Την είδα στο διάδρομο. Μόνη της καθισμένη μπροστά από τον πάγκο – μια άσπρη φτηνή μελαμίνη – έσκυβε σε χαρτιά κι εκκρεμότητες. Το μακρύ πλούσιο – πολύ πλούσιο – φόρεμά της κρεμότανε στο πλακάκι, σερνότανε στο μωσαϊκό. Τα μαλλιά της φουντωτά, κόκκινα, πλούσια κι αυτά. Στη γυμνή της πλάτη – μέχρι χαμηλά, το άνοιγμα της εντυπωσιακής τουαλέτας – είχε ριγμένο ανάλαφρα το μπολερό. Μπλε ελεκτρίκ όλη η σύνθεση. Μονόχρωμο μακρυμάνικο μπολερό, περασμένο χαμηλά στα χέρια, έξω οι ώμοι, γλιστρούσε κι άφηνε κομμάτια της γυμνής πλάτης ξεσκέπαστα, με άσπρα πουά το μακρύ χυτό φόρεμα.
Ελάτε από δω, προσφέρθηκα να την εξυπηρετήσω, όχι χωρίς υστεροβουλία, καιγόμουνα να μάθω το πώς και το γιατί.
Καμία σχέση με ό,τι φανταζόμουνα – φτωχή και τετριμμένη η φαντασία αν είναι να αναμετρηθεί με τη ζωή την πολύμορφη. Είχε μια πλούσια ζωή. Δουλειά, άντρες, παιδιά. Μόνο που τα παιδιά δεν είναι φουστάνια ούτε μπούκλες να χύνονται στους ώμους πλούσια και να σέρνονται στα πλακάκια.
Μπήκαμε μαζί στο γραφείο. Πλατύ φωτεινό χαμόγελο, άψογη, τέλεια ορθογραφία, ωραίος κι ακούραστος, έξυπνος λόγος. Η προφορά χρωμάτιζε τη φωνή, είχε έρθει από τα περίχωρα της περιφέρειας έφτασε ως εδώ – αγώνας και κόπος, δυσκολίες και δυνατότητες, χάσματα, κενά και αστοχίες. Υλικού και ανθρώπων. Με μπέρδεψε αντί να με διαφωτίσει η πρώτη μας αυτή επαφή.
Στη δεύτερη όμως….
Εμφανίστηκε τσακισμένη. Άβαφτο μαλλί – μαυρίζανε οι ρίζες ξεφεύγανε οι τρίχες από τις μπούκλες, αχτένιστη – και μια φούστα μακριά κι άχαρη πολύ. Ούτε καθαρό χρώμα ούτε σχέδιο εμφανές. Η μπλούζα της ξεχειλωμένη, απεριποίητη, έδειχνε τα κιλά της. Μιλούσε ασυνάρτητα κι έλεγε μισόλογα.
Ούτε ορθογραφία, ούτε άρθρωση ούτε γέλιο και νάζι.
Δεν είπαμε να μιλήσουμε, δεν είπαμε να φέρετε…
Μου γύρισε την πλάτη αδιάφορη κι έφυγε σέρνοντας πίσω της κάποιο είδος υφάσματος. Τις καλές μέρες θα ήταν εσάρπα και θα στόλιζε την εμφάνισή της. Τώρα όμως, μόνο σερνότανε αργά πίσω της στα σκαλιά. Μια εσάρπα καινούρια, ακόμη γυαλιστερή και όμορφη πολύ.
Οι όμορφες εσάρπες των ανθρώπων – άντρες γυναίκες, παιδιά.
Τα όμορφα παιδιά των ανθρώπων – κυρίως αυτά.
Ελένη Γ.