Εικόνες | ερημοκλήσια

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

 

Ξέρω ότι στα νησιά του Αιγαίου τα χτίζουν σε ιδιόκτητα χωράφια. Μετά, οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες και οι κληρονόμοι τους έχουν την υποχρέωση να τα φροντίζουν. Τα βάφουν, τα καθαρίζουν, φέρνουν παπά να λειτουργήσει.

Στη Μάνη, είδα ότι δεν ανάβουν τα καντήλια. Στέκονται οι εικόνες πάνω στο τέμπλο, αντίκρυ στο ξερό τοπίο, δίπλα στην πέτρα που τη φρυγανίζει ο ήλιος. Ίσως τα βράδια να κλείνουν τα μάτια τους οι άγιοι και να προσεύχονται στα σκοτάδια, αγριεμένοι από την ερημιά του τόπου ή από τα άδεια μάτια των τουριστών. 

Στα δικά μας μέρη ωστόσο, τους άγιους τους καλοπιάνουν λες και είναι παραπονιάρηδες άνθρωποι, που γυρεύουν μερτικό απ’ τα αγαθά του τόπου, αφού δεν είναι δω ξερότοπος όπως η Μάνη, ούτε καταμεσής στο πέλαγος όπως τα νησιά. Ο καινούριος κόσμος, ζώστηκε ολούθε ίνες, αόρατα κύματα, συντονισμένες συχνότητες και άλλα θαυμάσια, τούτοι όμως εδώ, ακόμη και μες το κατακαλόκαιρο, όταν αρκεί ένα τσαφ για να λαμπαδιάσει ο λόγγος, περπατούν στα παλιά χνάρια κι επιμένουν να ξοδεύουν το πολύτιμο λάδι για να φωτίζουν τα εκκλησάκια της εξοχής μέρα νύχτα.

-Μια φορά, μου έλεγε η θεια μου, δε βρήκα το μπουκάλι με το λάδι στη θέση του κι άναψα μόνο τα δυο καντηλάκια. Αριστερά και δεξιά απ’ την Ωραία Πύλη. Συχώρα με Αη Γιάννη παρακαλέθηκα, συχώρα με Παναΐτσα μου. Δε μου φτάνει το λάδι να γιομίσω και τα δικά σας τα καντηλάκια. Θα βλέπουτε από τούτα.

Το βράδυ που ‘πεσα όμως να κοιμηθώ, δε μου κόλλαγε ύπνος. Έσπαγα το κεφάλι μου να βρω ποιος μπορεί να παίρνει το λάδι της εκκλησιάς. Λογάριαζα τις ημέρες και έβρισκα ότι τρία τουλάχιστον μπουκάλια είχανε χαθεί. Ποτέ άλλοτε δεν είχε ξανασυμβεί τέτοιο πράγμα. Λεφτά ναι. Τα παίρνανε. Γι αυτό και δεν αφήνουμε λεφτά στο κουτί. Λάδι όμως ποτέ δεν είχανε πάρει. Το είχαμε κουβεντιάσει και με τον παπά και με τις άλλες γυναίκες, που πάμε και ανάβουμε τα καντήλια. Έχουμε υποψίες για δυο τρεις εδώ στο χωριό, όμως μπορεί να είναι και ξένοι. Δεν κατηγορούμε χωρίς να είμαστε σίγουροι. Δε θέλουμε να κριματιστούμε.

Τα κλωθογύριζα όλα τούτα στο μυαλό μου κείνο το βράδυ, είπα  ό,τι προσευχές ήξερα, άναψα και το φως να διαβάσω την παράκληση αλλά χτύπησε δώδεκα το ρολόι και ακόμη ήμουνα ξύπνια. Και όταν επιτέλους κοιμήθηκα, ήρθε ο Αη-Γιάννης στον ύπνο μου. Έτσι όπως είναι ζωγραφισμένος από τον Κόντρα στην εικόνα. Σα να βγήκε από μια σπηλιά μου φάνηκε, σα να είχε φορεμένο το ράσο του καλόγερου, μαύρο και κουρελιασμένο. Δεν τον καλόβλεπα, νύχτα και καταχνιά. Εμένα, γιατί με άφηκες στο σκοτάδι, μου είπε τάχα, και η φωνή του είχε παράπονο. Πετάχτηκα πάνω, σηκώθηκα, νύχτα ακόμη σκοτάδι, τοίμασα τη φωτιά, μαγέρεψα και όταν άρχισε να χαράζει, γιόμισα δυο μπουκάλια με λάδι και ξεκίνησα με τα πόδια.

Έφτασα στην εκκλησιά προτού να βγει ο ήλιος. Τα καντηλάκια αριστερά και δεξιά απ’ την Ωραία Πύλη καίγανε. Ο Αη-Γιάννης και η Παναΐτσα στο σκοτάδι. Έκαμα το σταυρό μου και άναψα πρώτα τα δικά τους καντήλια. Μετά, έβαλα καινούριο φυτίλι και στα άλλα δυο, χωρίς να λιβανίσω κι έφυγα. Δεν ξέρω πώς με φώτισε ο Θεός κι αντί να πάρω το δρόμο τον κανονικό, έκαμα κατά το λόγγο να μαζέψω κανα χόρτο να βράσω, σκέφτηκα, ήτανε η χρονιά που είχε πιάσει φωτιά το βουνό και βγαίνανε πολύ νόστιμα.

Μάζωνα κάτι τρυφερά τζοχιά και λαδάκια, όταν άκουσα το μηχανάκι που ερχότανε. Ψυλλιάστηκα. Κρύφτηκα πίσω από την κοτρώνα, κει στην αρχή του λόγγου και περίμενα να δω ποιος είναι και τι θα κάμει.

Τον γνώρισα αμέσως. Ήξερα το μηχανάκι του, ήξερα και τον ίδιον. Ο Περικλής της Λάμπραινας! Ένας τεμπέλης που τον ζούσε η μάνα του με τη σύνταξή της. Ένας χαημένος. Η καρδιά μου σφίχτηκε.

Θεε μου συχώρα με, το ξομολοήθηκα μετά στον παπά-Γιώργη, μα το λέου και τώρα. Δεν έκατσε ο βλοημένος ούτε δυο λεφτά μέσα στην εκκλησιά και βγήκε με το γιομάτο μπουκάλι, που το είχα αφήσει στην κρυψώνα. Το κράταγε στο χέρι του, έτσι φανερά, φόρα παρτίδα. Πετάχτηκα απάνω.

-Καλά δεν ντρέπεσαι; Δεν έχεις θεό μέσα σου; Γιατί δεν ερχόσουνα να μου γυρέψεις λάδι συφοριασμένε μου; Θα σου έδινα. Τούτο είναι για τα καντηλάκια της Παναΐτσας. Σου πάει καρδιά να τους αφήνουμε στο σκοτάδι τους άγιους;

Μαζώχτηκε. Δεν το περίμενε να είμαι κρυμμένη κει στο λόγγο. Μετά όμως, χωρίς να το αφήσει το μπουκάλι – ακούς ο αθεόφοβος – ανέβηκε στο μηχανάκι κι άναψε τη μηχανή.  

-Ό, τι και να κάμεις, και συ θα πεθάνεις!, μου φώναξε. Στην Κόλαση θα καείς όσα καντήλια και ν’ ανάψεις! Είχε βάλει μπροστά και πάει να χαθεί στα κομμάτια. Μαζί με το λάδι ο αχαΐρευτος.

Έκαμα να τον πάρω από πίσω αλλά πού να τον φτάσω. Γύρισα μέσα από τα λόγγια. Κατασφάηκα.

Καθότανε η θεια μου η Μάρω στο τζάκι όταν μου τα διηγιότανε αυτά. Η φωτιά έπαιζε με τα γκρίζα μαλλιά της. Τα πιο πολλά άσπρα με λίγες μαύρες τρίχες ανάμεσά τους. Τα μάγουλά της κόκκινα, γεμάτα βαθιές, πολύ καλά χαραγμένες στο δέρμα, ρυτίδες.

– Δική σου είναι η ανάγκη, θεια, να ανάβεις τα καντήλια, της λέω, βρίσκοντας κι εγώ δεν ξέρω πού το θάρρος να αμφισβητήσω την παντογνωσία της. Επίσης, να ξέρεις ότι είναι και πολύ επικίνδυνο. Με τέτοια ξεραΐλα που έχουν τώρα τα καλοκαίρια εσείς πάτε και ανάβετε φωτιές! Εντάξει δε λέω. Κι ο Περικλής που κλέβει το λάδι άτιμος είναι. Όμως αν χρειάζεται ακόμη και το πεντάευρο για τη δόση του. Αν είναι άρρωστος, ανήμπορος άνθρωπος. Από αυτούς που ο Χριστός λέει να τους ελεούμε…

-Δεν ξέρεις τι λες! Κούνησε το κεφάλι και τα χέρια της ανυπόμονα. Σιγά μην είναι άρρωστος. Τεμπέλης είναι και άχρηστος! Όσο για το άλλο, ποτέ δεν άναψε φωτιά από καντήλι εκκλησιάς! Οι φωτιές ανάβουνε από τους ανθρώπους. Η θρησκεία μας είναι ζωντανή. Αν έχεις πίστη το βλέπεις. Αν δεν πιστεύεις, ακούς ένα γύρω τις ανοησίες του κόσμου και πέφτεις στην αμαρτία.

Πήγα τελευταία φορά στο εκκλησάκι την παραμονή  των Χριστουγέννων, λίγο πριν νυχτώσει. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, όλα τα καντήλια αναμμένα και κανένας ανθρώπινος ήχος πουθενά. Μπήκα και βγήκα αμέσως. Οι μορφές, οι σκιές, τα σκοτάδια και κείνα τα φωτάκια φλόγες που τρεμοσβήναν, δεν ήταν ό,τι χρειαζόμουν. Στάθηκα στην άκρη του βράχου και ανάσανα βαθιά. Από κάτω γκρεμός, πράσινα περβόλια, χωράφια με ελιές, σκόρπια σπίτια με κεραμίδια πάνω στο λόφο και ένα μικρό δρομάκι φιδογυριστό μέχρι την αμμουδιά. Ο κόλπος κλειστός φλοίσβιζε ήσυχα. Πέρα μακριά ο πανύψηλος όγκος της οροσειράς με λίγα χιόνια στις κορυφές. Ανάμεσα η θάλασσα γαλανή, ετοιμαζότανε να πάρει τα χρώματα του δειλινού. Γαλήνη. Μια στιγμή που η ψυχή ενώνεται με την ύπαρξη, μέρος εκείνου που είναι και ζει και υπάρχει. Πέρα από την ύλη, το πνεύμα, τη ζωή και τον θάνατο.

Στα μικρά ερημοκλήσια της πατρίδας.

 Ελένη Γούλα