Δύο Ποιήματα * Κλεονίκη Δρούγκα

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras

 

 

Magna amoralia [i]

«Απαγορεύεται να πατάτε τον άνθρωπο» γράφει μια φθαρμένη πινακίδα πεσμένη στο χώμα)

Αγνώμων
γαζώνεις εκείνους που σ’ έκαναν Θεό
Αγενής
γλύφεις με ευχαρίστηση πληγές που ανοίγεις
Αναπάντεχος
πετάς μολότοφ απ΄ τ’ ανθισμένα κλαδιά της λεμονιάς
Απαίδευτος
αδρανοποιείς τη σκέψη και ενεργοποιείς τα σάλια
Απρόσιτος
φοράς αγκάθια και μασέλα με δόντια κοφτερά∙ κοιμάσαι μαζί τους
Απών
άψυχος κρύβεσαι πίσω απ΄ το δάχτυλό σου
Αφύσικος
όργανα τεχνητά έχεις παντού∙ τρως την καρδιά σου για πρωινό στην τουαλέτα
Αχόρταγος
Δυο τρία ψυγεία στην καθισιά αδειάζεις καρδιές
Ανθρωποφάγος
Σήμερα το μενού έχει στήθος γείτονα, μπούτι αγαπημένης και σπλήνα του σκύλου στο μπαλκόνι. Τα τρως βλέποντας μια ταινία «Τα τρία γουρουνάκια και ο κακός λύκος».
Δεν ρίχνεις ψίχουλα∙ θα μαζευτούν μυρμήγκια.


Αίθουσα δικαστηρίου

Ο δικαστής κάθεται μπροστά από το έδρανο σοβαρός και μαζεύει από αριστερά και δεξιά χειροκροτήματα πεσμένα. Δεν χαμογελά. Δεν ξέρει άλλωστε να το κάνει και βουλιάζει ωραία στη σαγήνη της στιγμής, σε θέση που βρίσκεται πιο ψηλά από τις άλλες, αναπνέοντας τον αέρα της επιτυχίας. Κρεμιέται από τις φιλοφρονήσεις που σπέρνονται στο χώμα και βήχει ευγνωμοσύνη για κάποιες χάρες του του γίνηκαν. Για το βήχα πίνει βοτάνια αμνησίας να του περάσουν οι αναμνήσεις απ’ όταν ήταν άνθρωπος.
Ο θύτης μπαίνει στην αίθουσα. Ευθυτενής, με σπορ ρούχα, μπεγλέρι στο χέρι και χαμόγελο στο τσεπάκι. Τον περιμένει φρέντο εσπρέσο με λίγη ζάχαρη και γλυκό με σαντιγί μα πάλι δεν είναι ευχαριστημένος. Θέλει κι άλλη ζάχαρη στον καφέ, θέλει κι άλλη σαντιγί στο κέικ και διαμαρτύρεται. Ο δικαστής του ζητά να ησυχάσει και βγάζει από την τσέπη του μια καραμέλα. Ο θύτης χαζογελά και την παίρνει. Την βάζει στο στόμα του και την πιπιλά. Περνάει έτσι λίγη ώρα χωρίς να γίνει τίποτα.
Το θύμα έχει δεμένα τα χέρια πισθάγκωνα όλη αυτήν την ώρα. Το στόμα του το έχουν ράψει φύλακες άγγελοι του δικηγορικού γραφείου με χρυσή κλωστή που την αφόδευσαν μετά από ώρα στην τουαλέτα. Το θύμα έχει τα μάτια ανοιχτά και βγάζει βρυχηθμούς περίεργους, τόσο περίεργους που τους ηχογραφούν για να τους καταλάβουν. Το θύμα κλαίει. Το θέαμα είναι τόσο ευχάριστο που θύτης και δικαστής βγάζουν μια selfie να θυμούνται τι ωραία που πέρασαν.
Το θύμα ζητάει συγγνώμη από τον θύτη και του λέει πως δεν θα το ξανακάνει. Ο θύτης βγάζει με μια λαβίδα την καρδιά από το θύμα και ο δικαστής βάζει μια σαλιάρα στο στέρνο. Όλοι, δικαστής, θύτης και θύμα τρώνε μαζί το θύμα.
Από το τζάμι κάποιοι που παρακολουθούν καταλαβαίνουν την μεγάλη αξία που έχει η δικαιοσύνη και αποφεύγουν να γίνουν θύματα να μη λερώσουν το χαλί στο δικαστήριο, γιατί, κακά τα ψέματα, έγινε χάλια το χαλί από τα ψίχουλα που άφησαν ο δικαστής, ο θύτης και το θύμα.

[i] Παράφραση  του Magna Moralia, μια πραγματεία για την ηθική που αποδίδεται παραδοσιακά στον Αριστοτέλη. Ο σταγειρίτης φιλόσοφος θεωρεί την ευδαιμονία το ύψιστο από τα αγαθά, που αποκτάται με ενάρετες πράξεις. Η ευτυχία ανήκει στον ενάρετο άνθρωπο.
Γύρω στα 600 μ.Χ, ο Πάπας Γρηγόριος Α’ στην εργασία του με τίτλο Magna Moralia απαριθμεί τα πιο σοβαρά αμαρτήματα που, σύμφωνα με την Καθολική εκκλησία, μπορούν να οδηγήσουν στην αιώνια καταδίκη της ψυχής του ανθρώπου. Τεμπελιά, Αλαζονεία, Λαιμαργία, Λαγνεία, Απληστία, Θυμός και Ζήλια.