Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Στριφογύριζα στο κρεβάτι σφιγμένη. Όλο το σώμα μου νευρικό – τιναζόντουσαν τα χέρια μου μοναχά τους, αυτόματα να συνεχίσουν την κίνηση της ημέρας, μια ολόκληρη μέρα να χτυπάω τον καλά κρατημένο καρπό απ’ τα δέντρα, απ’ τα εκατοντάδες δέντρα στη σειρά, που περιμένανε τη δική μου ενέργεια. Το κεφάλι μου πίσω, εκεί που ακουμπούσε στο μαξιλάρι, κόντευε να κάμει πληγή από το πολύ στριφογύρισμα.
Δεν ξέρω πώς βρέθηκα με ένα κοντό φουστάνι να κάνω μάθημα στη σχολική τάξη. Έκρυβα τα γυμνά μου πόδια και φοβόμουνα μην ανεβεί λίγο ψηλότερα η κοντή φούστα κι αποκαλύψει – θεέ μου τι ντροπή! – δεν είχα παρά το φτωχό μου δέρμα, τη σάρκα την κακοφτιαγμένη.
Δεν με ενοχλούσε η ηλικία μου – δεν είχα καν ηλικία – αλλά που βρέθηκα μαζί του αργότερα (πόσες ακυρώσεις, πόσες αναβολές, τι χτυποκάρδι) στον προθάλαμο μιας ακμάζουσας επιχείρησης, και όχι οι δυο μας ολομόναχοι.
Περνούσαν οι καμαριέρες με σεντόνια και κουβέρτες – όπως στις ταινίες που υποτίθεται ότι στρώνουν, όλο στρώνουν και ξεστρώνουν κρεβάτια. Εγώ δεν έχω δει ποτέ τέτοιες μοναχικές καμαριέρες. Δυο τρεις μαζί και με το καροτσάκι τους, πετάνε κάτω τα χρησιμοποιημένα σεντόνια, ένας σωρός, και στρώνουν ύστερα, τα καθαρά, σιδερωμένα ατσαλάκωτα. Τεντώνουν πάνω στο κρεβάτι τα υφάσματα, τσιτώνουν το κάλυμμα, όλα τακτικά.
Αυτές περνούσαν μόνες τους, μία-μία, με δυο σεντόνια στην αγκαλιά τους και πήγαιναν κι ερχόντουσαν ρίχνοντάς μου λοξές ματιές, αλλά όχι δεν μου είχαν μιλήσει. Ίσως να μην τις είχα κιόλας προσέξει καθόλου, αν δε συνέβαινε αυτό το απρόσμενο, το ότι ήρθε τελικά και τον είδα, εκεί ανάμεσα στον κόσμο χωρίς καμιά άλλη επιλογή.
Πόσο ωραίος! Πάντα μου φαινόταν πανέμορφος – κι ας άσπριζαν τα μαλλιά κι ας χαλάρωνε το δέρμα κι ας βαθαίνανε οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια. Ποιοι ηλίθιοι, ανεγκέφαλοι μας κάνουν να πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να τη δείχνουμε την ηλικία μας;
Κι εκεί που πήγαινε η καρδιά μου να σπάσει από χαρά και φόβο και πάλι χαρά – περνούσαν πίσω-πίσω, μικραίνανε και γινόντουσαν ασήμαντα, το κοντό μου φουστάνι ακόμη και οι καμαριέρες με τα σεντόνια στις μασχάλες – πετάγομαι πάλι! Όχι τα χέρια μου νευρικά. Ολόκληρη. Ανοίγουν τα μάτια, το κορμί ένα τόξο να τιναχτεί μακριά.
–Εσύ φταις! Εσύ! Είχα ξεχάσει τις σημαντικές εξετάσεις μου!
Άρχισα, ξύπνια τελείως τώρα να υπολογίζω τις μέρες και να προσπαθώ να θυμηθώ ποιες εξετάσεις δεν έδωσα που ήτανε να δώσω. Με είχε λούσει ιδρώτας.
Όμως ούτε αυτός υπήρχε πουθενά – χαμένος σε άλλες κρύες αγκαλιές – ούτε έδινα πλέον εξετάσεις. Οι μόνες εξετάσεις απέναντι στη ζωή μου, αυτή που έμενε να ζήσω από δω και πέρα. Μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, μήνες, χρόνους και στιγμές μετρημένες ανάποδα. Δεν ήξερα τι να τα κάνω όλα όσα στοιβάζονταν γύρω μου, απλωμένα σαν τα σεντόνια τα τσαλακωμένα, πατικωμένα σαν τις σχολικές γνώσεις, επικίνδυνα όπως το κοντό μου φουστάνι. Αν σηκωθεί λίγο ακόμη πιο ψηλά – τι ντροπή – κανένας έρωτας, καμιά αγάπη, καμιά επιθυμία. Και χωρίς αυτά πώς θα την έφερνα βόλτα τούτη την καινούρια τρομαχτική πραγματικότητα;
Ελένη Γ.