ανθρώπων
20/08/2018
Το σπίτι της είναι χτισμένο στην άκρη του χωριού. Μεσοτοιχίες, μοιράδια, αυθαίρετα δωμάτια, αλλού ξύλινα παράθυρα, αλλού αλουμινένια, εδώ κεραμίδια, παραπέρα πλάκα.
Εκείνη όμως έχει βάψει τα σιδερένια κάγκελα με το φωτεινό μπλε και τα σκαλιά της φρεσκοασπρισμένα.
Το θυμήθηκα το σπίτι. Τα κάγκελα τότε όμως ήτανε ξύλινα και το μπροστινό δωμάτιο με τη συρόμενη τζαμαρία έλειπε.
Φώναξα το όνομά της κι εκείνη ακούστηκε από μέσα.
Πέρασα τα στρωμένα τσουβάλια, όπου στέγνωνε τα σταφύλια της – τα θέλουνε τα παιδιά μου, είναι ωραίο σαμιώτικο το κουβάλησα λίγο-λίγο στον ώμο – και τη βρήκα στο νεροχύτη.
Ντομάτες κόκκινες στον πάγκο και χυμός χωρίς κουκούτσια σε μια λεκάνη.
Μου άνοιξε το ψυγείο της, μου έδειξε τις προμήθειες που ετοιμάζει για τον χειμώνα.
–Κρατάω το σπόρο. Δεν παίρνω εγώ υβρίδια. Τον έχω δέκα χρόνια πήγα για τα βαφτίσια στην Τρίπολη και τον έφερα.
Θυμηθήκαμε παλιές αμαρτίες, αδικίες και παράπονα. Το μάτι της έτρεχε και το σκούπιζε. Όχι από συγκίνηση αλλά γιατί «την έχει πειράξει».
Το ένα έπιανε, το άλλο άφηνε η θεια Μαρία. Να τα πει όσα είχε και άλλα που της ερχόντουσαν.
Ο άντρας της αργότερα, άκουσε την κουβέντα και ήρθε κι αυτός και κάθισε στην καρέκλα. Φορούσε μαύρα γυαλιά μέσα στο δροσερό δωμάτιο. Αυτό που όταν ήμουν μικρή βάζανε το γαϊδούρι ή τις γίδες ή ίσως τον σανό.
Τώρα έχουν κρεβάτι, καναπέ, τραπεζαρία, ψυγείο, νεροχύτη και φαγητά πολλά.
Και το μπουκάλι με τον συμπυκνωμένο χυμό πορτοκάλι που τον αραίωσε η θεια-Μαρία με κρύο νερό από το ψυγείο για να με κεράσει.
Δίπορτο ψυγείο καινούριο. Πάνω η ψύξη, κάτω η κατάψυξη.
Ελένη Γ.
Share this Post