την καταγραφή, Ελένη Γ.