Εικόνες | γεγονότα

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

Έπιασα το βλέμμα της.

(Πιο εύκολα στο βλέμμα αισθάνεται κανείς τον άλλον. Οι λέξεις – τουλάχιστον εμένα – με μπερδεύουν. Όταν σκάνε στα αυτιά μου, βραχυκυκλώνω, πάει το μυαλό μου εκεί που θέλει μόνο του, φτιάχνει ιστορίες και σενάρια. Δεν διακρίνω τι βρίσκεται από πίσω, να αντιληφθώ, να νιώσω την αιτία, τον άνθρωπο και ίσως, ίσως και την ταραγμένη του ψυχή. Ο εαυτός μου, η δική μου δυσκολία πάνω από τις λέξεις του άλλου, πάνω από τα λόγια του τα θυμωμένα, τα τρυφερά ή έστω τα αδιάφορα. Τι θα ήθελα να ακούσω, τι θα ήθελα να μου πουν, πώς θα ήθελα να είναι ό,τι με περιβάλλει, κλπ. Τέτοιος λαβύρινθος, δεν έχω τον μίτο, το σκοινί το μακρύ, το κουβάρι που θα το ξετυλίξω να βγω στο φως και τον αέρα.

Όμως, τα μάτια!

Είναι ένα φλας, μια – ανεπαίσθητη κάποτε – λάμψη, κάτι φευγαλέο που δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από γκριμάτσες, από λόγια, από πράξεις, κινήσεις κι άλλα τερτίπια. Τουλάχιστον εμένα μου ταιριάζει το βλέμμα για να επικοινωνήσω την ψυχή μου – ή αυτό τέλος πάντων που βρίσκεται πίσω και πέρα και πάνω και κρατάει μπόσικα, γκέμια κι αναχώματα και όλες τις υπόλοιπες περιγραφές που θα μπορούσα να παραθέσω).

Το βλέμμα λοιπόν που έπιασα σ’ εκείνη την περίσταση, είχε απόγνωση. Όχι θυμό. Όχι μίσος. Ούτε μια αυστηρότητα σοβαρή από αυτές που κάνουν τους ανθρώπους άτεγκτους, στεγνούς.

Απόγνωση.

Είστε ανεπιθύμητοι! Το καταλαβαίνετε; Πώς αλλιώς να σας το δώσω να το αντιληφθείτε. Α-νε-πι-θύ-μη-τοι! Τέτοια άτομα δεν έχουν λόγο ύπαρξης ανάμεσά μας.

Ήτανε μια απόγνωση για την αδυναμία επικοινωνίας. Για τον τοίχο τον ψηλό, το άδειο βλέμμα του άλλου, την οχυρωμένη λύπη, την παγωμένη ψυχούλα που στριμωχνόταν, ασφυκτιούσε ή μπορεί και να ηδονιζόταν. Τέτοια αδυναμία επικοινωνίας, τόση απόσταση και πόνος ανάμεσα. (Έτσι κι αλλιώς ο χρόνος – που εδώ διαχώριζε τις ηλικίες – δεν αστειεύεται, οβερ πλέι αμείλικτος ξεσκίζεται στα τρίποντα, γουίκ σάιντ ο άνθρωπος).

Γύρισα τρομαγμένη. Με τρόμαξε το βάθος και η ένταση της φωνής που κουβαλούσε το βλέμμα της απόγνωσης. Η καρδιά μου πήδησε να μαζευτεί να κρυφτεί – πώς να ζήσω εκεί στο σκοτάδι, στον τοίχο τον αδιαπέραστο της αδυναμίας, που όμως ατσαλώνεται από τη γνώση και την εξουσία; Μια εξουσία με τεκμήρια, αποδείξεις και εχέγγυα που απλώνονται και κυριεύουν τον χώρο. Αέρας, τραπέζια, καρέκλες, σώματα, μάτια, πόδια.

Γύρισα στο απέναντι μέρος, όπου στεκόταν υψωμένος ο άλλος, μπετόν αρμέ καινούριο, που (άπειρο ακόμη), στυλώνει τα πόδια, τα χέρια, τις άκρες απ’ τα βλέφαρα, ένα τόξο να πεταχτεί στο κενό, στην άβυσσο της ζωής.

Κάτι αόρατο, άυλο, τόσο χειροπιαστό όμως ακόμη κι από τους πόρους του δέρματος με χτύπησε δυνατά – κάπως έτσι θα χτυπάει το ρεύμα, πρόλαβα να σκεφτώ και πετάχτηκα όρθια. Δε με χωρούσε αυτός ο τόπος. Ούτε με τους μεν ούτε με τους δε μπορούσα να συνταχθώ. Χαμήλωσα τα μάτια να μην διασταυρωθούν με την απόγνωση αλλά όχι δεν την ασπαζόμουν και τη μπερδεμένη άβυσσο τη νέα, τόσο δυνατή και σφύζουσα, σκληράδα, φρέσκια, ακατέργαστη.

Κάποια άλλη μέθοδος – δε μπορεί – θα υπάρχει, άλλη τακτική για να προσεγγίζουν οι άνθρωποι τις αδυναμίες τους, να ψιλοκόβουν τις σιωπές και να γκρεμίζουν τοίχους που όλο υψώνονται και δυναμώνουν.   

 

Ελένη Γ.